Θετικό σήμα στέλνει, μιλώντας στο insider.gr, ο οίκος αξιολόγησης, Moody's, σε τυχόν υλοποίηση ενός πλάνου πιο άμεσης απόσβεσης των οριστικών και εκκαθαρισμένων αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων από τις διοικήσεις των τεσσάρων συστημικών τραπεζών.
Έχοντας βγει από τον στενό «κορσέ» των υψηλών μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων - δανείων, μέσω του υψηλού ρυθμού εξυγίανσης του μεγαλύτερου μέρους των ισολογισμών τους, SSM και ΕΚΤ ανοίγουν τους εναπομείναντες φακέλους προβληματικών σημείων που αφορούν αρχικώς, το σημαντικό απόθεμα ανακτηθέντων ακινήτων (REOs) και δευτερευόντως των υψηλών αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTCs).
Οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTAs) καλύπτουν πλέον το 6% των ισολογισμών των ελληνικών τραπεζών (DTCs στα 12,5 δισ. ευρώ περίπου - στο 50% περίπου του CET1). Ακόμα πιο σημαντικό, είναι ότι περίπου 15 δισ. ευρώ αναγνωρίζονται ως κεφάλαια σύμφωνα με τους κανόνες Basel ΙΙΙ, αποτελώντας πάνω από το 70% των εποπτικών κεφαλαίων.
Ως κατηγορία περιουσιακών στοιχείων, τα DTAs συνοδεύονται ωστόσο από σημαντικά μειονεκτήματα. Δεν παράγουν έσοδα (δηλαδή το 6% του ισολογισμού αποτελείται από περιουσιακά στοιχεία με 0% αποδοτικότητα ROA), ενώ φέρουν επίσης υψηλό συντελεστή στάθμισης κινδύνου στον υπολογισμό των εποπτικών κεφαλαίων, που κυμαίνεται από 100% έως 250%, αντιπροσωπεύοντας το 14% των σταθμισμένων ως προς κίνδυνο περιουσιακών στοιχείων (RWAs).
Σε ερώτημα του insider.gr για το πως αντιλαμβάνεται η Moody's το ζήτημα της πιο άμεσης επίλυσης του ζητήματος των DTCs, ο Ν. Νικολαΐδης, αρμόδιος του οίκου αξιολόγησης για τις ελληνικές τράπεζες απαντά πως «το υψηλό επίπεδο των DTCs αποτελούσε μια μακροχρόνια πιστωτική πρόκληση για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, υπονομεύοντας την ποιότητα των κεφαλαίων τους. Αντίστοιχα, τυχόν μέτρα για την επιτάχυνση της απόσβεσής τους και τη μείωση της ποσόστωσης στην κεφαλαιακή διάρθρωση των τραπεζών, θα λαμβάνονταν θετικά από πιστωτικής πλευράς. Πιστεύουμε ότι εάν οι τράπεζες ακολουθήσουν αυτή τη γραμμή θα σημαίνει ότι αποτελεί μια εφικτή επιλογή με βάση τα business plans τους, ενώ πιστεύουμε ότι και η ρυθμιστική αρχή θα χαιρετίσει μια τέτοια εξέλιξη».
Από την άλλη, στο ερώτημα του κατά πόσο οι διοικήσεις των τραπεζών θα κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση προκειμένου να λάβουν κάτι ως αντάλλαγμα, ήτοι υψηλότερα payouts, ο κ. Νικολαΐδης δεν θεωρεί πως η υλοποίηση μιας τέτοιας πρότασης θα αποτελέσει εργαλείο διαπραγμάτευσης για έγκριση υψηλότερων payouts, αν και είναι φυσικό να πιστεύουμε ότι εάν τα DTCs καταστούν ένα μικρότερο ζήτημα ως προς την κεφαλαιακή ποιότητα των τραπεζών, τότε η εποπτική αρχή θα μπορούσε να είναι πιο ευέλικτη σε οποιαδήποτε τέτοια αιτήματα. Προφανώς τα business plans των τραπεζών επανεξετάζονται τακτικά από τον SSM, συμπεριλαμβανομένων τυχόν payouts.
Ο ίδιος επισημαίνει πως είναι δύσκολο να εξεταστεί σε αυτό το σημείο, ο πιθανός αντίκτυπος μια τέτοιας κίνησης (επιτάχυνση της απόσβεσης DTC) στις μετρήσεις των εποπτικών κεφαλαίων των τραπεζών, αλλά εκτιμά ότι οι δείκτες δεν θα αποκλίνουν ουσιαστικά από τα business plans των τραπεζών.
«Το περιβάλλον των χαμηλότερων επιτοκίων θα είχε κάποιο αρνητικό αντίκτυπο στα οργανικά - βασικά έσοδα και την κερδοφορία των τραπεζών, αλλά εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι η δυναμική ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και η πιστωτική επέκταση (καθοδηγούμενη επίσης από έργα που σχετίζονται με το RRF) θα εξακολουθούν να είναι επαρκείς ώστε οι τράπεζες να διατηρήσουν ικανοποιητικούς δείκτες κερδοφορίας και αποδόσεις για τους μετόχους τους. Αυτός είναι στην πραγματικότητα ένας από τους βασικούς παράγοντες που οδηγούν τις θετικές προοπτικές αξιολόγησης (θετικό outlook) που έχουμε θέσει αυτή τη στιγμή και στις τέσσερις συστημικές τράπεζες».
Όπως τονίζει στο insider.gr, ο Ν. Νικολαΐδης, «μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν credit positive από τη δική μας οπτική γωνία, καθώς θα ενίσχυε την ποιότητα των κεφαλαίων των τραπεζών και η απόσβεση των DTCs θα εξελιχθεί σταδιακά σε μικρότερο χρονικό διάστημα. Αυτό θα ασκούσε δυνητικά θετική πίεση στη φερεγγυότητα των τραπεζών και θα τις τοποθετούσε καλύτερα μεταξύ των ευρωπαϊκών ομοτίμων με παρόμοια αξιολόγηση».
Πώς φτάσαμε στο θέμα των DTAs - DTCs
Το ζήτημα του DTA άνοιξε στην Ελλάδα από το 2010 και έπειτα, εν μέσω της βαθιάς οικονομικής κρίσης που οδήγησε στην αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους (PSI) το 2012 με κούρεμα 38 δισ. ευρώ στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών και σε σημαντική δημιουργία DTA. Επιπλέον οδήγησε στη δημιουργία 95 δισ. ευρώ νέων NPEs σε μόλις επτά χρόνια, με συνέπεια δεκάδες δισ. ευρώ σε νέες προβλέψεις και δημιουργία νέων DTAs.
Κατά τη διάρκεια του PSI, ελληνικά κρατικά ομόλογα ονομαστικής αξίας 199 δισ. ευρώ ανταλλάχθηκαν με νέα ομόλογα και γραμμάτια ισοδύναμων μετρητών 92 δισ. ευρώ που εκδόθηκαν από τον Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF). Την εποχή του PSI, οι ελληνικές τράπεζες κατείχαν 49 δισ. ευρώ επί συνόλου ελληνικών κρατικών τίτλων και άλλων συναφών κρατικών δανείων και οι αντίστοιχες ζημίες ανέρχονταν σε 38 δισ. ευρώ, που μεταφράζεται σε κούρεμα 78% και άνω του 170% του CET1 τους. Προκειμένου να μετριαστεί ο αντίκτυπος αυτών των ζημιών στο προφίλ των τραπεζών, η ελληνική κυβέρνηση θέσπισε ειδικές φορολογικές διατάξεις και επέτρεψε τη μετατροπή των ζημιών από προβλέψεις των ελληνικών τραπεζών σε DTA που προκύπτουν από προσωρινές διαφορές.