Ένα βήμα πιο κοντά στην υλοποίηση του project της Καμπάς, έρχεται η διοίκηση της Reds, μετά το «πράσινο φως» που πήρε το σχέδιο από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεώτερων Μνημείων.
Η μελέτη που υπέβαλλε προς έγκριση στο Κεντρικό Συμβούλιο η Reds αφορά την αποκατάσταση των διατηρητέων Κτιρίων του Εργοστασίου Καμπάς.
Αν και η μελέτη αυτή θα πρέπει να εγκριθεί από την Υπουργό Πολιτισμού, Λυδία Κονιόρδου και υπάρχει ακόμη αρκετός δρόμος προκειμένου να ξεκινήσει η επένδυση, εντούτοις η εξέλιξη αυτή αποτελεί ένα θετικό βήμα.
Υπενθυμίζεται ότι το έργο αφορά την ανάπτυξη έκτασης 315 στρεμμάτων, όπου θα περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η ανάπτυξη εμπορικού κέντρου και κτιρίων γραφείων, όπως επίσης και χώροι κινηματογράφων, καφέ και εστιατόρια, με τη συνολική δομήσιμη επιφάνεια να εκτιμάται ότι θα είναι της τάξεως των 80.000 τ.μ. Επιπλέον 53.115 τ.μ. θα αφορούν ανοικτούς χώρους πρασίνου, ενώ οι κοινόχρηστοι χώροι πρασίνου υπολογίζονται σε 157.000 τ.μ.
Το Cambas Project υπολογίζεται ότι θα αποφέρει ετήσια έσοδα από μισθώματα ύψους 30 εκατ. ευρώ, ενώ ο ετήσιος τζίρος των μισθωτών τοποθετείται στα 150 εκατ. ευρώ και οι νέες θέσεις εργασίας αναμένεται να ανέλθουν σε 1.600.
Όταν ολοκληρωθεί η αδειοδοτική διαδικασία, θα χρειαστούν τρία χρόνια κατασκευαστικών εργασιών.
Η ιστορία της Καμπάς
Το 1869 ο Ανδρέας Καμπάς ενοικίασε κτήματα στα Μεσόγεια και τη Λαυρεωτική. Λόγω του ότι το πετρώδες έδαφος της περιοχής δεν ευνοούσε την καλλιέργεια σιτηρών, τα κτήματα αυτά χρησίμευαν μόνο ως βοσκοτόπια. Σε ένα από τα κτήματα υπήρχαν αμπέλια τα οποία παρήγαγαν περίπου 12.000 οκάδες κρασί ετησίως. Παρατήρησε δε, ότι το έδαφος ήταν ιδανικό για την καλλιέργεια του αμπελιού. Επειδή όμως στα νοικιασμένα κτήματα δεν μπορούσε να αλλάξει τη χρήση έπρεπε να αποκτήσει ιδιόκτητη γη για να εφαρμόσει τις ιδέες του.
Στις 22 Μαρτίου του 1875, μαζί με τον αδελφό του Αλέξανδρο, αγόρασαν το κτήμα Κάντζα έκτασης 5.000 στρεμμάτων περίπου. Από το πρώτο έτος της αγοράς άρχισαν να φυτεύουν αμπέλια σε εκτεταμένες εκτάσεις του κτήματος, με αποτέλεσμα να αυξηθεί σημαντικά η παραγωγή μούστου.
Την ίδια εποχή ήρθε από τη Γαλλία ο Αρ. Βουσάκης, χημικός, καθηγητής πανεπιστημίου, από τον οποίο ο Α. Π. Καμπάς ζήτησε να του φέρει ένα εργαλείο κατάλληλο για την απόσταξη του κρασιού. Στις αρχές του 1880 φέρνει το πρώτο μηχάνημα απόσταξης οίνων από το Bordeaux της Γαλλίας κι αρχίζει να αποστάζει τα αποθηκευμένα κρασιά των προηγούμενων ετών. Συνέχισε και τα επόμενα χρόνια να αποστάζει κρασί και να παράγει κονιάκ παρόλο που δεν υπήρχε αγορά να το διαθέσει. Τα προϊόντα τα αποθήκευε σε αχυρώνα της περιοχής.
Μόνο μετά από 8 χρόνια, το 1888, ο Α. Π. Καμπάς, έδωσε σε φίλους του γιατρούς και χημικούς δείγματα του κονιάκ οι οποίοι ενθουσιάστηκαν και τον προέτρεψαν να στείλει δείγμα στον Σούτσο που ήταν αρχίατρος του Ελληνικού Στρατού. Ο Σούτσος ενθουσιάστηκε και αυτός με το προϊόν και έδωσε την πρώτη παραγγελία 2.000 φιαλών για το Ελληνικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Η πρώτη αυτή παραγγελία ενθάρρυνε τον Α. Π. Καμπά, ο οποίος άνοιξε πρατήριο διάθεσης του προϊόντος στο σπίτι του στην οδό Φιλελλήνων. Ταυτόχρονα το Δεκέμβριο του 1889 γίνεται προμηθευτής της Αυτού Μεγαλειότητας του Βασιλέως και αρχίζει να παίρνει μέρος σε διεθνείς εκθέσεις, όπου τα προϊόντα του διακρίνονται αποσπώντας χρυσά βραβεία.
Το 1889 χωρίζεται το κτήμα της Κάντζας. Ο Ανδρέας Καμπάς κρατάει την περιοχή στη νότια πλευρά της Λεονταρίου και ο Αλέξανδρος την περιοχή στη βόρεια πλευρά. Η διαρκής αύξηση της ζήτησης των προϊόντων αναγκάζει τον Ανδρέα Καμπά σε συνεχείς επενδύσεις τόσο για κτιριακό όσο και για μηχανολογικό εξοπλισμό. Μέχρι το 1890 λειτουργούν στο κτήμα της Κάντζας τέσσερα αποστακτήρια και άλλα τέσσερα ίδιου τύπου στις εγκαταστάσεις του κτήματος της Γιαλούς, στην περιοχή των Σπάτων.
Από το 1890 αρχίζει προσωπικά ταξίδια στην Αίγυπτο, τη Συρία, τη Μικρά Ασία, την Κωνσταντινούπολη, τη Ρωσία, τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία με τα οποία προωθεί τα προϊόντα της εταιρείας στους Έλληνες αυτών των περιοχών. Έτσι καταφέρνει να αναπτύξει ισχυρή εξαγωγική δραστηριότητα που καθιστά τη βιομηχανία του τη μεγαλύτερη του κλάδου στην Ελλάδα και το προϊόν του το «Κονιάκ Καμπά» κατέχει την πρώτη θέση στην Ελλάδα, την Αίγυπτο και την Ανατολή.
Το 1904 κι ενώ η κατανάλωση του κονιάκ είχε παγιωθεί, αποφασίζει να επιδοθεί και στην οινοποιία. Τότε ιδρύει το εργοστάσιο οινοποιίας, κατασκευάζει τις κτιριακές εγκαταστάσεις που σήμερα γνωρίζουμε ως «εργοστάσιο Καμπά» και σταδιακά αναπτύσσει την επιχείρηση του με συνεχείς επενδύσεις σε κτιριακό και μηχανολογικό εξοπλισμό. Σημαντικό γεγονός αποτελεί ότι λόγω της μεγάλης ζήτησης των προϊόντων, εκτός από τη δική του παραγωγή σε σταφύλια, αγοράζει και μεγάλες ποσότητες από τους αγρότες – παραγωγούς των γύρω περιοχών, τονώνοντας έτσι την οικονομία της περιοχής.
Η ζήτηση των προϊόντων αυξάνεται συνέχεια και στην προσπάθεια εξεύρεσης νέων κεφαλαίων μεταβάλει τη εταιρεία σε ανώνυμη μετοχική, την 1η Ιουλίου 1918 και την εισάγει στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών το 1920. Το 1924 ο Ανδρέας Καμπάς πεθαίνει σε ηλικία 73 ετών και αφήνει την επιχείρηση στους δύο υιούς του Άγγελο και Παναγιώτη. Η επιχείρηση κάνει νέες επενδύσεις με σημαντικότερη την αγορά, το 1927, στη Μαντινεία Αρκαδίας, εκτάσεων και τη δημιουργία εκεί εργοστασίου παραγωγής οίνου.
Μετά τον θάνατο του Α. Π. Καμπά η επιχείρηση στην ουσία χάνει τον ιθύνοντα νου που την έκανε από τις πρωτοποριακές της εποχής της. Το 1932, με αδιευκρίνιστο τρόπο, ο έλεγχος της εταιρείας περνάει στα χέρια της Εθνικής Τράπεζας. Κατά τη διάρκεια της κατοχής, το εργοστάσιο στην Κάντζα επιτάσσεται αλλά σχεδόν τα πάντα μένουν άθικτα.
Το 1991 η Εθνική τράπεζα βγάζει σε δημοπρασία τα ακίνητα της ″Καμπάς Α.Ε.″ δηλ το κτήμα και το εργοστάσιο στην Κάντζα, το κτήμα στη Γιαλού και τα κτήματα στην Τρίπολη. Στην δημοπρασία αυτή είχαν δικαίωμα συμμετοχής μόνο οινοπαραγωγοί, κύριος στόχος ήταν η συνέχιση της λειτουργίας του εργοστασίου και του κτήματος ως οινοποιητική μονάδα και η τιμή ήταν πολύ χαμηλή για τα δεδομένα της εποχής. Η δημοπρασία κατακυρώθηκε στην εταιρεία «Ι. Μπουτάρης και Υιός HOLDING Α.Ε.», η οποία συνέχισε την καλλιέργεια των αμπελιών και την παραγωγή κρασιού και μπράντυ. Με την αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της εταιρείας αρχίζει αμέσως το έργο της αναγέννησης της. Αυτή η αγορά δίνει νέα ώθηση τόσο στην εταιρεία Μπουτάρη όσο και στον Καμπά. Ο νέος ιδιοκτήτης προχωράει σε περιορισμένη ανανέωση των αμπελιών και όλα δείχνουν ότι ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο ανάπτυξης των δύο εταιρειών.
. Το 1997 ο όμιλος Μπουτάρη πώλησε τη συμμετοχή του στην εισηγμένη στο χρηματιστήριο εταιρεία «Α. Καμπάς Α.Ε.» σε όμιλο επενδυτών, μεταξύ αυτών και η Reds.