Όταν ο νόμος προέβλεψε στην Ελλάδα, το 2013, την πώληση προϊόντων από τα καταστήματα σούπερ μάρκετ και μετά την τυπική ημερομηνία λήξης τους, ένα κύμα αντίδρασης ξέσπασε από καταναλωτές αλλά και επιχειρηματίες που τελικά έκλεισαν κάθε παράθυρο για τη δημιουργία μιας τέτοιας αγοράς στην Ελλάδα, αν και ο νόμος την επιτρέπει.
Ωστόσο αυτό που στη χώρα μας θεωρήθηκε ως μέγα λάθος και η κυβέρνηση που προώθησε το σχετικό νόμο κατηγορήθηκε ότι θα τάιζε σκουπίδια τους πολίτες της, σε άλλες χώρες αποτελεί επιχειρηματικό εγχείρημα και μάλιστα δρα προς την κατεύθυνση της καταπολέμησης της σπατάλης των τροφίμων διεθνώς. Έτσι το πρώτο σούπερ μάρκετ που πουλάει αποκλειστικά ληγμένα τρόφιμα είναι γεγονός και άνοιξε στη Δανία.
Το κατάστημα που ονομάζεται WeFood σκοπεύει να συνεισφέρει στην καταπολέμηση της σπατάλης τροφίμων στη Δανία, δημιουργώντας μια αγορά για τα ληγμένα τρόφιμα και τα αγαθά με φθαρμένες συσκευασίες. Τα προϊόντα αυτά πωλούνται σε χαμηλές τιμές, αντί να καταλήγουν στα σκουπίδια. Μάλιστα οι εμπνευστές του εκτιμούν ότι να αποτελέσει πρότυπο για άλλες χώρες, ως μια δημιουργική λύση στο τεράστιο πρόβλημα της σπατάλης τροφίμων.
Είναι ενδεικτικό ότι σε ετήσια βάση η Δανία των 5,6 εκατομμυρίων ανθρώπων πετάει στα σκουπίδια περίπου 700.000 τόνους τροφίμων. Σε παγκόσμια κλίμακα, πάνω από 1,3 δισεκατομμύρια τόνοι τροφίμων χάνονται ή απορρίπτονται κάθε χρόνο, ισοδύναμοι με το ένα τρίτο όλων των τροφίμων που παράγονται παγκοσμίως. Η σπατάλη αυτή κοστίζει σχεδόν 750 δισεκατομμύρια δολάρια σύμφωνα με τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) του ΟΗΕ.
Στο WeFood, οι τιμές βρίσκονται έως και 50% κάτω από την τιμή λιανικής πώλησης, όμως το κατάστημα δεν απευθύνεται μόνο σε πελάτες με χαμηλή αγοραστική δύναμη. Σύμφωνα με την ΜΚΟ DanChurch Aid, η οποία βρίσκεται πίσω από το εγχείρημα «το WeFood είναι το πρώτο σούπερ μάρκετ του είδους του στη Δανία, και έχει στόχο όχι μόνο καταναλωτές χαμηλού εισοδήματος, αλλά όποιον ανησυχεί για την ποσότητα των αποβλήτων τροφίμων που παράγονται σε αυτή τη χώρα».
Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΕ ο μέσος Ευρωπαίος καταναλωτής πετάει στα σκουπίδια 123 κιλά τροφίμων κάθε χρόνο, ποσότητα που αναλογεί στο 16% της συνολικής τροφής που φθάνει στους καταναλωτές. Από αυτό το φαγητό, σχεδόν το 80% ή 97 κιλά είναι τροφή που θα μπορούσε ακόμη να καταναλωθεί και συνεπώς θα μπορούσε να αποφευχθεί το πέταμά της.
Συνολικά σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπολογίζεται ότι 47 εκατομμύρια τόνοι τροφής πετιούνται ετησίως, μια τεράστια σπατάλη πόρων, η οποία επιπλέον επιβαρύνει το περιβάλλον.
Αν και είναι δύσκολο να γίνει ακριβής υπολογισμός, ο τυπικός καταναλωτής στην ΕΕ πετάει στα σκουπίδια από 45 έως 153 κιλά τροφίμων τον χρόνο.
Πάντως η Γαλλία από τις αρχές Φεβρουαρίου με νόμο απαγορεύει στα σούπερ μάρκετ να πετούν τα απούλητα τρόφιμα. Σύμφωνα με τον νόμο, τα καταστήματα υποχρεούνται πλέον να δωρίζουν τα είδη διατροφής σε φιλανθρωπικά ιδρύματα και τράπεζες τροφίμων, αντί να τα καταστρέφουν ρίχνοντας πάνω τους χλωρίνη και να τα μεταφέρουν σε χωματερές, όπως έκαναν στο παρελθόν.
Στην Ελλάδα αν και δεν εφαρμόζεται από τα καταστήματα τροφίμων, επιτρέπεται να πωλούν «προϊόντα περασμένης διατηρησιμότητας» σε ειδικά ράφια με ανάλογη ένδειξη. Τα προϊόντα περασμένης διατηρησιμότητας είναι αυτά που φέρουν ημερομηνία ανάλωσης κατά προτίμηση και όχι ημερομηνία λήξης. Η ένδειξη αυτή αναγράφεται σε μια ευρεία ποικιλία τροφίμων, τα οποία είναι διατηρημένα σε ψύξη, κατάψυξη, αποξηραμένα, είτε πρόκειται για ζυμαρικά και ρύζι, για προϊόντα σε κονσέρβα, καθώς και άλλα τρόφιμα, όπως φυτικά έλαια. Εξαιρούνται όσα προσδιορίζονται από τη νομοθεσία ως ευαλλοίωτα.
Πάντως ο χρόνος διάθεσης των προϊόντων περασμένης διατηρησιμότητας δεν μπορεί να υπερβαίνει κατά περίπτωση:
- Τη μία εβδομάδα στην περίπτωση προϊόντων των οποίων η ελάχιστη διατηρησιμότητα δηλώνεται με την αναγραφή ημέρας και μήνα.
- Τον ένα μήνα στην περίπτωση προϊόντων των οποίων η ελάχιστη διατηρησιμότητα δηλώνεται με την αναγραφή μήνα και έτους.
- Τους τρεις μήνες στην περίπτωση προϊόντων των οποίων η ελάχιστη διατηρησιμότητα δηλώνεται με την αναγραφή μόνο του έτους.
Την αποκλειστική ευθύνη για την καλή υγιεινή κατάσταση των προϊόντων φέρει ο πωλητής ενώ προϊόντα περασμένης διατηρησιμότητας απαγορεύεται να διατίθενται σε χώρους ομαδικής εστίασης.