Στο 18,3% ανήλθε η ανεργία τον Ιούνιο, από 17,3% το Μάιο, με την έναρξη της τουριστικής σεζόν να μην φρενάρει τον αριθμό των ανέργων.
Κατά τον Ιούνιο η αγορά εργασίας επηρεάστηκε από τη συνέχιση της διακοπής λειτουργίας (ή τη μερική λειτουργία) επιχειρήσεων συγκεκριμένων κλάδων υπηρεσιών, όπως εποχικών καταλυμάτων, δραστηριοτήτων πολιτισμού και αναψυχής, οργάνωσης συνεδρίων και εμπορικών εκθέσεων, στο πλαίσιο εφαρμογής των μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή το εποχικά διορθωμένο ποσοστό ανεργίας τον Ιούνιο του 2020 ανήλθε σε 18,3% έναντι του διορθωμένου προς τα κάτω 17,1% τον Ιούνιο του 2019 και του διορθωμένου προς τα άνω 17,3% τον Μάιο του 2020. Στην έναρξη της πανδημίας, ήτοι το Μάρτιο η ανεργία ήταν στο 14,3%.
Το σύνολο των απασχολουμένων, κατά τον Ιούνιο του 2020, εκτιμάται ότι ανήλθε σε 3.744.630 άτομα. Οι άνεργοι ανήλθαν σε 836.637 άτομα ενώ ο οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός ανήλθε σε 3.312.753 άτομα. Οι άνεργοι αυξήθηκαν κατά 27.091 άτομα σε σχέση με τον Ιούνιο του 2019 (αύξηση 3,3%) και κατά 58.146 άτομα σε σχέση με τον Μάιο του 2020 (αύξηση 7,5%). Οι απασχολούμενοι μειώθηκαν κατά 174.217 άτομα σε σχέση με τον Ιούνιο του 2019 (μείωση 4,4%) και αυξήθηκε κατά 11.640 άτομα σε σχέση με τον Μάιο του 2020 (αύξηση 0,3%).
Οι οικονομικά μη ενεργοί, δηλαδή τα άτομα που δεν εργάζονται ούτε αναζητούν εργασία, αυξήθηκαν κατά 108.669 άτομα σε σχέση με τον Ιούνιο του 2019 (αύξηση 3,4%) και μειώθηκαν κατά 72.265 άτομα σε σχέση με τον Μάιο του 2020 (μείωση 2,1%). Επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τον ορισμό για τον άνεργο και τον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό, εάν ένα άτομο που δεν εργάζεται, δεν αναζητά ενεργά εργασία και δεν είναι διαθέσιμο να αναλάβει άμεσα εργασία, δεν κατατάσσεται στους ανέργους αλλά στον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό.
Αξίζει να σημειωθεί ότι με βάση τις κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας (Eurostat) για την Έρευνα Εργατικού Δυναμικού στα Κράτη- Μέλη, λόγω της πανδημίας τα άτομα που τίθενται σε αναστολή σύμβασης εξακολουθούν να θεωρούνται απασχολούμενοι, εφόσον η διάρκεια της αναστολής είναι μικρότερη από 3 μήνες ή αν λαμβάνουν περισσότερο από το 50% των αποδοχών τους.