Ένας ολοκληρωμένος χωρικός σχεδιασμός για τη διαχείριση της αστικοποίησης και τις επενδύσεις υψηλής έντασης γης σε περιφερειακό επίπεδο, στα πλαίσια της προγραμματικής περιόδου 2021-2027, θα αποδώσει οφέλη στην χώρα, σύμφωνα με νέα έρευνα του ΚΕΠΕ με τίτλο Agglomeration Economies and Productivity in the EU Regions.
Στην έρευνα επισημαίνεται πως η βελτίωση της παραγωγικότητας και της αποτελεσματικότητας μιας χώρας ή μιας περιφέρειας είναι απαραίτητη για τη μακροπρόθεσμη οικονομική άνθησή της, αφού ευνοεί τη δημιουργία βιώσιμων θέσεων εργασίας, την αύξηση των μισθών, καλύτερες συνθήκες ζωής και άλλες διαστάσεις της ευημερίας των πολιτών. Η επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας και οι έντονες χωρικές ανισότητές της στην Ευρωπαϊκή Ένωση καθιστούν αναγκαία τη βαθύτερη κατανόηση των πηγών της αναποτελεσματικότητας στη χρήση των συντελεστών παραγωγής και τη διαμόρφωση κατάλληλα στοχευμένων πολιτικών περιφερειακής ανάπτυξης και συνοχής.
Η μελέτη, σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, παρέχει ένα ολοκληρωμένο και θεωρητικά στέρεο μεθοδολογικό πλαίσιο για τη συνεπή εκτίμηση και συγκριτική ανάλυση της αποτελεσματικότητας, της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής, και των τεχνολογικών χασμάτων στις ευρωπαϊκές περιφέρειες. Εντός του πλαισίου αυτού, εντοπίζονται οι κύριοι προσδιοριστικοί παράγοντες της αναποτελεσματικότητας και διαμορφώνονται προτάσεις για την ενίσχυση της παραγωγικότητας.
Τα αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν ότι το μέσο επίπεδο τεχνικής αποτελεσματικότητας των ευρωπαϊκών περιφερειών παρέμεινε ουσιαστικά το ίδιο (περίπου 80%) κατά τη διάρκεια της περιόδου (2010-2016). Παρατηρούνται ορισμένες σημαντικές ανισότητες, αφού περιφέρειες της Κεντροδυτικής και Βόρειας Ευρώπης είχαν τιμές αποτελεσματικότητας άνω του 90%, σε σύγκριση με τις πολύ λιγότερο αποτελεσματικές περιφέρειες της Ανατολικής και Νότιας Ευρώπης. Επιπροσθέτως, παρατηρούνται σημαντικά διαπεριφερειακά χάσματα παραγωγικότητας εντός συγκεκριμένων χωρών, όπως στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιταλία, την Ισπανία και την Ελλάδα.
Η αποτελεσματικότητα όλων των ελληνικών περιφερειών, η οποία κατά μέσο όρο κυμάνθηκε στο 54% κατά την περίοδο μελέτης, υπολείπεται σημαντικά έναντι της μέσης τιμής αποτελεσματικότητας των υπολοίπων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η μέγιστη τιμή αποτελεσματικότητας (66%), η οποία αντιστοιχούσε στην Αττική, ήταν άνω των 20 ποσοστιαίων μονάδων υψηλότερη από την ελάχιστη τιμή αποτελεσματικότητας (44%), η οποία αντιστοιχούσε στην Πελοπόννησο και αποτελούσε την 8η χαμηλότερη τιμή αποτελεσματικότητας σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση (το 2016). Η Κεντρική Μακεδονία και οι νησιωτικές περιφέρειες του Νοτίου Αιγαίου, της Κρήτης, του Βορείου Αιγαίου (το 2010) και των Ιονίων Νήσων (το 2016) είχαν τιμές αποτελεσματικότητας άνω του μέσου όρου της χώρας. Επίσης, εντοπίζονται σημαντικές διαφορές στη διαχρονική εξέλιξη της αποτελεσματικότητας μεταξύ των περιφερειών, υποδεικνύοντας την ύπαρξη μιας διαδικασίας σύγκλισης πολλαπλών ταχυτήτων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η διαδικασία αυτή αντανακλά κυρίως την επιβράδυνση της παραγωγικότητας στις πιο ανεπτυγμένες χώρες/περιφέρειες και την πορεία κάλυψης της υστέρησης που εμφανίζουν οι οικονομίες των χωρών/περιφερειών της Ανατολικής Ευρώπης.
Τα ευρήματα δείχνουν ότι η σχέση μεταξύ των οικονομιών συσσώρευσης και της αποτελεσματικότητας είναι πολύπλοκη και εξαρτώμενη από το χωρικό πλαίσιο της ανάλυσης. Από τη μία πλευρά, η περιφερειακή αποτελεσματικότητα επηρεάζεται θετικά από τον ρυθμό αύξησης της γεωγραφικής διάχυσης της ανάπτυξης πέρα από ένα σημείο, τη συγκέντρωση των χρήσεων γης καθώς και την τομεακή συγκέντρωση των οικονομικών δραστηριοτήτων, την προαγωγή του ανθρώπινου κεφαλαίου και την ενίσχυση της πρόσβασης σε αγορές (και άλλων μεγεθών γεωγραφικής κεντρικότητας). Από την άλλη πλευρά, σημαντικές πηγές αναποτελεσματικότητας αποτελούν ο ρυθμός αύξησης της πυκνότητας απασχόλησης πέρα από ένα σημείο και ο αυξημένος βαθμός εξειδίκευσης εργασίας, σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο βαθμό εξειδίκευσης εργασίας. Παράγοντες οι οποίοι είναι κοινοί σε επίπεδο χώρας, όπως μακροοικονομικές πολιτικές, στρατηγικές χωρικού σχεδιασμού και το στάδιο της ανάπτυξης, επίσης επηρεάζουν σημαντικά –αλλά ετερογενώς– την περιφερειακή αποτελεσματικότητα. Τα συγκεκριμένα ευρήματα υποστηρίζονται από ένα πλήθος διαφορετικών εξειδικεύσεων και επεκτάσεων του βασικού υποδείγματος, συμπεριλαμβάνοντας εναλλακτικές επεξηγηματικές μεταβλητές και όρους αλληλεπίδρασης μεταβλητών.
Τα αποτελέσματα της μελέτης, σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να προσφέρουν χρήσιμες συμβουλές για τη διαμόρφωση πολιτικών, οι οποίες είναι προσαρμοσμένες στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τις ανάγκες και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα κάθε ευρωπαϊκής περιφέρειας, έτσι ώστε να αντιμετωπιστούν πηγές αναποτελεσματικότητας και ανισότητες μεταξύ τους. Ειδικότερα, η κατάλληλη αξιοποίηση οικονομιών χωρικής συσσώρευσης, η βελτίωση της συνδεσιμότητας –μέσω στρατηγικών επενδύσεων σε φυσικές υποδομές– και η προαγωγή του ανθρώπινου κεφαλαίου αποτελούν κρίσιμους παράγοντες για τη βιώσιμη ανάπτυξη και συνοχή των ευρωπαϊκών περιφερειών. Για τον σκοπό αυτό, ο σχεδιασμός και η υλοποίηση επενδυτικών προγραμμάτων και περιφερειακών-τομεακών σχεδίων οφείλει να εμπεριέχει εργαλεία πολιτικής που θα λειτουργούν συνεργατικά μεταξύ τους. Τα εργαλεία αυτά μπορεί να αναφέρονται στην ενίσχυση των θεσμών χωρικού σχεδιασμού και διακυβέρνησης, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ότι η διαχείριση των χρήσεων γης προωθεί την παραγωγικότητα, και τη θεραπεία των αρνητικών οικονομιών συσσώρευσης.
Οι ερευνητές συνιστούν να δοθεί έμφαση στις περιφέρειες με χαμηλές επιδόσεις, αναφορικά με παράγοντες που ευνοούν την αποτελεσματικότητα και τη συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής, και αμβλύνουν τα τεχνολογικά χάσματα με τις περιφέρειες με υψηλές επιδόσεις.
Στην περίπτωση των περιφερειών της Ανατολικής Ευρώπης, η συμπαγής χωρική ανάπτυξη και η διαφοροποίηση των οικονομικών δραστηριοτήτων μπορεί να αποφέρει σημαντικά οφέλη αποδοτικότητας. Σχετικά με την Ελλάδα, αντίστοιχα οφέλη δύνανται να προκύψουν από τον ολοκληρωμένο χωρικό σχεδιασμό για τη διαχείριση της αστικοποίησης και τις επενδύσεις υψηλής έντασης γης σε περιφερειακό επίπεδο.
Η μελέτη του ΚΕΠΕ υπογραμμίζει ορισμένες μεγάλες προκλήσεις στην άσκηση πολιτικών σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο κατά την προγραμματική περίοδο 2021–2027. Μεταξύ αυτών είναι η συμπερίληψη στόχων και κριτηρίων που ευνοούν την αύξηση της παραγωγικότητας και αποτελεσματικότητας, τη μείωση των τεχνολογικών χασμάτων, και την επιτάχυνση της σύγκλισης των περιφερειών, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Οι προτάσεις πολιτικής είναι επιπλέον συναφείς με σύγχρονες ή μελλοντικές εξελίξεις που αναμένεται να επηρεάσουν σημαντικά την παραγωγικότητα των περιφερειών, είτε μέσω της ανακατανομής των χρήσεων γης για δραστηριότητες γεωργίας, βιομηχανίας, υπηρεσιών και στέγασης, είτε μέσω της αναδιοργάνωσης αλυσίδων αξίας. Μεταξύ άλλων, οι εξελίξεις αυτές σχετίζονται με τεχνολογικές καινοτομίες (π.χ., αυτόνομα οχήματα, προηγμένες τεχνολογίες μεταποίησης, τηλεργασία) και δράσεις για την αποτροπή ή τον έλεγχο της εξάπλωσης μεταδοτικών ασθενειών, όπως η COVID-19, και την ενδυνάμωση της ανθεκτικότητας στην κλιματική αλλαγή.