Μια υπόθεση από το όχι και ιδιαίτερα κοντινό παρελθόν ήρθε να μας υπενθυμίσει η εξαμηνιαία οικονομική κατάσταση του ομίλου Ελλάκτωρ. Ο λόγος για έναν διαγωνισμό που για τους περισσότερους θεωρείται «ξεχασμένος» αλλά κατά τα φαινόμενα όχι για τον ίδιο τον όμιλο, λογικά και για το… ελληνικό Δημόσιο.
Πρόκειται για την περίφημη ιστορία για τον διαγωνισμό της «Υποθαλάσσιας Αρτηρίας Θεσσαλονίκης», όπου η κοινοπραξία «Θερμαϊκή Οδός ΑΕ», στην οποία συμμετείχαν οι ΑΚΤΩΡ (θυγατρική της Ελλάκτωρ), Boskalis και Archirodon, είχε ανακηρυχθεί πριν από περίπου 16 χρόνια, τον Ιούνιο του 2005, προσωρινός ανάδοχος του έργου που θα συνέδεε την δυτική είσοδο της Θεσσαλονίκης με την ανατολική πλευρά κάτω από τη θάλασσα (συνολικό μήκος 6,2 χιλιόμετρα με πάνω από 1 χιλιόμετρο υποθαλάσσιας σήραγγας).
Το project των 472 εκατ. ευρώ περίπου «πάγωσε», έμπλεξε σε μπαράζ προσφυγών και δικαστικών διενέξεων, υπήρχαν ενστάσεις για όρους της σύμβασης ή για ΜΠΕ, ακόμα και για τη χρησιμότητά τους και τις ροές, στην πορεία «ναυάγησε» αλλά οι εμπλεκόμενοι δεν σταμάτησαν να εγείρουν αποζημιώσεις και απαιτήσεις από το Ελληνικό Δημόσιο. Μάλιστα, η κοινοπραξία εδώ και πάνω από δέκα χρόνια, μέσω καταγγελιών και κατόπιν δικαστικών αποφάσεων, διεκδικεί πόσο 67,9 εκατ. ευρώ. Αξίζει δε να αναφερθεί ότι η Ελλάκτωρ, ως βασικό μέλος της τότε κοινοπραξίας (50%), θεωρεί ότι η απαίτησή της είναι καθόλα βάσιμη και θα εισπραχθεί από το Ελληνικό Δημόσιο.
Υπενθυμίζεται ότι επρόκειτο για μία από τις μεγάλες οδικές συμβάσεις παραχώρησης που προωθούνταν εκείνη την εποχή, μαζί με την Ολυμπία Οδό, τον Μορέα, τις Κεντρική και Ιόνια Οδό, τον Αυτοκινητόδρομο Αιγαίου.
Γιατί θυμήθηκαν στην αγορά την ιστορία αυτή;
Όπως σημειώνεται στην εξαμηνιαία οικονομική κατάσταση, στο «κομμάτι» των Παραχωρήσεων και αναφορικά με τις προοπτικές και τους κινδύνους (αβεβαιότητες) για τη συνέχεια, γίνεται αναφορά ότι: «η εταιρεία ΘΕΡΜΑΪΚΗ ΟΔΟΣ ΑΕ, η οποία ενοποιείται με την μέθοδο της καθαρής θέσης, έχει αναγνωρισμένη απαίτηση ύψους 67,9 εκατ. ευρώ από το Ελληνικό Δημόσιο σε συνέχεια των σχετικών διαιτητικών αποφάσεων που είχαν δικαιώσει την εταιρεία το 2010 και 2012 αναφορικά με την καταγγελία και διακοπή της Σύμβασης Παραχώρησης της Υποθαλάσσιας Αρτηρίας Θεσσαλονίκης. Το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε κατά των ανωτέρω διαιτητικών αποφάσεων επτά αγωγές ακυρώσεως και από το Εφετείο Αθηνών εκδόθηκαν αποφάσεις επί των αγωγών αυτών, οι οποίες τις κάνουν δεκτές για λόγους τυπικούς».
Ωστόσο, όπως σημειώνεται, «ο Άρειος Πάγος αναίρεσε τις τέσσερις εφετειακές αποφάσεις (αναμένεται η απόφαση και των υπόλοιπων τριών) αποκτώντας εκ νέου αναδρομική ισχύ οι διαιτητικές αποφάσεις του 2010 και κράτησε τις υποθέσεις για εκδίκαση των ουσιαστικών λόγων που τέθηκαν ενώπιον του. Μετά από αυτήν την απόφαση, η νέα ακρόαση για να προσδιοριστεί εάν οι παραπάνω διαιτητικές αποφάσεις είναι αμετάκλητα έγκυρες ή άκυρες πραγματοποιήθηκε τελικώς στις 9/11/2020, συζητήθηκαν οι τέσσερις αποφάσεις και στις 14/7/2021 εκδόθηκε απόφαση περί αμετάκλητης απόρριψης των αγωγών ακυρώσεως του Δημοσίου από τον Άρειο Πάγο. Κατά συνέπεια, μετά την έκδοση των τελευταίων αποφάσεων από τον Άρειο Πάγο, οι 4 από τις 7 διαιτητικές αποφάσεις του 2010 είναι αμετάκλητα ισχυρές, παράγουν δεδικασμένο και είναι άμεσα εκτελεστές».
Επιπρόσθετα, αναφέρει η διοίκηση της Ελλάκτωρ στην οικονομική κατάσταση, «η ΘΕΡΜΑΪΚΗ ΟΔΟΣ ΑΕ τον Ιούλιο του 2018 επανάφερε τις διαιτησίες με τις ίδιες απαιτήσεις. Η εκ νέου διαιτητική απόφαση, που εκδόθηκε τον Ιανουάριο 2019, δικαιώνει την εταιρεία και επιδικάζει αποζημίωση ύψους 65,2 εκατ. ευρώ πλέον τόκων υπερημερίας από 30.01.2011. Το Δημόσιο επέδωσε αγωγή για την ακύρωση και αίτηση για την αναστολή της ανωτέρω διαιτητικής απόφασης ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, η οποία συζητήθηκε στις 10.12.2019. Στις 07.04.2020 εκδόθηκαν οι ΕφΑθ 2128/2020 και ΕφΑθ 2131/2020, οι οποίες απορρίπτουν η πρώτη την αγωγή ακύρωσης και η δεύτερη την αίτηση αναστολής του Ελληνικού Δημοσίου κατά της από 03.01.2020 Διαιτητικής Απόφασης υπέρ της Θερμαϊκής Οδού».
Και καταλήγει η αναφορά: «Η εταιρεία εκτιμά, βάσει των συμβατικών όρων και της υφιστάμενης νομολογίας, ότι η απαίτησή της είναι καθόλα βάσιμη και θα εισπραχθεί από το Ελληνικό Δημόσιο».