Την Τετάρτη, η υπουργός Οικονομικών Τζάνετ Γιέλλεν προειδοποίησε τους ηγέτες του Κογκρέσου ότι σύμφωνα με τους πιο πρόσφατους υπολογισμούς, οι ΗΠΑ θα φτάσουν το «ταβάνι» του ορίου του δημόσιου χρέους τους μέσα στον Οκτώβριο. Αυτό σημαίνει ότι το Κογκρέσο καλείται να πάρει απόφαση αν θα αυξήσουν αυτό το όριο ή όχι, με γνώμονα τα πλήγματα που θα προκληθούν στην παγκόσμια οικονομία αν αυτή η απόφαση καθυστερήσει.
Την ίδια στιγμή, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ κάνει λόγο για ένα σχέδιο «κουρέματος» του μαζικού σχεδίου ανάκαμψης από την πανδημίας, σύμφωνα με δηλώσεις του προέδρου της Ομοσπονδιακής Τράπεζας του Σεντ Λούις, Τζέιμς Μπάλαρντ, στους Financial Times.
Ο Μπάλαρντ δήλωσε επίσης ότι οφείλει να ξεκινήσει άμεσα η διαδικασία του tapering από την FED. Δηλαδή, πρέπει η FED να αρχίσει να μειώνει τις αγορές ομολόγων και άλλων περιουσιακών στοιχείων της σύντομα και να φτάσει στα μέσα του επόμενου έτους να μην αγοράζει ομόλογα.
Η πρόταση Μπάλαρντ, σε συνδυασμό με το πρόβλημα του ορίου του δημόσιου χρέους, δείχνουν ότι το φιλόδοξο πλάνο ανασυγκρότησης από την πανδημία του Μπάιντεν, έχει μπροστά του πολλούς σκοπέλους να ξεπεράσει και αυτό δεν θα γίνει χωρίς σημαντικές μειώσεις πάνω στο αρχικό σχέδιο.
Τα φαντάσματα του 2011
Η Τζάνετ Γιέλλεν, στην επιστολή που απέστειλε και στα δύο κόμματα του Κογκρέσου, είπε ότι οι υπολογισμοί υποδηλώνουν ότι η ρευστότητα του ταμείου των ΗΠΑ θα «στεγνώσει» μέσα στον Οκτώβριο, λόγω του ορίου που υπάρχει στο δημόσιο χρέος. Επισήμανε δε, ότι όσο το Κογκρέσο συνεχίσει να παρατείνει την λήψη απόφασης για αύξηση ή όχι του ορίου χρέους, ενισχύει την αβεβαιότητα και βλάπτει τις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Αναφέρθηκε μάλιστα στο αδιέξοδο που είχε δημιουργηθεί το 2011 όταν το Κογκρέσο καθυστέρησε σημαντικά να αυξήσει το όριο του δημόσιου χρέους και δεν στήριξε τότε το δημοσιονομικό σχέδιο εξυγίανσης της κυβέρνησης Ομπάμα, κάτι που στοίχισε στην υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας των ΗΠΑ από τον οίκο Standard & Poor’s ΑΑΑ σε ΑΑ+ για πρώτη φορά μετά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Συνεπώς, το Υπουργείο Οικονομικών φοβάται ότι μια αντίστοιχη διαδικασία αναμονής μέχρι την τελευταία στιγμή για την αναστολή ή την αύξηση του ορίου του δημόσιου χρέους μπορεί να προκαλέσει σοβαρή βλάβη στην εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων και των καταναλωτών, να αυξήσει το βραχυπρόθεσμο κόστος δανεισμού για τους φορολογούμενους και να επηρεάσει ξανά αρνητικά την πιστοληπτική ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ευρεία συναίνεση ζητούν οι Δημοκρατικοί – Άρνηση από τους Ρεπουμπλικάνους
Οι Δημοκρατικοί, με δήλωση της προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων, Νάνσι Πελόζι, διαμήνυσαν ότι θα επιδιώξουν ψηφοφορία για την άρση του ορίου του δημόσιου χρέους και δεν θα προσφύγουν στην έκτακτη διαδικασία του reconciliation (συμβιβασμού). Η διαδικασία του συμβιβασμού (reconciliation) αφορά μόνο νομοσχέδια σχετικά με τη δημοσιονομική πολιτική και σκοπός της είναι να επιταχύνει την έγκριση του Κογκρέσου.
Τα νομοσχέδια που εντάσσονται σε αυτή την κατηγορία μπορούν να περάσουν από τη Γερουσία με απλή πλειοψηφία 51 ψήφων ή 50 ψήφων συν τον Αντιπρόεδρο (κάτι που διαθέτουν τώρα οι Δημοκρατικοί). Στην αντίθετη περίπτωση, της τυπικής διαδικασίας ψηφοφορίας, χρειάζεται πλειοψηφία 60 ψήφων.
Με αυτό το μήνυμα η Πελόζι αποκαλύπτει ότι οι Δημοκρατικοί επιδιώκουν μια διακομματική συμφωνία κάτι που έτσι κι αλλιώς συμβαίνει την τρέχουσα δεκαετία.
Οι περισσότεροι Ρεπουμπλικάνοι έχουν απειλήσει ότι θα καταψηφίσουν οποιαδήποτε σκέψη για αύξηση του ορίου του δημόσιου χρέους, κατηγορώντας τους Δημοκρατικούς για αλόγιστη σπατάλη πόρων χωρίς αντίκρυσμα.
Στον αντίποδα, οι Δημοκρατικοί απειλούν ότι θα συντάξουν νομοσχέδιο για προϋπολογισμό ο οποίος θα έχει ενσωματωμένη διάταξη για αύξηση του ορίου του δημόσιου χρέους, ενώ θα επιμείνουν στο θέμα και για τις διατάξεις που αναμένονται να έρθουν στη Γερουσία προς ψήφιση, οι οποίες θα αφορούν την ανακούφιση των πληγέντων από τον τυφώνα Άιντα καθώς και τη χρηματοδότηση της μετεγκατάστασης των Αφγανών προσφύγων που χρειάζεται να μεταβούν στις ΗΠΑ.
Άρα, αν οι στάσεις όπως έχουν σήμερα δεν αλλάξουν μέσα στην επόμενη εβδομάδα, τότε ο ορίζοντας για κάποια απόφαση από το Κονγκρέσο αναμένεται την πρώτη εβδομάδα του Οκτωβρίου και ίσως τότε να είναι κάπως αργά για τις αγορές.