Αλλαγές στο «ισοζύγιο» δανεισμού και αποταμίευσης των νοικοκυριών, έφεραν τα μαθήματα της πολυετούς οικονομικής κρίσης και η πανδημία που ακολούθησε, οδηγώντας σε αναγκαστικό περιορισμό της κατανάλωσης, αλλά και διστακτικότητα από τα νοικοκυριά για τη δημιουργία ανοιγμάτων.
Οι τραπεζίτες επισημαίνουν την αλλαγή κουλτούρας δανεισμού, ο οποίος γίνεται πλέον από τα νοικοκυριά με σύνεση και για την κάλυψη ουσιαστικών αναγκών, όπως επίσης και τη στροφή στην αποταμίευση – επένδυση. Σημειώνεται ότι στη διάρκεια των τελευταίων 17 μηνών της πανδημίας, οι καταθέσεις στις τράπεζες αυξήθηκαν σχεδόν κατά 30 δισ. ευρώ, με τα υπόλοιπα καταθέσεων επιχειρήσεων και νοικοκυριών στο τέλος Ιουλίου 2021 να ανέρχονται σε 171,64 δισ. ευρώ από 142,24 δισ. ευρώ τον Φεβρουάριο του 2020. Οι καταθέσεις των νοικοκυριών τον περασμένο Ιούλιο σε σύγκριση με τον Φεβρουάριο του 2020 αυξήθηκαν κατά 15,09 δισ. ευρώ ή κατά 13% και το υπόλοιπό τους διαμορφώθηκε σε 131,38 δισ. ευρώ, από 116,29 δισ. ευρώ, που ήταν τον Φεβρουάριο του 2020.
Την στροφή στις καταθέσεις και την εγκράτεια στον δανεισμό αντικατοπτρίζουν και τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το χρέος και τον πλούτο των νοικοκυριών το 2020.
Τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι το 71,6% των νοικοκυριών δεν έχει υποχρέωση να εξοφλήσει κανένα δάνειο, εξαιρώντας τυχόν ενυπόθηκο δάνειο για την αγορά της κύριας κατοικίας, ενώ το 28,4% των νοικοκυριών έχει την υποχρέωση εξόφλησης ενός τουλάχιστον δανείου, εκ των οποίων το 20,1% ενός δανείου, το 6,4% δύο δανείων, το 1,6% τριών δανείων και το 0,3% τεσσάρων δανείων.
Το 16,1% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει την υποχρέωση εξόφλησης ενός τουλάχιστον δανείου, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των μη φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται σε 30,9%.
Κύριο λόγο για τη λήψη δανείου αποτελεί η αγορά περιουσιακών στοιχείων (συμπεριλαμβανομένων των οικιακών επίπλων και συσκευών και της διακόσμησης εσωτερικών χώρων), εντός ή εκτός της χώρας διαμονής (55,1%), ακολουθούν η κάλυψη καθημερινών εξόδων διαβίωσης (45,8%), η εκπαίδευση (9,0%), η αγορά μεταφορικού μέσου (7,7%), οι διακοπές (6,9%), η ιατρική περίθαλψη (3,7%), το προσωπικό δάνειο για χρηματοδότηση ιδίας επιχείρησης (1,7%) και η αναχρηματοδότηση δανείων (1,4%).
Κύρια πηγή χρηματοδότησης των ανωτέρω δανείων των νοικοκυριών αποτελεί η Τράπεζα ή άλλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα (98,3%), και ακολουθούν η ιδιωτική πηγή (συγγενείς, φίλοι κ.λπ.) σε ποσοστό 1,5% και άλλη πηγή. Το μέσο οφειλόμενο ποσό, συμπεριλαμβανομένων τόκων και κεφαλαίου, των δανείων των νοικοκυριών για όλα τα μέλη του, που πληρώθηκε τον περασμένο μήνα (με εξαίρεση τυχόν ενυπόθηκο δάνειο για την αγορά της κύριας κατοικίας) εκτιμάται σε 236,15 ευρώ, ενώ το αντίστοιχο ποσό των φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται σε 175,48 ευρώ και των μη φτωχών νοικοκυριών σε 242,64 ευρώ.
Στον αντίποδα, φαίνεται να «χτίζεται» μία κουλτούρα αποταμίευσης.
Όπως δείχνει η έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ, στο τέλος ενός συνήθους μήνα, τα νοικοκυριά αποταμιεύουν χρήματα σε ποσοστό 36,9%. Ποσοστό 27,0% βρίσκεται σε ανάγκη να ξοδεύει από τις αποταμιεύσεις του (είτε πρόκειται για καταθέσεις στην τράπεζα είτε για χρήματα που φυλάσσονται σπίτι), το 16,9% βρίσκεται σε ανάγκη δανεισμού από τρίτους και το 19,1% ούτε αποταμιεύει ούτε βρίσκεται σε ανάγκη εκταμίευσης ή δανεισμού. Τα αντίστοιχα ποσοστά των φτωχών νοικοκυριών εκτιμώνται σε 9,2%, 29,8%, 37,8% και 23,2%
Στο ερώτημα για πόσο χρονικό διάστημα, θα ήταν δυνατό να διατηρήσει το νοικοκυριό το τρέχον βιοτικό του επίπεδο με τη χρήση αποκλειστικά και μόνο των αποταμιεύσεών του (σε τραπεζικούς λογαριασμούς ή στο σπίτι), το 32,9% των νοικοκυριών δήλωσε για λιγότερους από 3 μήνες, το 17,0% από 3 έως 6 μήνες, το 8,2% από 7 έως και 12 μήνες και το 5,9% για περισσότερους από 12 μήνες, ενώ το 36,0% δεν διέθετε αποταμιεύσεις. Τα αντίστοιχα ποσοστά των φτωχών νοικοκυριών εκτιμώνται σε 28,1%, 6,3%, 2,7%, 2,0% και 60,9%.
Η τρέχουσα αξία (τιμή πώλησης) της κύριας κατοικίας των νοικοκυριών, δηλαδή το ποσό που το νοικοκυριό θεωρεί ότι θα λάμβανε σε περίπτωση που πουλούσε την κύρια κατοικία του, εκτιμάται σε 104.005 ευρώ, ενώ το αντίστοιχο ποσό των φτωχών νοικοκυριών σε 89.658 ευρώ και των μη φτωχών νοικοκυριών σε 106.810 ευρώ.
Το μέσο ποσό που απομένει για την αποπληρωμή του ενυπόθηκου δανείου της κύριας κατοικίας εκτιμάται σε 39.959 ευρώ, ενώ το αντίστοιχο ποσό των φτωχών νοικοκυριών σε 29.570 ευρώ και των μη φτωχών νοικοκυριών σε 41.743 ευρώ.
Σημειώνεται ότι το 40,6% των νοικοκυριών δήλωσε ότι έχει στην ιδιοκτησία του κάποια ακίνητη περιουσία εκτός της κύριας κατοικίας, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά των φτωχών και μη φτωχών νοικοκυριών εκτιμώνται σε 28,1% και 43,2%.