Οι τιμές του φυσικού αερίου συνεχίζουν να βρίσκονται σε επίπεδα - ρεκόρ, αυξάνοντας την ανησυχία σχετικά με το κόστος που θα έχει η συνεχιζόμενη αύξηση των τιμών στην παγκόσμια οικονομία, ειδικά από την στιγμή που εντείνονται οι προσπάθειες για ανάκαμψη από τις επιπτώσεις της πανδημίας.
Στην Ευρώπη οι τιμές έχουν πάρει για τα καλά την ανιούσα και είναι αυξημένες σχεδόν κατά 300% από τις αρχές του έτους, ενώ στις ΗΠΑ η κατάσταση δεν είναι και πολύ διαφορετική, με τις τιμές του φυσικού αερίου να έχουν διπλασιαστεί από τον Ιανουάριο, δημιουργώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις στις εγχώριες οικονομίες, με τις κυβερνήσεις να λαμβάνουν έκτακτα μέτρα σε μία προσπάθεια να μειωθεί το κόστος για τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις.
Σύμφωνα με αναλυτές, η κύρια αιτία πίσω από την εκρηκτική αύξηση των τιμών δεν είναι άλλη από την σημαντική αύξηση της ζήτησης για φυσικό αέριο, γεγονός που σε συνδυασμό με τη μείωση των αποθεμάτων και της παραγωγής έχει οδηγήσει τις τιμές σε απλησίαστα επίπεδα.
Η ιδιαίτερα αυξημένη κατανάλωση αερίου παγκοσμίως κατά τους θερινούς μήνες, καθώς οι οικονομίες ανά την υφήλιο έκαναν restart μετά το πέρας των περιοριστικών μέτρων που τέθηκαν σε ισχύ για τον περιορισμό της εξάπλωσης του κορονοϊού, οδήγησε σε μείωση των διαθέσιμων αποθεμάτων σε ΗΠΑ και Ευρώπη, ενώ η ήδη μειωμένη παραγωγή - απόρροια των αποφάσεων του OPEC- δεν καταφέρνει προς ώρας να ανταποκριθεί στην αυξημένη ζήτηση αερίου.
Παράλληλα, μία σειρά φυσικών φαινομένων οδήγησαν στην περαιτέρω μείωση των αποθεμάτων -κυρίως στις ΗΠΑ, οι οποίες αποτελούν έναν από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς αερίου παγκοσμίως-, καθώς το πέρασμα κυρίως του τυφώνα Άιντα από τον Κόλπο του Μεξικό, όπου βρίσκονται οι περισσότερες πλατφόρμας εξόρυξης επέφεραν σημαντικό πλήγμα στην αγορά, ενώ μέχρι και σήμερα οι εταιρείες δίνουν αγώνα για την αποκατάσταση των ζημιών που προκλήθηκαν στις εγκαταστάσεις και στο δίκτυο μεταφοράς.
Η απάντηση στην κλιματική αλλαγή και η Ρωσία
Την ίδια στιγμή, η ζήτηση για φυσικό αέριο έχει εκτοξευθεί, καθώς ολοένα και περισσότερες επιχειρήσεις στρέφουν το ενδιαφέρον τους στην συγκεκριμένη αγορά, σε μία προσπάθεια να ανταποκριθούν στις δεσμεύσεις τους για μείωση των εκπομπών ρύπων στην ατμόσφαιρα, ενώ ταυτόχρονα η μείωση της παραγωγής ενέργειας από τις υπόλοιπες ανανεώσιμες πηγές (αιολική, ηλιακή κλπ) καθιστά σχεδόν μονόδρομο την στροφή προς το φυσικό αέριο.
Σημαντικό ρόλο στα παραπάνω, βέβαια, έχει παίξει και η ιδιαίτερα αυξημένη τιμή του άνθρακα -ιδιαίτερα μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης- γεγονός που αναγκάζει τις μεγάλες βιομηχανίες να αναζητήσουν ένα φθηνότερο καύσιμο ώστε να μειώσουν τα κόστη παραγωγής.
Από το κάδρο, όμως, δεν θα μπορούσαν να λείπουν και οι διάφοροι γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί, ειδικά από την στιγμή που η Ρωσία κρατάει στα χέρια της την ενεργειακή επάρκεια της Ευρώπης.
Συγκεκριμένα, η σημαντική μείωση των παραδόσεων αερίου στις χώρες της Γηραιάς Ηπείρου δημιουργεί τεράστια προβλήματα στην ενεργειακή και όχι μόνο αγορά της Ευρώπης.
Μπορεί η Gazprom να εξακολουθεί να διατυπώνει ακέραιη την δέσμευση πως η ροή φυσικού αερίου μέσω Ουκρανίας προς την δυτική Ευρώπη θα συνεχιστεί χωρίς προσκόμματα, ωστόσο το γεγονός πως η ενεργειακή αυτονομία της Ευρωζώνης μπορεί να εξαρτάται από την κόντρα μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας με φόντο την Κριμαία και το Ντονμπάς δεν προμηνύει βελτίωση της κατάστασης.
Ειδικά, όταν η Ευρώπη βλέπει τις παραδόσεις υγροποιημένου αερίου από τις ΗΠΑ να μειώνονται συνεχώς, καθώς τα αμερικανικά LNG κατευθύνονται προς τα λιμάνια της ανατολικής Ασίας, όπου η ζήτηση έχει χτυπήσει «κόκκινο», καθώς οι οικονομίες των κρατών της περιοχής πιάνουν τις προ-πανδημίας επιδόσεις τους.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, οι αναλυτές δεν βλέπουν σύντομα το φως στην άκρη του τούνελ, εκτιμώντας πως η κατάσταση ενδέχεται να επιδεινωθεί τους προσεχείς μήνες ακόμα περισσότερο, ειδικά σε περίπτωση που επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις για έναν βαρύ χειμώνα στο βόρειο ημισφαίριο, γεγονός που πιθανώς να φέρει τις τιμές του φυσικού αερίου σε ακόμα υψηλότερα επίπεδα από τα σημερινά.