Η πρώτη ανάγνωση στον πίνακα με τις προβλέψεις του ESM για τα πλεονάσματα του… μέλλοντος «ταράζει». Και τούτο καθώς δείχνει πως, με τα σημερινά δεδομένα, οδηγούν (αν τηρηθούν μέχρι «κεραίας») σε πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 6% του ΑΕΠ, ενώ ακόμη και αν αλλάξουν – σύμφωνα με την πρόταση που χθες ανακοίνωσε – οι δημοσιονομικοί κανόνες της ΕΕ, το πρωτογενές πλεόνασμα του… μέλλοντος πρέπει να είναι άνω του 3% του ΑΕΠ (έναντι 2,2% του ΑΕΠ που προτεινόταν προ πανδημίας στο πλαίσιο της συμφωνίας του 2018).
Ωστόσο, στα αναλυτικά στοιχεία της ίδιας πρότασης (που έρχεται από τον «αυστηρό» των Θεσμών και είναι η πιο εξειδικευμένη μέχρι στιγμής αναφορά για το «μέλλον»), υπάρχουν μία σειρά από δικλείδες και εξαιρέσεις, οι οποίες, σύμφωνα με αρμόδιες πηγές, ωφελούν κράτη όπως η Ελλάδα να «εξαιρέσουν» δαπάνες και να διατηρήσουν ευελιξία.
Ο όρος «κλειδί» είναι η εξαίρεση για κράτη με επενδυτικό κενό (σ.σ. υπολογίζεται σήμερα ακόμη και στα 150 δισ. ευρώ στην Ελλάδα) και στη δυνατότητα εξαιρέσεων εξ αιτίας αυτού. Αν η εν λόγω πρόταση, επισημαίνουν πηγές στις Βρυξέλλες, συνδυαστεί με την σύσταση της Κομισιόν για εξαίρεση σε πράσινες και ψηφιακές επενδύσεις, δίδεται ένα μεγάλο εργαλείο άσκησης πολιτικής μέσω ανόδου των δαπανών. Στο ίδιο τραπέζι εισέρχονται και άλλες έκτακτες δαπάνες για την αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών αλλά και για «έκτακτες συνθήκες» που αντιμετωπίζει η Ελλάδα όπως το μεταναστευτικό και το κόστος του….
Ένας άλλος κρίσιμος παράγοντας είναι η πολύ μεγάλη μεταβατικότητα που οδηγεί στο 2026. Σήμερα η υψηλή ονομαστική ανάπτυξη «ροκανίζεται» από τον πληθωρισμό κάτι που καθιστά πιο δύσκολο το στόχο. Αντιθέτως, αν η ανάπτυξη και η ισορροπία των τιμών έχει αποκατασταθεί, ο στόχος του χρέους (με υψηλότερη ευχέρεια επενδυτικών δαπανών) να μπορεί να τροφοδοτηθεί πιο εύκολα επισημαίνουν μέσα από την ανάπτυξη…
Εκτιμούν πηγές στις Βρυξέλλες πως η πρόταση του ESM δίνει το «μήνυμα» της ανάγκης για αλλαγές. Κάτι που δείχνουν πως έχουν διάθεση να αποδεχθούν και κράτη όπως η Γερμανία αφού έχουν ανάγκη μία μεγάλη αγορά για τα προϊόντα τους….
Οι δείκτες μέτρησης
Ο κρίσιμος δείκτης που ισχύει σήμερα είναι το χρέος και η απαίτηση να μειώνεται κατά 1/20ο ετησίως στο «κομμάτι» που ξεπερνά το 60% του ΑΕΠ (σ.σ. για την ακρίβεια θα ισχύει αν δεν αλλάξουν οι κανόνες μετά τη λήξη της ρήτρας διαφυγής). Ο ESM τον θεωρεί ξεπερασμένο και λόγω της πανδημίας και γιατί τα κράτη έχει αποδειχθεί πως δεν έχουν πρόβλημα να είναι «εντάξει» με τις αγορές με χρέος στο 100% του ΑΕΠ.
Έτσι, προτείνει την αλλαγή του ορίου από το 60% στο 100% με παράλληλη «ελαστικότητα» να μην πρέπει να μειωθεί σε αυτά τα επίπεδα στα 20 χρόνια (που παραμένει το βασικό σενάριο) αλλά και στα 30 χρόνια υπό όρους.
Η πιο «ανησυχητική» ίσως πλευρά των προτάσεων είναι πως διαφαίνεται μία Ευρώπη 2 «ταχυτήτων» κρατών: όσα είναι πάνω ή κάτω από το όριο του 100% με τα ευάλωτα να έχουν πιο πολλές υποχρεώσεις (πχ για συγκεκριμένα πρωτογενή πλεονάσματα ετησίως). Όλα θα πρέπει να έχουν έλλειμμα κάτω από το 3% ου ΑΕΠ και να τηρούν τον «χρυσό κανόνα δαπανών» που προτείνεται για άνοδό τους το πολύ ίσια με την άνοδο του ΑΕΠ.
Τα κίνητρα συμμόρφωσης που εισάγονται είναι και πρόσθετη χρηματοδότηση από την ΕΕ, ενώ αντίθετα η απόκλιση οδηγεί σε περιορισμό κονδυλίων αλλά και σε όλο το πακέτο επιπτώσεων των δημοσιονομικών κανόνων.
Μεταβατικότητα, εξαιρέσεις επενδυτικού κενού και κρίσεων
Μία από τις προτάσεις που είναι πολύ θετική είναι η μεταβατικότητα. Ότι και αν αποφασισθεί να γίνει σταδιακά η εφαρμογή του έως το 2026. Αυτό σημαίνει πως η χώρα θα έχει το «χώρο» για απόσυρση των μέτρων στήριξης και για προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα χωρίς απότομες κινήσεις. Αλλά και για να τονώσει τον «παρονομαστή», δηλαδή το ΑΕΠ και να πετύχει πιο… ήπια τον στόχο.
Ειδικά για το 2023 ξεκαθαρίζεται πως οι θέσεις θα κλειδώσουν μεταξύ Μαρτίου και Μαίου του 2022….. Κάτι που «δείχνει» και τον χρονικό ορίζοντα για τις οριστικές αποφάσεις για το μέλλον….
Η δεύτερη και ίσως πιο σημαντική για τα ελληνικά συμφέροντα πρόταση είναι η δυνατότητα απόκλισης των κρατών από τον στόχο για 2 λόγους: αν υπάρχει σοβαρή ύφεση ή αν υπάρχει επενδυτικό κενό. Η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από τεράστιο επενδυτικό κενό και με αυτή τη «παράμετρο» εισάγεται εκ των προτέρων σε ένα ειδικό καθεστώς, εξηγούν πηγές στις Βρυξέλλες που ερμηνεύουν την εν λόγω πρόταση.
«Για τις χώρες που αντιμετωπίζουν επενδυτικό κενό που θα εντοπίσουν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η ΕΤΕπ, η αύξηση των δαπανών θα μπορούσε προσωρινά να είναι υψηλότερη από την τάση του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ. Η πορεία των δαπανών για τα επόμενα τρία χρόνια θα εκφράζεται σε ετήσια ανώτατα όρια δαπανών, τα οποία θα επανεξετάζονται ετησίως σε κυλιόμενη βάση (παράλληλα με την προβλεπόμενη πορεία ανάπτυξης)» αναφέρεται. Για το πρωτογενές πλεόνασμα επισημαίνεται πως πέραν της ανάγκης για μείωση του χρέους
«θα αντικατοπτρίζει τις οικονομικές συνθήκες και οι αποκλίσεις θα είναι δυνατές σε εξαιρετικές περιπτώσεις – εάν δικαιολογούνται από τις οικονομικές εξελίξεις – με βάση την πρόταση της Επιτροπής και την έγκριση από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Σε περίπτωση σοβαρής ύφεσης, ο κανόνας του πρωτογενούς ισοζυγίου θα αναστέλλεται προσωρινά προς όφελος του κανόνα των δαπανών για να επιτραπεί η εφαρμογή εθνικών πολιτικών σταθεροποίησης, αλλά να διατηρούνται υπό έλεγχο οι δαπάνες».
Γίνεται λόγος και για «εξαιρετικές περιστάσεις που θα δικαιολογούν την παραβίαση» των ορίων και «θα μπορούσαν ταυτόχρονα να επιτρέψουν την ενεργοποίηση ευρωπαϊκών διχτύων ασφαλείας, όπως ένα νέο μέσο δημοσιονομικής σταθεροποίησης». Αλλά «σωρευτικές αποκλίσεις θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως αφετηρία για συζητήσεις σχετικά με τους όρους που πρέπει να συνδέονται με τη χρηματοδοτική στήριξη, για παράδειγμα στο πλαίσιο του επόμενου πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου της ΕΕ».
Για τις δημόσιες επενδύσεις, αναφέρεται πως η χρηματοπιστωτική κρίση και η συνακόλουθη πίεση της αγοράς οδήγησαν σε περικοπές στις κρατικές επενδυτικές δαπάνες σε πολλές προηγμένες οικονομίες. Η μείωση των δημοσίων επενδύσεων ήταν σημαντική, ιδίως σε χώρες που βρέθηκαν σε προγράμματα οικονομικής προσαρμογής όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία.
Μετά την πανδημία, «οι κυβερνήσεις θα πρέπει να αντιμετωπίσουν το επενδυτικό κενό και να εξασφαλίσουν πρόσθετη χρηματοδότηση για την επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί από τις βασικές ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες και επίσης για να τονώσουν την ανάπτυξη» επισημαίνεται. Και τούτο καθώς «οι παραγωγικές επενδύσεις ενισχύουν την ανάπτυξη και μειώνουν τους κινδύνους για τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους».
Γίνεται αναφορά στην κλιματική μετάβαση, στην ψηφιακή αλλαγή, στην κοινωνική συνοχή και άρα στην ανάγκη «θέσπιση ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων που επιτρέπουν υψηλότερες επενδύσεις».
Επίσης γίνεται σαφές πως το 100% δεν απαιτεί αλλαγή συνθήκης ή εθνική επικύρωση, απλά ομόφωνη απόφαση Συνόδου. Ωστόσο, ο κανόνας μείωσης του χρέους κατά 1/20ο περνά και από τα κράτη μέλη «και πιθανότατα θα είναι πιο δύσκολο να αλλάξει»…