Σε μία πρωτότυπη για τα δεδομένα της BIS μελέτη με τον τίτλο «Financial crises and political radicalization: How failing banks paved Hitler's path to power» οι Sebastian Doerr, Stefan Gissler, Jose – Louis Peydro Hans – Joachim Voth, καταγράφουν μέσα από πραγματικά στοιχεία της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 1931 τη σχέση που έχει μία τραπεζική κατάρρευση σε ένα περιβάλλον ανεξέλεγκτου πληθωρισμού με την ανάδειξη του ναζιστικού εφιάλτη.
Η επικαιρότητα της έρευνας έχει να κάνει με τα φαινόμενα οικονομικής κρίσης και αντιδραστικού λαϊκισμού και ανορθολογισμού που έχουν αναπτυχθεί την τελευταία περίοδο ιδιαίτερα στην Ευρώπη, αλλά και με την έμμεση προειδοποίηση απέναντι στους κινδύνους που συνοδεύουν την επανεμφάνιση των πληθωριστικών πιέσεων.
Η έρευνα διατρέχει όλα τα διαθέσιμα σχετικά στοιχεία και επιχειρεί να απαντήσει συγκεκριμένα στο ερώτημα «Πυροδοτούν οι οικονομικές κρίσεις τις φλόγες του φανατισμού;». Η απάντηση ερευνητικά θεμελιωμένη με αυστηρά επιστημονικά κριτήρια ξεκινά με τη διαπίστωση ότι πολλοί έχουν υποστηρίξει ότι η οικονομική κρίση του 2007-09 όχι μόνο προκάλεσε τον όλεθρο στην απασχόληση και την παραγωγή, αλλά και ότι «οι προβληματικές συνέπειες της αποτυχίας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, των δημόσιων προγραμμάτων διάσωσης και της λιτότητας μπορεί επίσης να άνοιξαν το δρόμο για τους λαϊκιστές σε όλο τον κόσμο». Εξετάζουμε, εξηγεί το εισαγωγικό της έκθεσης, «την κανονική περίπτωση της ανόδου ενός αντιδραστικού ριζοσπαστικού κινήματος στην εξουσία: το ναζιστικό κόμμα του Χίτλερ, το οποίο ανέλαβε τα καθήκοντά του στον απόηχο της σοβαρής τραπεζικής κρίσης του 1931 στη Γερμανία – σημείο καμπής στη σύγχρονη ιστορία».
Όπως σημειώνεται στην εισαγωγή της έρευνας, αρκετές μελέτες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι «υπάρχει σύνδεση μεταξύ οικονομικών κρίσεων και δεξιών λαϊκιστικών κινημάτων. Αυτό που λείπει ακόμα είναι μελέτες που καταδεικνύουν ότι ένα οικονομικό σοκ μπορεί να οδηγήσει σε ριζοσπαστικοποίηση του εκλογικού σώματος ευρείας βάσης, με σημαντικές πολιτικές συνέπειες. Παρέμεινε επίσης ασαφές πώς οι οικονομικοί και χρηματοοικονομικοί κραδασμοί αλληλεπιδρούν με την πολιτιστική ταυτότητα στη στροφή προς τη ριζοσπαστικοποίηση». Σ' αυτά τα «ελλείμματα» έρχεται να δώσει απαντήσεις η μελέτη των ερευνητών της BIS.
Ευρήματα
Όπως εξηγούν οι τέσσερις μελετητές της BIS, «χρησιμοποιώντας πρόσφατα δεδομένα σχετικά με την έκθεση μεμονωμένων πόλεων στην αποτυχία της Danatbank –της τράπεζας που ήταν στην καρδιά της χρηματοπιστωτικής κρίσης της Γερμανίας του 1931– δείχνουμε ότι ένα οικονομικό σοκ οδήγησε σε μια γενικευμένη ριζοσπαστικοποίηση του εκλογικού σώματος. Αυτό βοήθησε άμεσα το ναζιστικό κόμμα να αποκτήσει την εξουσία. Είναι σημαντικό ότι αποδεικνύουμε ότι το οικονομικό σοκ αλληλεπιδρούσε με προϋπάρχουσες πολιτιστικές συμπεριφορές: Η αύξηση για παράδειγμα της υποστήριξης προς τους Ναζί ως απάντηση στο σοκ, ήταν μεγαλύτερη σε μέρη με προηγούμενη ιστορία αντισημιτισμού. Οι ψηφοφόροι ριζοσπαστικοποιήθηκαν τόσο στην κάλπη όσο και στη δράση τους. Από τη στιγμή που οι Ναζί ήταν στην εξουσία, τόσο τα πογκρόμ όσο και οι απελάσεις ήταν πιο πιθανό να συμβούν σε μέρη που επλήγησαν περισσότερο από την τραπεζική κρίση...».
Συνολικά η μελέτη μελετά την τραπεζική κρίση της Γερμανίας του 1931, συλλέγοντας νέα δεδομένα για υποκαταστήματα τραπεζών και διασυνδέσεις επιχειρήσεων - τραπεζών.
Αξιοποιώντας τη διατομεακή διακύμανση στην Έκθεση πριν από την κρίση στην τράπεζα «δείξαμε ότι οι ψήφοι των Ναζί αυξήθηκαν στο επίκεντρο της κρίσης σε τοποθεσίες που επηρεάστηκαν περισσότερο από την αποτυχία της...». Επίσης, διαπιστώνεται ότι «η αντιδραστική ριζοσπαστικοποίηση ως απάντηση στο σοκ επιδεινώθηκε σε πόλεις με ιστορικό αντισημιτισμού. Μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους Ναζί, τόσο τα πογκρόμ όσο και οι απελάσεις ήταν πιο συχνά σε μέρη που επλήγησαν από την τραπεζική κρίση». Και καταλήγει η μελέτη ότι «τα αποτελέσματά μας υποδηλώνουν μια σημαντική συνέργεια μεταξύ οικονομικής δυσπραγίας και πολιτισμικών προδιαθέσεων, με εκτεταμένες συνέπειες...».
Μια προειδοποίηση για το σήμερα και ιδιαίτερα για το ενδεχόμενο συνεπειών από λάθος εκτιμήσεις από την πλευρά των κεντρικών τραπεζών.