Ζωηρό είναι το ενδιαφέρον μεγάλων επενδυτών για την εγχώρια ιχθυοκαλλιέργεια, με τους ξένους να αναζητούν σημαντικές ευκαιρίες στα ελληνικά ψάρια, διαβλέποντας τις προοπτικές που παρουσιάζει ο κλάδος.
Το ανωτέρω επιβεβαίωσαν, μεταξύ άλλων, οι συμμετέχοντας στο συνέδριο του κλάδου ιχθυοκαλλιέργειας, με θέμα «2021-2027: Οι αναπτυξιακές προκλήσεις και τα κρίσιμα ορόσημα», που πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη.
«Μεγάλοι επενδυτές ενδιαφέρονται για τον κλάδο. Εάν δεν υπήρχε προοπτική, δεν θα υπήρχε ενδιαφέρον», τόνισε με νόημα ο υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, αρμόδιος για την Αλιευτική Πολιτική, Σίμος Κεδίκογλου, με τον υφυπουργό Εξωτερικών για την Οικονομική Διπλωματία και την Εξωστρέφεια Κώστα Φραγκογιάννη να παρεμβαίνει μέσω βίντεο και να τεκμηριώνει το επενδυτικό ενδιαφέρον. «Η ζήτηση για ψάρια αυξάνεται. Όχι μόνο η Ευρώπη, αλλά ολόκληρος ο πλανήτης ζητούν ψάρια», σημείωσε ο κ. Φραγκογιάννης, για να προσθέσει πως τα ελληνικά ψάρια αποτελούν ένα πολύ ισχυρό brand.
Μπορεί να αποτελέσει success story για την οικονομία;
H ιχθυοκαλλιέργεια αποτελεί έναν από τους πιο δυναμικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας, ενώ διαθέτει τα εχέγγυα για να στηρίξει την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας στη μετά την πανδημία εποχή. Δεν είναι μάλιστα λίγοι όσοι κάνουν λόγο για ένα πραγματικό success story της ελληνικής οικονομίας.
Ο κλάδος έχει ετήσιο τζίρο της τάξης των 700 εκατ. ευρώ, αποτελείται κυρίως από μικρές επιχειρήσεις, ενώ απασχολεί άμεσα και έμμεσα περίπου 12.000 εργαζόμενους. Παραδοσιακά, διαθέτει έντονο το στοιχείο της εξωστρέφειας, καθώς σχεδόν το 80% της παραγωγής διατίθεται σε αγορές εκτός Ελλάδας, με το υπόλοιπο 20% να διατίθεται στην εγχώρια αγορά. Συγκεκριμένα, το 2020 το 21% των πωλήσεων διατέθηκε στην Ελλάδα (25.160 τόνοι) και το υπόλοιπο 79% (91.840 τόνοι) σε όλες τις υπόλοιπες αγορές (73% στην Ευρωπαϊκή Ένωση και 6% σε λοιπές χώρες).
Συνολικά, τα προϊόντα της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας διατέθηκαν σε 40 χώρες παγκοσμίως. Κυριότερες αγορές για το ελληνικό ψάρι ιχθυοκαλλιέργειας παραμένουν για άλλη μία χρονιά η Ισπανία, η Ιταλία και η Γαλλία, καθώς και οι τρείς μαζί απορρόφησαν το μεγαλύτερο μέρος της Ελληνικής παραγωγής (56% το 2020).
Οι προκλήσεις και οι προβλέψεις για... αύξηση της παραγωγής
Σύμφωνα με τον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Σπήλιο Λιβανό, η πολιτεία επιδιώκει την ενίσχυση των ιχθυοκαλλιεργειών γιατί είναι ένας κλάδος που δύναται να τονώσει την ανάπτυξη των περιφερειών, συμβάλλοντας στις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας. Ο ίδιος ο κλάδος, ωστόσο, βρίσκεται αντιμέτωπος με μια σειρά προκλήσεων, οι οποίες θα πρέπει να ξεπεραστούν.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα σήμερα για τον κλάδο είναι ο χωροταξικός σχεδιασμός, με τον κ. Λιβανό να παραδέχεται πως «έχουμε καθυστερήσει» και πώς «έπρεπε να τρέξουμε πιο γρήγορα», υποστηρίζοντας ωστόσο πως έχει δοθεί παράταση ενός έτους και μέχρι τότε, το θέμα θα έχει επιλυθεί.
Στις προκλήσεις που καλείται να διαχειριστεί σήμερα ο κλάδος συμπεριλαμβάνεται η άμεση κάλυψη των αναγκών που προέκυψαν από τα προβλήματα που δημιούργησε η πανδημία, ενώ επιτακτική ανάγκη καθίσταται η ενημέρωση της κοινωνίας για τις προοπτικές του κλάδου. Παράλληλα, ο κ. Λιβανός έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για το μείζον ζήτημα της υπεραλίευσης, ενώ αποκάλυψε πως ο τρόπος υπεραλίευσης της γειτονικής Τουρκίας δημιουργεί προβλήματα για τον εγχώριο κλάδο.
«Οι προβλέψεις κάνουν λόγο για αύξηση της ετήσιας παραγωγής κατά 3% ως το 2025 και κατά 5% ως το 2030», με τον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων να επισημαίνει πως «εάν πετύχουμε αυτούς τους στόχους, τότε θα έχουμε κάνει μεγάλες τομές».
Υπάρχει στρατηγικό πλάνο για τις ιχθυοκαλλιέργειες
Λαμβάνοντας τον λόγο ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Άδωνις Γεωργιάδης, αποκάλυψε πως «υπάρχει στρατηγικό πλάνο» για την ελληνική βιομηχανία ιχθυοκαλλιέργειας, αλλά και πως «έχει έρθει η ώρα να γίνει σοβαρή εισαγωγή νέων τεχνολογιών στο κομμάτι των ιχθυοκαλλιεργειών στην Ελλάδα. Θα καταστήσουν την ελληνική βιομηχανία της ιχθυοκαλλιέργειας πολύ περισσότερο ανταγωνιστική σε σχέση με το παρελθόν».
«Ο κλάδος είναι πολύτιμο κεφάλαιο για την οικονομία της Ελλάδας, ενώ ταυτόχρονα μας εκπροσωπεί επάξια και στο εξωτερικό προσδίδοντας προστιθέμενη αξία και κύρος στη χώρα μας. Έλληνες επιστήμονες που αποκτούν τεχνογνωσία εδώ, βγαίνουν στο εξωτερικό, πιάνουν δουλειά και ξέρουν τη δουλειά. Μηχανήματα που παράγονται από εταιρίες εδώ, εξάγονται στο εξωτερικό. Δεν είναι μόνο το κέρδος από την πώληση των ψαριών αυτό καθ’ αυτό. Είναι πολύ μεγαλύτερη η προστιθέμενη αξία στην Ελλάδα», πρόσθεσε ο κ. Γεωργιάδης, για να επισημάνει μάλιστα πως δεν θεωρεί «τις ιχθυοκαλλιέργειες βλαπτικές για την ανάπτυξη άλλων κλάδων της ελληνικής οικονομίας. Καθόλου βλαπτικές μάλιστα. Η αντίληψη ότι η ιχθυοκαλλιέργεια ανταγωνίζεται τον τουρισμό είναι λανθασμένη αντίληψη, δεν είναι αληθής».
Η ιχθυοκαλλιέργεια συμπεριλαμβάνεται στον νέο Αναπτυξιακό
Από την πλευρά του ο αναπληρωτής υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Νίκος Παπαθανάσης, μετέφερε τη στήριξη που παρέχει στον κλάδο της ιχθυοκαλλιέργειας η πολιτεία, εξηγώντας πως «η ιχθυοκαλλιέργεια συμπεριλαμβάνεται στον νέο Αναπτυξιακό Νόμο» μέσω του ειδικού καθεστώτος «Αγροδιατροφή – πρωτογενής παραγωγή και μεταποίηση γεωργικών προϊόντων – αλιεία», στο πλαίσιο του οποίου ενισχύονται επιχειρηματικές δραστηριότητες της πρωτογενούς γεωργικής παραγωγής, της μεταποίησης γεωργικών προϊόντων και της αλιείας.
Υπενθυμίζεται εδώ ότι ο νέος Αναπτυξιακός νόμος, που κατατέθηκε την Τρίτη στη Βουλή, προβλέπει τη δημιουργία 13 ειδικών καθεστώτων ενισχύσεων, τα οποία προβλέπουν συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις υπαγωγής επενδυτικών σχεδίων αλλά και τις μορφές των κινήτρων που θα χορηγούνται.
«Ο κλάδος της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας είναι ένας πολύ δυναμικός κλάδος που έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει πλειάδα θέσεων εργασίας», εξήγησε ο κ. Παπαθανάσης, στο πλαίσιο της συμμετοχής του στο συνέδριο.
Σύμφωνα με τον υπουργό, με τον νέο Αναπτυξιακό νόμο η κυβέρνηση επιταχύνει και απλοποιεί τις διαδικασίες για τις εγκρίσεις επενδυτικών σχεδίων, παρέχοντας στήριξη στους επιχειρηματίες και προωθώντας ταυτόχρονα μεταρρυθμίσεις που καταπολεμούν την γραφειοκρατία.
Για έναν προνομιακό χώρο έκανε λόγο ο Γενικός Γραμματέας Συντονισμού, Θανάσης Κοντογεώργης, επισημαίνοντας πως ο κλάδος των ιχθυοκαλλιεργειών μπορεί να παράξει μεγάλες συνέργειες αλλά και να τονώσει την κοινωνική ανάπτυξη.
«Υπάρχουν επιχειρηματίες που θέλουν να μπουν στον κλάδο», υπογράμμισε η Διευθύνουσα Σύμβουλος της ΝΑΥΣ, Ιωάννα Αργυρού.
«Η πολιτική βούληση να γίνει γρήγορα πολιτική πράξη»
Στο πλαίσιο της εισήγησής του στο συνέδριο, ο πρόεδρος του ΔΣ της Ελληνικής Οργάνωσης Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ), Απόστολος Τουραλιάς, χαρακτήρισε την Ελλάδα πρωτοπόρο τόσο στην Ευρώπη, όσο και στον πλανήτη ολόκληρο σε ό,τι αφορά τα μερίδια αγοράς του κλάδου της ιχθυοκαλλιέργειας.
«Όταν εκπροσωπείς έναν κλάδο, είναι ευτυχής συγκυρία να αντιλαμβάνεσαι ότι υπάρχει πολιτική βούληση. Αυτό που επιθυμώ, όμως, είναι η πολιτική βούληση να γίνει γρήγορα πολιτική πράξη», έσπευσε να τονίσει ο κ. Τουραλιάς, απευθυνόμενος στην πολιτική ηγεσία που συμμετείχε στο συνέδριο.
Η θαλάσσια ιχθυοκαλλιέργεια μεσογειακών ιχθύων αποτελεί εδώ και 40 χρόνια την πιο σημαντική δραστηριότητα υδατοκαλλιέργειας στην Ελλάδα. Το 2020 αντιπροσώπευσε το 83,8% του όγκου και το 97% της αξίας της συνολικής παραγωγής υδατοκαλλιέργειας της χώρας. Τα κύρια είδη που εκτρέφονται είναι η τσιπούρα και το λαβράκι αποτελώντας περίπου το 96% των πωλήσεων, ενώ σε πολύ μικρότερες ποσότητες, περίπου 4%, εκτρέφονται όλα τα υπόλοιπα μεσογειακά είδη, όπως το λυθρίνι, ο κρανιός, η συναγρίδα κ.α.
Όπως προκύπτει από τα βασικά συμπεράσματα της 7ης Ετήσιας Έκθεσης Υδατοκαλλιέργειας που είδε το φως της δημοσιότητας τον προηγούμενο μήνα, το 2020 η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού ανήλθε σε 117.000 τόνους, αξίας 546,2 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας πτώση 3% ως προς τον όγκο αλλά παραμένοντας σταθερή ως προς την αξία πωλήσεων σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά.
Πέρυσι δραστηριοποιήθηκαν 67 επιχειρήσεις με 280 πλωτές μονάδες σε όλη την Ελλάδα. Στην πλειοψηφία τους πρόκειται για οικογενειακές, μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ενώ υπάρχουν και μεγαλύτεροι όμιλοι με καθετοποιημένες εταιρείες, που εκτός από την εκτροφή ψαριών, παράγουν γόνο, τροφές και πάγιο εξοπλισμό. Σημειώνεται πως το 80% των επιχειρήσεων του κλάδου είναι μικρές εταιρείες με ετήσια δυναμικότητα μικρότερη των 1.000 τόνων.
Το 2020 προχώρησε περαιτέρω η διαδικασία αναδιάρθρωσης του κλάδου, γεγονός που αναμένεται να προσελκύσει νέες επενδύσεις και να δώσει μια νέα αναπτυξιακή δυναμική, ωστόσο η περυσινή χρονιά ήταν μια ιδιαίτερη χρονιά και το σημαντικότερο γεγονός που την επισκίασε ήταν αδιαμφισβήτητα η έξαρση της υγειονομικής κρίσης του κορονοϊού και η διαχείριση των συνεπειών της σε όλη την αλυσίδα παραγωγής και εφοδιασμού των προϊόντων ιχθυοκαλλιέργειας.