Το 2022 είναι μια δύσκολη χρονιά για την πώληση χρέους, κρατικού και ιδιωτικού. Ήδη η απόδοση του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου έχει πετάξει πάνω από το 2,30% με το spread από το γερμανικό bund να έχει χτυπήσει το 2,06%.
Για τα ελληνικά ομόλογα το 2022 η πίεση θα μπορούσε να γίνει ασφυκτική, αλλά δεν θα είναι. Τουλάχιστον όχι όσο θα μπορούσε φυσιολογικά να είναι.
Και αυτό γιατί εκ των προτέρων οι αγορές γνωρίζουν ότι πάνω από το 50% των εκδόσεων που έχουν προγραμματισθεί για φέτος θα τις... καταπιεί η ΕΚΤ με τις υπόλοιπες καθαρές αγορές του PEPP μέχρι τις 31 Μάρτη και με τις επανεπενδύσεις των λήξεων μέσα στο '22. Με άλλα λόγια ο δανεισμός για τον οποίο θα χρειαστεί το ελληνικό δημόσιο να αντιμετωπίσει την πίεση των αγορών, μέσα σε ένα δύσκολο 2022 θα αφορούν το πολύ εκδόσεις ομολόγων για 6 με 8 δισ. ευρώ.
Τα υπόλοιπα θα τα έχει καλύψει η ΕΚΤ, χωρίς να χρειαστεί να επηρεαστεί καθόλου το πρόγραμμα πρόωρης αποπληρωμής τόσο του ΔΝΤ όσο και των πρώτων δόσεων του διακρατικού δανείου (σύνολο 52 δισ. ευρώ) GLF, καθώς ήδη το «μαξιλάρι» του αποθεματικού έχει υπερκαλύψει τις σχετικές πληρωμές που θα πρέπει να γίνουν. Και παρ' όλα αυτά θα παραμείνει σε επίπεδα πάνω από τα 30 δισ. ευρώ στο τέλος του χρόνου. Η πίεση βέβαια αναμένεται να αυξηθεί το φθινόπωρο, όταν όπως εκτιμάται μπορεί να εκδηλωθεί η πρώτη αύξηση επιτοκίων από την ΕΚΤ...
Αυτά για το 2022.
Για το 2023 η κατάσταση με τα σημερινά δεδομένα θα γίνει πραγματικά πιο δύσκολη παρά τις όποιες -μειωμένες- βοήθειες από την ΕΚΤ και αυτό σε έκτακτες καταστάσεις, δηλαδή στην περίπτωση που οι αγορές βάλουν στο στόχαστρο τις υπερχρεωμένες χώρες της Ν. Ευρώπης, μαζί και την Ελλάδα.
Τα πραγματικά επιτόκια
Στο μεταξύ όμως η ραγδαία αύξηση του πληθωρισμού αποκαλύπτει μια άλλη πλευρά του κόστους του χρήματος την οποία οι αγορές είναι υποχρεωμένες να λαμβάνουν ολοένα και περισσότερο υπ' όψη τους, αυτή των πραγματικών επιτοκίων, ήτοι των επιτοκίων που προκύπτουν από τον αποπληθωρισμό των ονομαστικών επιτοκίων.
Για παράδειγμα όταν το ελληνικό δεκαετές είχε ονομαστική απόδοση της τάξης του 1,5% και ο πληθωρισμός ήταν 1% η πραγματική απόδοσή του ήταν ένα «θετικό» 0,5%, μικρό μεν, αλλά υπαρκτό.
Σήμερα με ονομαστική απόδοση του ελληνικού δεκαετούς 2,31% και πληθωρισμό 5% η πραγματική του απόδοση είναι «αρνητική» 2,69%, που σημαίνει ότι ο επενδυτής που το έχει στο χαρτοφυλάκιό του σε πραγματικούς όρους, έχει απώλεια ίση με την πραγματική αρνητική απόδοσή του...
Η πραγματικότητα αυτή έχει σπρώξει τις αποδόσεις των ομολόγων συνολικά προς τα πάνω και έχει μειώσει πολύ δραστικά τον όγκο των ομολόγων που εξακολουθούν να κυκλοφορούν με αρνητικές αποδόσεις σε ένα περιβάλλον υψηλών πληθωριστικών πιέσεων.
Βέβαια η πίεση αυτή διευρύνει και τα spreads ιδιαίτερα μεταξύ των investment και non investment grade βαθμίδων πιστοληπτικής αξιολόγησης, εξ ου και η σταδιακή διεύρυνση των spreads των ελληνικών ομολόγων με τα ιταλικά, τα ισπανικά και τα πορτογαλικά, πέραν βεβαίως των γερμανικών.