Οι χειμερινές εκπτώσεις δεν κινήθηκαν στα επίπεδα που προσδοκούσε το εμπόριο και η πλειονότητα των επιχειρήσεων (71%) δηλώνει ότι πρόκειται να συνεχίσει τις προσφορές μετά το πέρας της περιόδου εκπτώσεων, ενώ το ενεργειακό κόστος έχει οδηγήσει το 73% των εμπόρων να αγοράζει ήδη σε υψηλότερες τιμές, και οι αυξήσεις φαίνεται ότι κυμαίνονται έως 30%.
Αυτά προκύπτουν από την ετήσια έρευνα για την κίνηση των πωλήσεων κατά την περίοδο των χειμερινών εκπτώσεων σε πανελλαδικό δείγμα επιχειρήσεων που πραγματοποίησε το Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΙΝ.ΕΜ.Υ. της ΕΣΕE).
Στο μεταξύ σημειώνεται ότι, και εφέτος, οι επιχειρήσεις που είχαν δυνατότητα πωλήσεων και εκτός φυσικού καταστήματος (τηλεφωνικές παραγγελίες, πωλήσεις μέσω κοινωνικών δικτύων, site, e-shop) εμφάνισαν ελαφρώς καλύτερες επιδόσεις σε σχέση με εκείνες που δεν είχαν.
Όπως αναφέρει σε ανακοίνωσή της η ΕΣΕΕ, με βάση τα αποτελέσματα της έρευνας, η εκτίμηση των πωλήσεων παρουσιάζει μεικτή εικόνα.
Πιο αναλυτικά:
Για το 32% των επιχειρήσεων οι πωλήσεις κινήθηκαν σε υψηλότερο επίπεδο σε σχέση με πέρσι, το 29% στα ίδια επίπεδα, ενώ στο 39% των επιχειρήσεων οι πωλήσεις κινήθηκαν σε χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με το 2021. Τα αποτελέσματα διαφοροποιούνται με βάση: α) τον κλάδο δραστηριότητας, β) την περιοχή και γ) το μέγεθος της επιχείρησης.
Ειδικότερα, σε κλαδικό επίπεδο, χαμηλότερες επιδόσεις καταγράφονται στον κλάδο του οικιακού εξοπλισμού (το 52% των επιχειρήσεων κινήθηκε πτωτικά σε σύγκριση με πέρσι). Αντίθετα, καλύτερη εικόνα παρουσιάζει ο κλάδος αθλητικού εξοπλισμού & ειδών ψυχαγωγίας (βιβλία/παιχνίδια κ.α), όπου το 48% των επιχειρήσεων παρουσίασε άνοδο των πωλήσεων σε σύγκριση με το πέρυσι, ενώ στον κλάδο της ένδυσης-υπόδησης δεν παρατηρούνται σημαντικές διαφοροποιήσεις από τη γενική κατανομή.
Σε επίπεδο μεγέθους της επιχείρησης, σε όρους κύκλου εργασιών, οι μικρότερες, βρίσκονται σε δυσμενέστερη θέση, καθώς το 40% σημείωσε χαμηλότερες πωλήσεις. Στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, οι επιδόσεις είναι πιο ενθαρρυντικές με το 37% των επιχειρήσεων να κινείται σε υψηλότερα επίπεδα φέτος έναντι της περυσινής αντίστοιχης περιόδου.
Επιπλέον, από την έρευνα προκύπτει πως οι επιχειρήσεις που είχαν δυνατότητα πωλήσεων και εκτός φυσικού καταστήματος (τηλεφωνικές παραγγελίες, πωλήσεις μέσω κοινωνικών δικτύων, site, e-shop) εμφάνισαν ελαφρώς καλύτερες επιδόσεις (34%) σε σχέση με εκείνες που δεν είχαν. Στο αποτέλεσμα αυτό θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν και ότι η αγορά φέτος λειτούργησε ελεύθερα χωρίς περιορισμούς. Επισημαίνεται ότι από αυτές το 28% απέκτησε τη δυνατότητα να πωλήσεων εκτός φυσικού καταστήματος κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Με δεδομένο ότι η αγορά λειτουργούσε υπό πιο ομαλές συνθήκες σε σύγκριση με πέρυσι, κρίθηκε σκόπιμο οι επιδόσεις των επιχειρήσεων κατά τις τακτικές χειμερινές εκπτώσεις να συγκριθούν με το 2019, με δεδομένο ότι αποτελεί την χρονιά πριν την έλευση της πανδημίας που έχει εξαιρετικές επιπτώσεις στο οικοσύστημα της επιχειρηματικότητας αλλά και στο κλίμα της αγοράς. Στη σύγκριση αυτή, τα αποτελέσματα δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικά καθώς στη συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων (89%) εμφανίζονται χαμηλότερες επιδόσεις σε σύγκριση με το 2019 και την προ πανδημίας εποχή. Το εύρημα αυτό επιβεβαιώνει τις συνεχείς παρεμβάσεις της ΕΣΕΕ για το ότι η αγορά θα πρέπει να διανύσει μεγάλη απόσταση για να επιστρέψει σε κανονικούς ρυθμούς και χρειάζεται ισχυρή στήριξη. Παράλληλα, δεν θα πρέπει να λησμονείται πως οι απώλειες των επιχειρήσεων του 2020 και του 2021 έχουν ήδη ενσωματωθεί στο ενεργητικό κάθε επιχείρησης, εξέλιξη που σημαίνει πως ο επιχειρηματικός κόσμος θα χρειαστεί χρόνο όχι μόνο μέχρι την επιστροφή στην κανονικότητα αλλά ακόμα και μετά από αυτή.
Η καλύτερη περίοδος των εκπτώσεων αναδείχθηκε η πρώτη περίοδος τον μήνα Ιανουάριο για το 38% των επιχειρήσεων, έπειτα ακολούθησε το πρώτο δεκαπενθήμερο του Φεβρουαρίου 24%, ενώ για σημαντικό μερίδιο επιχειρηματιών δεν σημειώθηκε κάποια διαφορά μεταξύ των περιόδων.
Το 94% των επιχειρήσεων χαρακτήρισαν τους καταναλωτές πιο συγκρατημένους στις αγορές τους, εύρημα δυσμενέστερο σε σχέση με πέρυσι, όπου αντίστοιχα κυμαινόταν στο 89%. Το γεγονός αυτό συνηγορεί στην αβεβαιότητα που επικρατεί στην αγορά. Οι πρόσφατες ανατιμήσεις οι οποίες ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα, φαίνεται να έχουν συρρικνώσει τη δαπάνη των καταναλωτών σε προϊόντα ελαστικής ζήτησης.
Επίπτωση ενεργειακού κόστους. Η υψηλή αύξηση του ενεργειακού κόστους έχει αρνητικές επιπτώσεις στη λειτουργία των εμπορικών επιχειρήσεων αφού για το 80% από αυτές ο αρνητικός αντίκτυπος αξιολογείται από πολύ έως πάρα πολύ ισχυρός, αναλογία φανερά ενισχυμένη από την προηγούμενη καταγραφή σχεδόν δυο μήνες νωρίτερα (61%). Τούτο σε συνδυασμό, με το ότι οι επιχειρήσεις παρουσιάζουν πολύ χαμηλό βαθμό ικανοποίησης σε σχέση με τα μέτρα στήριξης για τις ανατιμήσεις και τις αυξήσεις στο κόστος ενέργειας, συνηγορεί στην συνεχή πίεση του επιχειρηματικού κόσμου.
Δεδομένων των τελευταίων εξελίξεων, οι επιχειρηματίες ερωτήθηκαν για τις αυξήσεις στις τιμές αγοράς των προϊόντων τους από τους προμηθευτές τους. Αυτό που προκύπτει είναι ότι το 73% αγοράζει ήδη σε υψηλότερες τιμές, ενώ για το 19% μέχρι στιγμής στις ίδιες. Ειδικότερα, σε εκείνους που σημειώθηκαν αυξήσεις φαίνεται ότι αυτές κυμαίνονται έως 30%.
Η πλειονότητα των επιχειρήσεων (71%) πρόκειται να συνεχίσει τις προσφορές μετά το πέρας της περιόδου εκπτώσεων, εύρημα που αποτυπώνει την συνεχή προσπάθεια των επιχειρηματιών για την κίνηση της αγοράς με ελκυστικότερες τιμές και την αναστροφή του αρνητικού κλίματος.