Η Ελλάδα χαράσσει, μετά από πολυετείς περιπέτειες, το δρόμο εξόδου από τα μνημόνια και από την ενισχυμένη εποπτεία που οδηγεί σε μία νέα κανονικότητα. Ωστόσο, λόγω των δυσμενών συνθηκών που διαμορφώνει και η νέα κρίση, δεν είναι ακριβώς η αναμενόμενη, όπως περιγράφεται στα έγγραφα που ανακοινώθηκαν χθες (για την ενισχυμένη εποπτεία, το ευρωπαϊκό εξάμηνο και την παράταση της ρήτρας διαφυγής και για το 2023, αλλά με ειδικούς όρους για τα κράτη με υψηλό χρέος). Διαμορφώνεται μέσα από τα εν λόγω κείμενα ο οδικός χάρτης των επόμενων μηνών/ετών για την Ελλάδα. Έχει πρώτο σταθμό ένα πόρισμα σε καθεστώς πλέον «μετα-προγραμματικής παρακολούθησης» το οποίο θα εκδοθεί το Νοέμβριο και θα διαμορφωθεί από 22 προαπαιτούμενα, που είναι κυρίως ουρές της ενισχυμένης εποπτείας. αλλά και δημοσιονομικής φύσης. Με μεγάλο άγνωστο «Χ» τι θα αλλάξει με την διαπραγμάτευση - του φθινοπώρου πλέον - για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες.
Νέοι – πιο υψηλοί – στόχοι για πλεονάσματα
Στην έκθεση της ενισχυμένης εποπτείας, περιλαμβάνεται νέο σενάριο για τη βιωσιμότητα του χρέους, το οποίο μεν καταλήγει στο ότι η κατάσταση και οι προοπτικές για την Ελλάδα έχουν βελτιωθεί, αλλά με μία διαφοροποιημένη βάση μέτρησης. Οι προβλέψεις για το πρωτογενές πλεόνασμα δεν είναι πια στο 2,2% του ΑΕΠ από το 2024 και μετά, αλλά στο 2,7% του ΑΕΠ το 2024, στο 3,4% του ΑΕΠ το 2025, και στο 3,7% του ΑΕΠ το 2026. Εν συνεχεία, ο στόχος αποκλιμακώνεται προς το 2,5% το 2030 και στο 2,6% του ΑΕΠ μεσοσταθμικά έως το 2060.
Η εκτίμηση γίνεται από τα κοινοτικά όργανα παράλληλα με την πρόβλεψη για πραγματική άνοδο του ΑΕΠ κατά 3,5% φέτος, κατά 3,1% το 2023, κατά 2,7% το 2024, κατά 1,9% το 2025 και κατά 1,1% το 2026 (σ.σ. έτος κορύφωσης του Ταμείου Ανάκαμψης και πλήρους υλοποίησης του νέου ΕΣΠΑ).
Ειδικά για το 2022, γίνεται αποδεκτή η εκτίμηση της κυβέρνησης ότι το πρωτογενές έλλειμμα θα διαμορφωθεί στο 1,9%, ενώ για το 2023 (μεταβατικό έτος ισχύος της ρήτρας διαφυγής), ο στόχος τίθεται σε πρωτογενές πλεόνασμα στο 1,3% του ΑΕΠ.
Νέος συμπληρωματικός Προϋπολογισμός – Τι θα κρίνει το πακέτο του 2023
Παράλληλα, στο κείμενο της ενισχυμένης εποπτείας γίνεται αναφορά στα τελευταία μέτρα που κατατέθηκαν μαζί με το Πρόγραμμα Σταθερότητας και σε έναν επιπλέον μικρό συμπληρωματικό προϋπολογισμό ο οποίος θα κατατεθεί το Σεπτέμβριο (αξίας 0,4% του ΑΕΠ ή 800 εκατ. ευρώ περίπου). Και τούτο ούτως ώστε να καλυφθεί το κόστος των μέτρων στήριξης.
Για το 2023 γίνεται αναφορά στην Ελληνική πρόταση μονιμοποίησης των δύο αναπτυξιακών κινήσεων στο φορολογικό πεδίο (μείωση ασφαλιστικών εισφορών και κατάργηση εισφοράς αλληλεγγύης), αλλά με τη διευκρίνηση πως η εφαρμογή τους θα γίνει με προϋπόθεση την συμβατότητα με τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ που τότε θα ισχύουν. Η εν λόγω αναφορά ουσιαστικά συνδέεται με την πρόταση αλλαγής των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ που θα ανακοινωθεί μετά το καλοκαίρι με στόχο να υπάρχει συμφωνία πριν το 2023 .
Ανάλογα λοιπόν με τις εν λόγω αποφάσεις ενδεχομένως θα πρέπει/μπορούν να προσαρμοστούν και οι συστάσεις πολιτικής στις οποίες προχώρησε η Κομισιόν σε ένα παράλληλο έγγραφο (για την διατύπωση γνώμης σχετικά με το πρόγραμμα σταθερότητας της Ελλάδας που κατέθεσε στις Βρυξέλλες στο τέλος Απριλίου).
Οι 4 συστάσεις
Συγκεκριμένα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνιστά στην Ελλάδα φέτος και το 2023 να λάβει μέτρα προκειμένου:
1. Το 2023, να ακολουθήσει συνετή δημοσιονομική πολιτική, περιορίζοντας συγκεκριμένα την αύξηση των εθνικά χρηματοδοτούμενων τρεχουσών δαπανών κάτω από τη μεσοπρόθεσμη αύξηση του δυνητικού προϊόντος, λαμβάνοντας υπόψη τη συνεχιζόμενη προσωρινή και στοχευμένη στήριξη προς τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις που είναι περισσότερο ευάλωτα στις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας και προς τα άτομα που εγκαταλείπουν την Ουκρανία. Να είναι έτοιμη να προσαρμόσει τις τρέχουσες δαπάνες στην εξελισσόμενη κατάσταση. Να επεκτείνει τις δημόσιες επενδύσεις για την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση και για την ενεργειακή ασφάλεια, μεταξύ άλλων με τη χρήση του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, του RePowerEU και άλλων κονδυλίων της ΕΕ. Για την περίοδο μετά το 2023, να ακολουθήσει δημοσιονομική πολιτική που θα αποσκοπεί στην επίτευξη συνετών μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών θέσεων και τη διασφάλιση αξιόπιστης και σταδιακής μείωσης του χρέους και δημοσιονομικής βιωσιμότητας μεσοπρόθεσμα μέσω σταδιακής εξυγίανσης, επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων. Με βάση τις μεταρρυθμίσεις που υλοποιούνται στο πλαίσιο του σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, να βελτιώσει τον φιλικό προς τις επενδύσεις χαρακτήρα του φορολογικού συστήματος μέσω της θέσπισης συστήματος προαποφάσεων σε θέματα φορολογίας και να επανεξετάσει τη διάρθρωση της φορολογικής επιβάρυνσης των αυτοαπασχολουμένων. Να διασφαλίσει την αποδοτικότητα της δημόσιας διοίκησης, διατηρώντας παράλληλα τη δυνατότητα προσέλκυσης των κατάλληλων δεξιοτήτων και της συνέπειας με το ενιαίο μισθολόγιο.
2. Να προχωρήσει στην εφαρμογή του οικείου σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, σύμφωνα με τα ορόσημα και τους στόχους που καθορίζονται στην εκτελεστική απόφαση του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 2021. Να ολοκληρώσει ταχέως τις διαπραγματεύσεις με την Επιτροπή σχετικά με τα έγγραφα προγραμματισμού της πολιτικής συνοχής για την περίοδο 2021-2027, ώστε να αρχίσει η εφαρμογή τους. Να ολοκληρώσει τις εκκρεμείς μεταρρυθμίσεις που έχουν επιδιωχθεί στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας, συμπεριλαμβανομένης της μεταρρύθμισης του κτηματολογίου.
3. Με σκοπό την εξασφάλιση επαρκούς και ισότιμης πρόσβασης στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, να ολοκληρώσει την εφαρμογή της μεταρρύθμισης της πρωτοβάθμιας ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης σύμφωνα με το πλαίσιο που τροποποιήθηκε βάσει της ενισχυμένης εποπτείας, συμπεριλαμβανομένης της στελέχωσης όλων των μονάδων πρωτοβάθμιας ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, της εγγραφής του πληθυσμού και της καθιέρωσης αποτελεσματικού συστήματος υποχρεωτικών παραπομπών των ασθενών από τους γενικούς ιατρούς.
4. Να μειώσει τη συνολική εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και να διαφοροποιήσει τις εισαγωγές ορυκτών καυσίμων επιταχύνοντας την ανάπτυξη της ανανεώσιμης ενέργειας και υποδομών που καθιστούν δυνατή τη χρήση ανανεώσιμου υδρογόνου. Να αντιμετωπίσει επίσης την εξάρτηση μέσω της εξασφάλισης επαρκούς δυναμικότητας των δικτύων και διασυνδέσεων ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και των διασυνδέσεων αερίου και της διαφοροποίησης των οδών εφοδιασμού με αέριο. Να ενισχύσει το πλαίσιο της αγοράς ενεργειακών υπηρεσιών και να εντείνει τα μέτρα ενίσχυσης της ενεργειακής απόδοσης μέσω μεταρρυθμίσεων και κινήτρων της αγοράς για τη στήριξη της απανθρακοποίησης του οικοδομικού τομέα και του τομέα των μεταφορών, ιδίως με την προώθηση της ηλεκτρικής κινητικότητας.
Η ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους
Σε ειδικό παράρτημα αξιολογούνται οι κίνδυνοι δημοσιονομικής βιωσιμότητας για την Ελλάδα σε βραχυπρόθεσμο, μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Παρουσιάζονται οι βασικές προβολές για το χρέος και την κατανομή του στο πρωτογενές ισοζύγιο, το αποτέλεσμα χιονοστιβάδας (συνδυασμένος αντίκτυπος των πληρωμών τόκων και της αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ στη δυναμική του χρέους) και την προσαρμογή αποθεμάτων-ροών. Οι προβλέψεις αυτές στηρίζονται στην παραδοχή ότι δεν θα ληφθούν νέα μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής μετά το 2023, και περιλαμβάνουν τον αναμενόμενο θετικό αντίκτυπο των επενδύσεων στο πλαίσιο του NextGenerationEU.
Παρουσιάζονται τέσσερα σενάρια εναλλακτικά του βασικού σεναρίου για να καταδειχθεί ο αντίκτυπος των αλλαγών στις παραδοχές. Οι δείκτες δημοσιονομικής βιωσιμότητας S1 και S2 μετρούν την προσπάθεια εξυγίανσης που απαιτείται για τη μείωση του χρέους στο 60 % του ΑΕΠ σε 15 έτη και για τη σταθεροποίηση του χρέους επ’ αόριστον αντίστοιχα.
Συνολικά, οι βραχυπρόθεσμοι κίνδυνοι για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα είναι υψηλοί. Ο δείκτης έγκαιρης ανίχνευσης (S0) της Επιτροπής αποτυπώνει υψηλούς βραχυπρόθεσμους δημοσιονομικούς κινδύνους. Ωστόσο, οι όροι χρηματοδότησης θα πρέπει να παραμείνουν ευνοϊκοί, κυρίως επειδή μεγάλο μέρος του χρέους διακρατείται από τον επίσημο τομέα.
Οι μεσοπρόθεσμοι κίνδυνοι για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα είναι υψηλοί. Το δημόσιο χρέος προβλέπεται να μειωθεί από περίπου 186 % το 2022 σε περίπου 131 % του ΑΕΠ το 2032 «Ωστόσο, η πορεία του χρέους είναι ιδιαίτερα ευάλωτη σε πιθανούς κλυδωνισμούς στις δημοσιονομικές, μακροοικονομικές και χρηματοοικονομικές μεταβλητές, όπως φαίνεται από τα εναλλακτικά σενάρια και τις στοχαστικές προσομοιώσεις» και ο δείκτης κενού βιωσιμότητας S1 υποδηλώνει ότι «θα χρειαστεί προσαρμογή του διαρθρωτικού πρωτογενούς ισοζυγίου κατά 4,4% του ΑΕΠ για να μειωθεί το χρέος στο 60 % του ΑΕΠ σε 15 χρόνια (πίνακας 2). «Συνολικά, ο υψηλός κίνδυνος αντικατοπτρίζει το υψηλό επίπεδο χρέους και την υψηλή ευαισθησία σε δυσμενείς κλυδωνισμούς» αναφέρεται.
Οι μακροπρόθεσμοι κίνδυνοι για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα είναι μεσαίοι. Μακροπρόθεσμα, ο δείκτης κενού βιωσιμότητας S2 υποδηλώνει χαμηλούς κινδύνους. Εκτιμάται μάλιστα πως η προβλεπόμενη μείωση των δημόσιων συνταξιοδοτικών δαπανών σε σχέση με το ΑΕΠ θα συμβάλει στη σταθεροποίηση του χρέους μακροπρόθεσμα, παρά τις δημοσιονομικές πιέσεις που απορρέουν από την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
Ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους για την Ελλάδα