Η απόφαση για την ενεργοποίηση του 6ου πακέτου κυρώσεων απέναντι στην Ρωσία έχει ήδη πίσω της αρκετά 24ωρα «απολογισμού» των συνεπειών στις οικονομίες των άμεσα εμπλεκόμενων.
Η Ευρώπη, παρά την άμεση ανταπόκριση του ΟΠΕΚ (και ειδικά της Σαουδικής Αραβίας) για επίσπευση της διάχυσης της αυξημένης παραγωγής πετρελαίου (αντί του Σεπτεμβρίου εφαρμόζεται από Ιούλιο και Αύγουστο), βρίσκεται εκ νέου υποχρεωμένη να πληρώσει ακριβότερα το πετρέλαιο, που μετά από μία μικρή πτώση επανήλθε και πάλι σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Αντίθετα η Ρωσία φαίνεται πλέον με τις νέες τιμές να απολαμβάνει τα ίδια ή και μεγαλύτερα έσοδα με μικρότερες πωλήσεις, ενώ παράλληλα το ρούβλι με δυσκολία συγκρατείται από την Ρωσική Κεντρική Τράπεζα, στην ανοδική τάση της ισοτιμίας τους έναντι του Δολαρίου και κυρίως του Ευρώ…
Αν μάλιστα αποκτήσουν μεγαλύτερη βαρύτητα οι φήμες που φέρουν τον κ. Μπάιντεν, να προτίθεται να βάλει περιορισμούς στις εξαγωγές από τις ΗΠΑ, λόγω των πολιτικών επιπτώσεων που οι εξελίξεις αυτές έχουν στις τιμές στα αμερικάνικα βενζινάδικα, εν όψει των ενδιάμεσων εκλογών του Νοεμβρίου, η Ευρώπη θα υποχρεωθεί σε ακόμα μεγαλύτερη «ζημιά».
Τα κακά νέα όμως δεν περιορίζονται εκεί.
- Η απόφαση για απαγόρευση από το 2023 προσέγγισης και αποδοχής μεταφοράς από θαλάσσης ρωσικού πετρελαίου, έχει μία επιπλέον συνέπεια η οποία επηρεάζει το κόστος του μαύρου χρυσού σχεδόν όσο και η αρχική τιμή παραγωγής. Όπως επισημαίνουν στελέχη της αγοράς με την απόφαση αυτή θα επηρεασθεί αρνητικά η ασφάλιση των πλοίων και των φορτίων. Και αυτό θα έχει «βίαιες» συνέπειες στην διαμόρφωση των τιμών δημιουργώντας ακόμα μεγαλύτερα περιθώρια κερδοσκοπίας μέσω της αναταραχής στις τιμές ασφάλισης. Οι συνέπειες αυτές θα αρχίσουν να φαίνονται μέσα στους επόμενους μήνες με το που θα αρχίσουν να διαμορφώνονται τα συμβόλαια παράδοσης Ιανουαρίου 2023.
- Παράλληλα έχει αρχίσει να διαχέεται σχεδόν σε όλα τα επίπεδα της αγοράς τροφίμων, τόσο στον πρωτογενή τομέα όσο και στην μεταποίηση, μια ισχυρή ανοδική τάση τιμών η οποία δεν φαίνεται προς το παρόν από που και πως θα μπορούσε να συγκρατηθεί, καθώς πολλές χώρες παραγωγοί, μπροστά στην κρίση αυτή προχωρούν σε απαγορεύσεις ή δραστικούς περιορισμούς εξαγωγών.
Με τα δεδομένα αυτά, τόσο στον τομέα ενέργειας όσο και στην επισιτιστική αλυσίδα, διαμορφώνεται μία ισχυρή λογική αμφισβήτησης του κατά πόσο η παρέμβαση των κεντρικών τραπεζών με την επιτοκιακή αύξηση του κόστους χρήματος, μπορεί να αναχαιτίσει τις πληθωριστικές πιέσεις.
Αν οι εκτιμήσεις αυτές αποδειχθούν αληθείς, τότε δύο θα είναι οι συνέπειες:
- Η κορύφωση των πληθωριστικών πιέσεων δεν έχει ακόμα φτάσει, παρά τις σχετικές προβλέψεις ορισμένων κεντρικών τραπεζών και
- οι οικονομίες κινδυνεύουν άμεσα να μπουν σε μία φάση επιβράδυνσης, με ενεργή παράλληλα την πληθωριστική πίεση.
Κάτι τέτοιο βέβαια θα επιβεβαιώνει την εδώ και μήνες πρόβλεψη του πάλαι ποτέ Υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ, Λάρυ Σάμερς, ότι η διεθνής οικονομία εισέρχεται σε φάση «στασιμοπληθωρισμού».