Μπορούμε να δώσουμε αυτή την πρόσθετη βοήθεια με το νέο πακέτο μέτρων για τα καύσιμα, χωρίς να αλλάξουμε τους επικαιροποιημένους δημοσιονομικούς στόχους, που παραμένουν στο 2% πρωτογενές έλλειμμα, ανέφερε κατά την ανακοίνωση του πακέτου ο αναπληρωτής ΥΠΟΙΚ Θεόδωρος Σκυλακάκης. Οι λόγοι, όπως είπε είναι τρεις:
1. Ο ρυθμός ανάπτυξης, που ήταν πολύ υψηλός το 2021. «Πετύχαμε ανάπτυξη τύπου V, παρά την καταστροφολογία της Αντιπολίτευσης, με 8,3%. Κι ο υψηλός ρυθμός συνεχίστηκε και στο πρώτο τρίμηνο, με 7%, που ήταν περίπου διπλάσιο από αυτό που είχαμε προϋπολογίσει. Και η ανάπτυξη αυτή είναι ποιοτική, καθώς στηρίζεται κατ’ εξοχήν στις επενδύσεις και στις εξαγωγές. Οι εξαγωγές το 2021 σημείωσαν ρεκόρ, ενώ και οι επενδύσεις ήταν σημαντικά μεγαλύτερες από το 2019» ανέφερε. Ταυτόχρονα, έχουμε και μία πολύ σημαντική μείωση της ανεργίας, είπε.
2. Ο δεύτερος λόγος είναι διότι η αυξημένη ανάπτυξη έχει πραγματική αντανάκλαση και στα δημόσια έσοδα. «Έχουμε μία ικανοποιητική πορεία των εσόδων, όπου αφαιρουμένου του ΕΝΦΙΑ που έχουμε προεισπράξει περίπου 800 εκατ. ευρώ, είχαμε υπέρβαση του προϋπολογισμού κατά 2,1 δισ. ευρώ, στο πεντάμηνο. Κι αυτό μας δίνει τη δυνατότητα να μπορούμε να βοηθήσουμε και στο επίπεδο του ηλεκτρισμού, αλλά και σε αυτό των καυσίμων», εξήγησε.
3. Ο τρίτος λόγος, είναι τα πρώτα στοιχεία για τον τουρισμό – είχαμε προϋπολογίσει 80% ανάκτηση του κύκλου εργασιών του 2019 – που δείχνουν μία πολύ καλή πορεία τον Απρίλιο και οι πρώτες ενδείξεις για τον Μάιο είναι εξίσου ενθαρρυντικές. Και είναι πολύ σημαντικό ότι αυτή η πορεία είναι ποιοτική, διότι τα πολύ καλά έσοδα που επιτυγχάνουμε, στηρίζονται, κυρίως, σε αύξηση του κατά κεφαλήν εσόδου που δίνει ο κάθε τουρίστας. Έχουμε, δηλαδή, τουρισμό καλύτερης ποιότητας από πλευράς εσόδων, ανέφερε.
Επισήμανε πως «’ολα αυτά γίνονται παρά τις τεράστιες εξωγενείς πιέσεις, τις οποίες αντιμετωπίζουμε και επιδρούν αρνητικά στην οικονομία, στο ΑΕΠ. Ο πληθωρισμός, δηλαδή, που είναι εισαγόμενος, οφείλεται στις αυξήσεις των διεθνών τιμών, σε εμπορεύματα όπως είναι τα καύσιμα, αλλά και σε άλλα, όπως το σιτάρι, το καλαμπόκι, τα λιπάσματα κ.λπ., μας μειώνει το ΑΕΠ. Και σ’ αυτές τις μειώσεις δεν μπορούμε να επιδράσουμε, δεν μπορεί ούτε η Ευρώπη ούτε η Αμερική μαζί να αλλάξουν αυτές τις διεθνείς τιμές. Και πρέπει να καταλαβαίνει ο πολίτης ότι είναι βαριά η επίπτωση στην οικονομία, κάθε 10 ευρώ αύξηση στο φυσικό αέριο, μας στερεί 500 περίπου εκατ. ευρώ από την οικονομία, μειώνει το ΑΕΠ. Κι αυτό, σκεφτείτε το, στα 80-100 ευρώ που είναι, πιθανόν, η αύξηση που έχουμε να αντιμετωπίσουμε φέτος».
Εξήγησε πως «αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να περιορίζουμε με ορθολογικά κριτήρια και όσο γίνεται πιο δίκαια την επίπτωση που έχουν στα νοικοκυριά οι αυξήσεις αυτές, και προπαντός στα ευάλωτα νοικοκυριά και στη μεσαία τάξη. Και μπορούμε να βοηθάμε ακριβώς διότι έχουμε, όπως σας είπα, ταχύτερη ανάπτυξη. Κι αυτό, διότι με συνέπεια προωθήσαμε επί 3 χρόνια τις μεταρρυθμίσεις και αυξήσαμε την εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία. Στις μεταρρυθμίσεις προχωρούμε πια από τις μεγάλες, συμβολικές, στις εκατοντάδες μικρές μεταρρυθμίσεις, που κάνουν πιο αποτελεσματική τη λειτουργία της οικονομίας και του Κράτους. Μόνο στο Ταμείο Ανάκαμψης έχουμε 68 ξεχωριστές μεταρρυθμίσεις, τις οποίες υλοποιούμε. Σ’ ό,τι αφορά στην εμπιστοσύνη, έχουμε και τις αναβαθμίσεις που μας φέρνουν μία κλίμακα κάτω από την επενδυτική βαθμίδα – η τελευταία έγινε αυτές τις ημέρες από τον ιαπωνικό οίκο – και την έξοδο από την ενισχυμένη εποπτεία, που κλείνει μία ολόκληρη δύσκολη περίοδο. Και αυτές τις μεταρρυθμίσεις τις πραγματοποιήσαμε, διότι δουλέψαμε παρά τις κρίσεις, κατά τη διάρκεια αυτών, πάρα πολύ σκληρά ως Κυβέρνηση. Κι επειδή δουλέψαμε, έχουμε σήμερα αυτόν τον πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο, που δημιουργεί η ανάπτυξη και τον οποίο με ασφάλεια διαθέτουμε για τους πολίτες και θα συνεχίσουμε να τον διαθέτουμε, όπως και όποτε προκύπτει ότι είναι υπαρκτός και μπορούμε με σύνεση και σωφροσύνη να κρατήσουμε και τη δημοσιονομική σταθερότητα και τη βοήθεια στην οικονομία και την κοινωνία».