Η ανάγκη για ενίσχυση της ενεργειακής αυτονομίας, που προκάλεσε ο πόλεμος στην Ουκρανία, έχει οδηγήσει την κυβέρνηση να αναπροσαρμόσει τα σχέδιά της για τη διασφάλιση της επάρκειας τροφοδοσίας με ηλεκτρική ενέργεια, αφήνοντας «παράθυρο» για παράταση έως το 2028 της παρουσίας του λιγνίτη στο μίγμα, αντί του 2025 που προβλεπόταν αρχικά. Ως συνέπεια, πλέον αναθεωρούνται και οι προτάσεις για τη δημιουργία νέων σχημάτων στήριξης, οι οποίες έχουν υποβληθεί από την ελληνική πολιτεία προς έγκριση στην Κομισιόν.
Σε αυτό το πλαίσιο, σύμφωνα με πληροφορίες του Insider.gr, το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας πρόκειται να αποσύρει το αίτημα προς τις Βρυξέλλες για τη δημιουργία ενός Μηχανισμού Στρατηγικής Εφεδρείας (Strategic Reserve), ώστε λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ να τεθούν εκτός εμπορικής λειτουργίας, παραμένοντας ωστόσο σε «επιφυλακή» επ' αμοιβή, έτοιμες να ενισχύσουν την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας σε περιόδους αυξημένης ζήτησης.
Παράλληλα, θα αποσυρθεί και το αίτημα για αμοιβή της ΔΕΗ, για την πρόωρη αποζημίωση μέρους του λιγνιτικού χαρτοφυλακίου της. Αναφορά στο εν λόγω αίτημα είχε κάνει το ΥΠΕΝ τον Μάρτιο του 2021, με αφορμή την τηλεδιάσκεψη με την εκτελεστική αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και επικεφαλής της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού, Margrethe Vestager, που είχε ο ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κώστας Σκρέκας.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του υπουργείου, στόχος της αμοιβής θα ήταν η κάλυψη έκτακτων εξόδων που σχετίζονται με την παύση λειτουργίας τεσσάρων λιγνιτικών ορυχείων και αντίστοιχων μονάδων της επιχείρησης.
Ζημιές 140 εκατ. για τη ΔΕΗ από τους λιγνίτες σε ένα 6μηνο
Καθώς οι παραπάνω προτάσεις είχαν υποβληθεί πριν από την ενεργειακή κρίση, λάμβαναν υπόψη εντελώς διαφορετικά δεδομένα για την αγορά, από αυτά που επικρατούν σήμερα. Η βασικότερη διαφορά ήταν το γεγονός ότι οι λιγνιτικές μονάδες αποτελούσαν την ακριβότερη τεχνολογία ηλεκτροπαραγωγής, με συνέπεια να προκαλούν οικονομικές ζημίες στη ΔΕΗ, κάθε φορά που χρειαζόταν να εντάξει κάποιους από τους λιγνιτικούς της σταθμούς στο σύστημα (π.χ. για την κάλυψη αυξημένης ζήτησης το καλοκαίρι ή τον χειμώνα).
Ενδεικτικό της οικονομικής «τρύπας» της επιχείρησης είναι ότι, σύμφωνα με την οικονομική ανάλυση που περιλαμβανόταν στον «οδικό χάρτη» μεταρρυθμίσεων των εγχώριων χονδρεμπορικών αγορών (Market Reform Plan), οι λιγνίτες «έβαλαν μέσα» την επιχείρηση περί τα 140 εκατ. ευρώ, στο διάστημα από τον Νοέμβριο 2020 έως τον Απρίλιο του 2021. Ένα νούμερο που δείχνει ανάγλυφα πως η ΔΕΗ μπορούσε να ανακτήσει ένα μικρό μόνο μέρος του κόστους λειτουργίας τους, από την πώληση της ηλεκτροπαραγωγής στις χονδρεμπορικές αγορές.
Επομένως, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που είχε θέσει η επιχείρηση, όλοι οι υφιστάμενοι λιγνιτικοί σταθμοί θα αποσύρονταν (εμπορικά) έως το 2023, με συνέπεια να παραμείνει έκτοτε σε λειτουργία μόνο η νέα μονάδα «Πτολεμαΐδα 5» (η οποία αναμένεται να τεθεί σε λειτουργία το φθινόπωρο). Η χώρα θα εξοβέλιζε τελείως τον λιγνίτη από το μίγμα το 2025, όταν θα ξεκινούσε η μετατροπή της «Πτολεμαΐδα 5», ώστε να λειτουργεί πλέον με καύσιμο φυσικό αέριο.
Πλήρης ανατροπή του σκηνικού
Ωστόσο, η ενεργειακή κρίση αρχικά, και σε δεύτερη φάση η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, ανέτρεψαν εντελώς το παραπάνω τοπίο, καθώς η εκτίναξη των τιμών φυσικού αερίου κατέστησε τις λιγνιτικές μονάδες φθηνότερες από τις μονάδες φυσικού αερίου. Χαρακτηριστική απόδειξη το γεγονός ότι, όπως έγραψε το Insider.gr, η Υπουργική Απόφαση για τα ανώτατα όρια αμοιβής των θερμοηλεκτρικών μονάδων, τα οποία θα τεθούν σε εφαρμογή από τον Ιούλιο, θα προβλέπουν χαμηλότερο «ταβάνι» για τον λιγνίτη, απ΄ ό,τι για τους σταθμούς αερίου.
Πέραν όμως από την ανατροπή του κόστους λειτουργίας των δύο τεχνολογιών, ο πόλεμος ανέδειξε και μία ακόμη, νέα αναγκαιότητα των λιγνιτών: τον ρόλο που θα κληθούν να παίξουν στη διασφάλιση της επάρκειας τροφοδοσίας με ηλεκτρική ενέργεια, στην περίπτωση που υπάρξει οποιαδήποτε διαταραχή στην εισαγωγή ρωσικού αερίου. Προς αυτή την κατεύθυνση, το Σχέδιο Έκτακτης Ανάγκης για την επάρκεια προβλέπει μεταξύ άλλων την αύξηση κατά 50% της εξόρυξης λιγνίτη.
Πρωθυπουργικό «παράθυρο» για παράταση των λιγνιτών
Οι παραπάνω λόγοι εξηγούν γιατί στις αρχές Απριλίου, κατά τα εγκαίνια των φωτοβολταϊκού πάρκου των ΕΛΠΕ στην Κοζάνη, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο η «Πτολεμαΐδα 5» θα συνεχίσει να χρησιμοποιεί το λιγνίτη έως καύσιμο έως το 2028, αντί για το 2025. Επίσης, σημείωσε πως αν χρειαστεί, θα παραμείνουν επίσης σε λειτουργία κάποιες από τις πιο σύγχρονες λιγνιτικές μονάδες, όπως η Μελίτη και ο «Αγ. Δημήτριος 5», στην περίπτωση που το επιβάλλει η εξέλιξη της πορείας των ενεργειακών τιμών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ένταξη μονάδων στον Μηχανισμό Εφεδρείας θα σήμαινε ότι η λειτουργία των μονάδων θα περνούσε στη δικαιοδοσία του ΑΔΜΗΕ, ο οποίος θα τις ενέτασσε στο σύστημα μόνον όταν αυτό θα χρειαζόταν για να καλυφθεί υψηλή ζήτηση. Κάτι που στη δεδομένη συγκυρία δεν εξυπηρετεί κάποια σκοπιμότητα, αφού οι λιγνίτες εντάσσονται στην αγορά όσο παραμένουν φθηνότεροι από τις μονάδες αερίου.
Επίσης, η ένταξη σταθμών λιγνίτη σε έναν τέτοιο Μηχανισμό δεν θα επέτρεπε την αξιοποίησή τους για τη συγκράτηση των χονδρεμπορικών τιμών ηλεκτρικής ενέργειας.
«Τίτλοι τέλους» για τη διακοψιμότητα
Την ίδια στιγμή, το ΥΠΕΝ πρόκειται επίσης να αποσύρει και τυπικά το αίτημα για παράταση του μηχανισμού διακοψιμότητας, με δεδομένο ότι η παράταση που ζητούσε η ελληνική πολιτεία εκπνέει στο τέλος Ιουλίου, ώστε να διασφαλισθεί ένα ποσό που θα ανέλθει έως τα 33 εκατ. ευρώ.
Η διακοψιμότητα συνέβαλε τόσο στην επάρκεια ενέργειας όσο και στη μείωση του κόστους για τη βιομηχανία, καθώς ο μηχανισμός συνίστατο στη μείωση των τιμολογίων σε περιόδους αυξημένης ζήτησης εφόσον οι μεγάλοι καταναλωτές που συμμετείχαν σε αυτόν περιόριζαν, κατόπιν προειδοποίησης, την κατανάλωση ρεύματος.
Ανάλογο ρόλο αναμένεται να αποκτήσουν οι ενεργοβόρες βιομηχανίες μέσω της «εισόδου» της Απόκρισης-Ζήτησης (Demand Response) στην αγορά Εξισορρόπησης, διασφαλίζοντας έσοδα με την κατανάλωση αυξομείωση της ζήτησής τους σε ρεύμα. Σύμφωνα με πληροφορίες, μέσα στον Ιούλιο θα ξεκινήσουν οι πιλοτικές δοκιμές για τη συμμετοχή του Demand Response στην αγορά.