Υψηλό παραμένει για τους Έλληνες καταναλωτές το κόστος των καυσίμων κίνησης παρά τη σταδιακή πτώση των τιμών με την αγορά να βρίσκεται σε κατάσταση συναγερμού για την περίοδο που θα ακολουθήσει μετά από τη λήξη των μέτρων ελάφρυνσης.
Αν και αυτή τη στιγμή τα αρμόδια υπουργεία φαίνεται να έχουν αναδιπλωθεί σε πιο συντηρητικές πολιτικές όσον αφορά στις επιδοτήσεις/εκπτώσεις για τα καύσιμα κίνησης καθώς η μερίδα του λέοντος από τα διαθέσιμα κονδύλια θα διατεθεί για μέτρα ελάφρυνσης για τη θέρμανση και το ρεύμα, η διατήρηση της οριζόντιας έκπτωσης των 15 λεπτών για το diesel κίνησης παραμένει στο τραπέζι των συζητήσεων επειδή, όπως εξηγούν αρμόδιες πηγές, θα προκύψει αναντιστοιχία μεταξύ της τιμής του πετρελαίου θέρμανσης (αφού εφαρμοστεί η επιδότηση) και της τιμής του πετρελαίου κίνησης (αφού αφαιρεθεί η επιδότηση). Πρόκειται για ένα δίλημμα που απασχολεί τα αρμόδια υπουργεία καθώς υπάρχει ο κίνδυνος να αυξηθούν τα φαινόμενα παραβατικότητας και κάποια πρατήρια να πωλούν το φθηνότερο πετρέλαιο θέρμανσης ως κίνησης.
Από την άλλη, αν τελικά καταργηθεί και η έκπτωση των 15 λεπτών που ισχύει για όλους τους καταναλωτές που αγοράζουν πετρέλαιο κίνησης και αν μάλιστα αυτό συνδυαστεί με μελλοντική αύξηση των διεθνών τιμών, τότε, όπως επισημαίνουν παράγοντες της αγοράς θα επιφέρει αλυσιδωτές επιπτώσεις στις τιμές των προϊόντων λόγω των υψηλότερων μεταφορικών.
Οι τιμές των καυσίμων κίνησης βαίνουν μειούμενες ακολουθώντας την πορεία των διεθνών τιμών του πετρελαίου. Το Brent εδώ και αρκετό καιρό έχει υπαναχωρήσει από τα 100 δολάρια και διαπραγματεύεται λίγο πάνω από τα 90 δολάρια το βαρέλι επηρεάζοντας και τις εγχώριες τιμές διάθεσης. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του υπουργείου Ανάπτυξης, η μέση πανελλαδική τιμή για την απλή αμόλυβδη διαμορφώνεται στα 1,955 ευρώ το λίτρο και για το πετρέλαιο κίνησης στα 1,875 ευρώ το λίτρο ενώ την προηγούμενη εβδομάδα ήταν στα 1,977 και 1,923 αντίστοιχα. Παρ’ όλα αυτά, πρόκειται για τιμές αρκετά υψηλότερες σε σχέση με ό,τι είχαν συνηθίσει να πληρώνουν οι Έλληνες τα προηγούμενα χρόνια ενώ, εάν δεν ανανεωθούν τα μέτρα μείωσης του κόστους αγοράς καυσίμων κίνησης, τα οποία λήγουν στο τέλος Σεπτεμβρίου, οι οδηγοί που αγοράζουν πετρέλαιο κίνησης θα δουν την τιμή του να ξεπερνά τα δύο ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι οι μεταφορές θα γίνουν πιο ακριβές κάτι που θα αποτυπωθεί και στις τιμές των προϊόντων που αγοράζει ο καταναλωτής.
Η σφιχτή αγορά και το ισχυρό δολάριο βάζουν «τρικλοποδιά» στην πτώση των τιμών
Το ισχυρό δολάριο, η άρση των lockdown σε μεγάλες αγορές όπως είναι αυτή της Κίνας, η στροφή στο πετρέλαιο (έναντι του ακριβού φυσικού αερίου) και η σφιχτή αγορά λόγω της περιορισμένης προμήθειας από την πλευρά μεγάλων παραγωγών αλλά και του αποκλεισμού των ρωσικών εξαγωγών, εμποδίζουν μια πιθανή ελεύθερη πτώση των διεθνών τιμών και λειτουργούν ως αντίρροπες δυνάμεις στους φόβους για ύφεση και μείωση της παγκόσμιας ζήτησης.
Η Bank of America προβλέπει ότι οι τιμές του πετρελαίου θα ανέλθουν κατά μέσο όρο στα 100 δολάρια το βαρέλι το 2023 καθώς η ζήτηση ανακάμπτει στην Κίνα και το ρωσικό αργό απομακρύνεται από την αγορά.
Τα αυστηρά lockdown του Πεκίνου έχουν περιορίσει τη χρήση πετρελαίου στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου κατά τη διάρκεια αυτού του έτους, αλλά οι αναλυτές αναμένουν ότι αυτά θα χαλαρώσουν όσο πλησιάζει το 2023.
«Από την πλευρά της παγκόσμιας ζήτησης πετρελαίου, προβλέπουμε τώρα ότι η περιοχή της Ασίας θα προσφέρει το 86% της αύξησης της κατανάλωσης πετρελαίου η οποία προβλέπουμε ότι θα διαμορφωθεί στα 1,7 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα για το επόμενο έτος, σε σύγκριση με το μόλις 19% για τα 2 εκατομμύρια που αναμένουμε για το 2022», ανέφεραν οι στρατηγικοί αναλυτές της BofA σε σχετικό σημείωμα τη Δευτέρα.
Η διαφαινόμενη απειλή μιας παγκόσμιας ύφεσης θα μπορούσε να παρασύρει τις τιμές χαμηλότερα από τον μέσο όρο στόχο των 100 δολαρίων, αν και το πλαφόν στο ρωσικό πετρέλαιο θα μπορούσε να οδηγήσει σε κάποια ανοδική πορεία. Ωστόσο, εάν αποσυρθούν μεγάλες ποσότητες ρωσικού αργού, οι ειδικοί εκτιμούν ότι οι τιμές θα μπορούσαν να αυξηθούν.
Άλλες διαταραχές της παραγωγής θα μπορούσαν επίσης να συμβούν στο Ιράκ, τη Νιγηρία και τη Λιβύη, επισημαίνει η BofA σημειώνοντας παράλληλα ότι τα παγκόσμια αποθέματα πετρελαίου, τελικά, παραμένουν περιορισμένα και η πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα είναι πολύ χαμηλή.