Χωρίς αλλαγές αναμένεται να κινηθεί και ο οίκος Standard & Poor's (στις 21 Οκτωβρίου) - ο τέταρτος κατά σειρά μετά τη Fitch, τη DBRS και της Moody's - ως προς την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας, διατηρώντας την ελληνική οικονομία στο «BB+» με σταθερό outlook, ήτοι μία βαθμίδα μακριά από την επενδυτική βαθμίδα.
Όπως σημειώνει σε σχόλιό της η JP Morgan, η Standard & Poor's τοποθετεί την Ελλάδα σε αντίστοιχη θέση με της DBRS, ήτοι μόλις μία βαθμίδα χαμηλότερα από την επενδυτική βαθμίδα, ενώ η Fitch την τοποθετεί δύο βαθμίδες χαμηλότερα («BB» με θετικό outlook) και η Moody's τρεις βαθμίδες χαμηλότερα («Ba3» με σταθερό outlook). Δεδομένου ότι η S&P αναβάθμισε την Ελλάδα τον Απρίλιο του 2022 και, λαμβάνοντας υπόψη, τη συνεχιζόμενη ευρύτερη μακροοικονομική αβεβαιότητα που καλύπτει την περιοχή, η JP Morgan διατηρεί χαμηλές πιθανότητες για μια back - to - back θετική κίνηση από τον αμερικανικό οίκο αξιολόγησης για την Ελλάδα. Ένα δεύτερο σημείο που έχουν υπερτονίσει και άλλοι διεθνείς οίκοι, είναι και ο δρόμος που ανοίγεται για τη διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών που ουσιαστικά τους κάνει να διατηρούν μια στάσης αναμονής.
Αντίστοιχα και για την Ιταλία, δεν αναμένεται κάποια αρνητική έκβαση την Παρασκευή, καθώς η S&P προέβη σε υποβάθμιση των προοπτικών από θετικές σταθερές, σε μια εκτός του κύκλου και μη προγραμματισμένη αξιολόγηση στα τέλη Ιουλίου, ώστε να αντικατοπτρίζεται μια περιόδος αυξημένης πολιτικής αβεβαιότητας γύρω από την παραίτηση του πρώην πρωθυπουργού Μάριο Ντράγκι. Με δεδομένο λοιπόν την έλλειψη ουσιωδώς αρνητικών μακρο/πολιτικών εξελίξεων και δεδομένων η Standard & Poor's αναμένεται να επιβεβαιώσει την τρέχουσα αξιολόγηση.
Από τη μεριά της, και ως προς τος σκέλος του εγχώριου τραπεζικού κλάδου, η Standard & Poor's ανέφερε μέσω της ανάλυσης της «Banking Industry Country Risk Assessment (BIRCA)» πως οι ελληνικές τράπεζες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν αυξημένους οικονομικούς κινδύνους, κάτι που οφείλεται κυρίως στους υψηλούς ακόμη όγκους μη εξυπηρετούμενων περιουσιακών στοιχείων (NPA) σε συνδυασμό με τον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος εξακολουθεί να ανακάμπτει από την ύφεση.
Οι πρόσφατα ολοκληρωμένες και συνεχιζόμενες πωλήσεις και τιτλοποιήσεις αναμένεται να οδηγήσουν το δείκτη NPA για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα χαμηλότερα του 10% των συνολικών δανείων μέχρι το τέλος του 2022 (χαμηλότερα του 7% μέχρι τα τέλη του επόμενου έτους), συνεχίζοντας ωστόσο να αποτελεί ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη μαζί με την Κύπρο.
Η S&P αναμένει επίσης ένα κόστος κινδύνου χαμηλότερο των 100 μονάδων βάσης για τις περισσότερες τράπεζες τους επόμενους 12 - 18 μήνες, καθώς έχουν ολοκληρώσει το μεγαλύτερος μέρος της εξυγίανσης των ισολογισμών τους. Παρ'όλα αυτά, σημειώνει ότι οι τεράστιες προβλέψεις που έχουν κάνει από το 2011 δεν οδηγούν σε βελτιωμένους δείκτες κάλυψης καθώς οι περισσότερες από τις νέες προβλέψεις καταλογίστηκαν έναντι διαγραφών, κυρίως με τη μορφή πωλήσεων και τιτλοποιήσεων. Επιπλέον, οι οικονομικές προοπτικές της χώρας αναμένεται να βελτιωθούν από την εισροή των ευρωπαϊκών πόρων, ενώ από την άλλη ο οίκος διατηρεί τις επιφυλάξεις του εξαιτίας 1) της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και των ευρύτερων κινδύνων που απορρέουν από αυτήν, 2) των αυξημενων πληθωριστικών πιέσων που μειώνουν το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, 3) του κίνδυνο μείωσης του εμπορίου και του τουρισμού και 4) της μείωση της παγκόσμιας ζήτησης.
Την ίδια στιγμή, η JP Morgan αναμένει μια σταδιακή και συνεχιζόμενη αποκλιμάκωση στα spreads των ελληνικών ομολόγων, εκτιμώντας ότι αυτό θα συνεχιστεί και το 2023. Ειδικότερα προβλέπει υποχώρηση στις 225 μονάδες βάσης το Δεκέμβριο από περίπου 254 μονάδες σήμερα, με περαιτέρω τάση υποχώρησης στις 200 μονάδες βάσης από τον Μάρτιο του 2023 έως το Ιούνιο, και μια ήπια πτωτική κίνηση στις 190 μονάδες τον Σεπτέμβριο του 2023.