Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει κάνει ορισμένα θετικά βήματα προς την κλιματική ουδετερότητα, όπως είναι η ψήφιση του πρώτου εθνικού κλιματικού νόμου, η Ελλάδα παρουσιάζει κενά στον τρόπο αξιοποίησης των οικονομικών πόρων και σύνδεσης της οικονομικής πολιτικής με την πράσινη μετάβαση.
Πρόσφατη έκθεση της WWF αναλύει τις παθογένειες του ελληνικού συστήματος κάνοντας λόγο για μια «πανευρωπαϊκή πρωτιά στις παραβιάσεις περιβαλλοντικού δικαίου της ΕΕ, γεγονός το οποίο καταδεικνύει σοβαρό έλλειμμα διακυβέρνησης που υποβαθμίζει τις προοπτικές της χώρας για συντεταγμένη πορεία προς την κλιματική ουδετερότητα και την περιβαλλοντική βιωσιμότητα».
Το έλλειμμα που καταγράφεται συνδέεται με την αποσπασματική δημοσίευση στοιχείων, με την ανεπαρκή αξιοποίηση των πόρων ή την κατεύθυνσή τους προς ρυπογόνες επενδύσεις ή έργα τα οποία δεν σχετίζονται με τους στόχους της κλιματικής ουδετερότητας.
Προς αυτή την κατεύθυνση θα μπορούσαν να συμβάλουν η σύνδεση των προϋπολογισμών άνθρακα με τον κρατικό προϋπολογισμό, η κλιματική ευθυγράμμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα και των δημόσιων οικονομικών πολιτικών, κάτι που με τη σειρά του συνεπάγεται την ενίσχυση του κλιματικού σκέλους του εθνικού σχεδίου ανάκαμψης και τη δέσμευση ποσών για κλιματική δράση στον κρατικό Προϋπολογισμό (Πράσινος Προϋπολογισμός).
Ανεπαρκής η συμβολή των ευρωπαϊκών πόρων για την επίτευξη των κλιματικών στόχων
Σύμφωνα με την έκθεση του Climate Action Network (CAN Europe), η οποία δημοσιεύθηκε τον Αύγουστο του 2022, η Ελλάδα καταγράφει μεγάλο κενό ι μεταξύ των ήδη εγκεκριμένων επενδύσεων στο πλαίσιο του ταμείου ανάκαμψης και του τρέχοντος ΕΣΠΑ, με τις επενδυτικές ανάγκες για υλοποίηση των (ήδη χαμηλών) στόχων μετριασμού που έχουν τεθεί από το ισχύον ΕΣΕΚ του ευρωπαϊκού στόχου για μείωση των εκπομπών κατά 55% μέχρι το 2030.
Όπως αναφέρει η WWF στην ανάλυσή της, η ελλιπής αξιοποίηση των πόρων και η κατάρτιση ενός ρεαλιστικού φιλόδοξου σχεδίου προς την κλιματική ουδετερότητα συνδέεται με τον τρόπο υπολογισμού των κλιματικών υπολογισμών (όπως προβλέπονται στον εθνικό κλιματικό νόμο 4936/2022).
«Εξαιρετικά σημαντική παράμετρος, που δυστυχώς καθόλου δεν καλύπτεται από τον ν. 4936/2022, είναι η επιστημονική εγκυρότητα των προβλεπόμενων κλιματικών προϋπολογισμών και η διασύνδεσή τους με την κατεύθυνση της χώρας προς την κλιματική ουδετερότητα και εισήγηση μέτρων για τη διόρθωση της πορείας εκτέλεσης σε τομείς στους οποίους καταγράφηκαν κατά την προηγούμενη χρονιά αστοχίες. Αυτός είναι ένας από τους ρόλους που πρέπει να επιτελεί μια ανεξάρτητη κλιματική αρχή, της οποίας η ίδρυση, με ισχυρές εγγυήσεις ανεξαρτησίας, προκύπτει πλέον αναμφίβολα ως ανάγκη», σημειώνει ο οργανισμός.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ανάλυση, ο εθνικός κλιματικός νόμος 4936/2022 εισάγει στο άρθρο 7 την έννοια των τομεακών προϋπολογισμών άνθρακα, τους οποίους ορθά συνδέει μεν με το ΕΣΕΚ, όμως δεν κάνει οποιαδήποτε μνεία ή ρύθμιση για την απολύτως απαραίτητη διασύνδεσή τους με την πορεία εκτέλεσης του Κρατικού Προϋπολογισμού κάθε έτους.
Μια λύση θα μπορούσε να αποτελεί η σύνδεση προϋπολογισμών άνθρακα με τον Κρατικό Προϋπολογισμό. Όπως προτείνει η WWF θα μπορούσαν να ορίζονται πενταετείς 120 κλιματικοί προϋπολογισμοί ανά πενταετή περίοδο, ξεκινώντας από την περίοδο 2026 – 2030 και στο τέλος κάθε έτους, είναι απαραίτητο να συνδέονται οι κλιματικοί προϋπολογισμοί με τον Κρατικό Προϋπολογισμό, ώστε να δίνεται στη δημοσιότητα απολογισμός της πορείας εκτέλεσής τους και μια εικόνα των εκπομπών που υπολείπονται, καθώς και των αναγκαίων οικονομικών ρυθμίσεων ώστε να επιτευχθούν οι μειώσεις.
Η κλιματική ευθυγράμμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην έκθεσή της για την προσομοίωση κλιματικά ακραίων καταστάσεων στην ευρωπαϊκή οικονομία επισημαίνει ότι : «Πάντως, οι τράπεζες που βρίσκονται σε χώρες της νότιας Ευρώπης, όπως η Ελλάδα, η Κύπρος, η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Μάλτα, είναι σημαντικά περισσότερο εκτεθειμένες σε υψηλό φυσικό κίνδυνο, συγκριτικά όχι μόνο με άλλες χώρες, αλλά και σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης».
Η αξιολόγηση SUSREG Tracker εκτιμά τη βιωσιμότητα του τραπεζικού συστήματος στα πεδία της μικρο και μακρο-προληπτικής εποπτείας, και της διαφάνειας και λογοδοσίας του συστήματος σε επίπεδο κεντρικής χρηματοπιστωτικής πολιτικής. Με βάση αυτήν, εκτιμάται ως πολύ θετική η συμμετοχή της κεντρικής τράπεζας στο διεθνές Δίκτυο για την ενσωμάτωση της περιβαλλοντικής διάστασης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα (Network for Greening the Financial System - NGFS), ενώ επισημαίνεται το γεγονός ότι η Τράπεζα της Ελλάδος είναι από τις πρώτες κεντρικές τράπεζες που ασχολήθηκαν σοβαρά με τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στον χρηματοπιστωτικό τομέα ήδη από το 2009. Περιοχές, ωστόσο, στις οποίες πρέπει να σημειωθούν σημαντικές βελτιώσεις είναι ο τομέας της μικρο-προληπτικής εποπτείας, η διαφάνεια και η υποχρέωση για δημοσιοποίηση κλιματικών, περιβαλλοντικών και κοινωνικών δεδομένων για το χαρτοφυλάκιο των τραπεζών.
Ειδικότερα, όπως προτείνει η WWF, η Τράπεζα της Ελλάδας και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων μακροπροληπτικής πολιτικής, είναι σημαντικό να ξεκινήσουν να συντάσσουν και να δημοσιοποιούν από κοινού ετήσια έκθεση αξιολόγησης των συστημικών κινδύνων που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή. Η έκθεση αυτή θα είναι σημαντικό να κατατίθεται και να παρουσιάζεται στη Βουλή και να περιλαμβάνει περιγραφή των υφιστάμενων και δυνητικών συστημικών επιπτώσεων των κινδύνων που προκαλεί η κλιματική αλλαγή στη χρηματοπιστωτική και οικονομική σταθερότητα (συμπεριλαμβανόμενου του φυσικού κινδύνου και του κινδύνου μετάβασης), και να προτείνει μέτρα εντοπισμού, αντιμετώπισης και διαχείρισής τους. Ως πρακτική εφαρμογή της αρμοδιότητας για άσκηση μικροπροληπτικής και μακροπροληπτικής πολιτικής, η Τράπεζα της Ελλάδας πρέπει να υποβάλλει τακτικά τα πιστωτικά ιδρύματα υπό την εποπτεία της σε διετείς κλιματικές προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων (climate stress tests).
Κλιματική ευθυγράμμιση των δημόσιων οικονομικών πολιτικών
Σημαντικό ρόλο στη μετάβαση προς την κλιματική ουδετερότητα διαδραματίζουν οι στρατηγικές επενδύσεις οι οποίες προχωρούν με βραδείς ρυθμούς και χωρίς να φέρουν πράσινη ταυτότητα. Ιδανικά, το θεσμικό πλαίσιο για τις στρατηγικές επενδύσεις θα έπρεπε να καταστήσει σαφές ότι ο «στρατηγικός χαρακτήρας» των ενισχυόμενων επενδυτικών σχεδίων πρέπει να συνεπάγεται το υψηλότερο δυνατό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος και ανάδειξης της καινοτομίας στην εφαρμογή περιβαλλοντικά βιώσιμων τεχνολογιών, σημειώνει η έκθεση.
Από το 2011 έχουν χαρακτηριστεί ως «στρατηγικές επενδύσεις» και έχουν ενταχθεί στο καθεστώς κινήτρων 53 έργα ενώ τη μερίδα του λέοντος στα ενισχυόμενα με κρατική επιχορήγηση αναπτυξιακά έργα έχουν οι μεγάλοι αγωγοί ορυκτού αερίου (Poseidon, Gastrade, και Trans-Adriatic Pipeline) που χαρακτηρίζονται ως «έργα κοινού ενεργειακού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος. Εντούτοις, από τα 53 ενταγμένα έργα, αναφέρεται ως ολοκληρωμένο μόνο το ένα (έργο τηλεπικοινωνιών).
«Τα 53 έργα που έχουν χαρακτηριστεί ως «στρατηγικής σημασίας» και έχουν ενταχθεί στις ευεργετικές διατάξεις του θεσμικού πλαισίου για τις στρατηγικές επενδύσεις δεν συμβάλλουν στη διαφοροποίηση της εθνικής οικονομίας από το κλασικό ελληνικό πρότυπο της οικοδόμησης (για σκοπούς αναψυχής ή οικισμού), της εκτατικής τουριστικής ανάπτυξης και των δραστηριοτήτων μεγάλης περιβαλλοντικής επίπτωσης. o Τόσο ο αρχικός νόμος 3894/2010, όσο και οι μεταγενέστερες τροποποιήσεις του έχουν σημάνει απώλεια και όχι ενίσχυση του περιβαλλοντικού κεκτημένου, καθώς σε αρκετά σημεία ‘χαλαρώνουν’ τη νομοθεσία που αφορά ιδίως την περιβαλλοντική αδειοδότηση, τις παραχωρήσεις αιγιαλού και παραλίας, την εκτός σχεδίου δόμηση και τη δασική νομοθεσία», επισημαίνεται.
Το μοντέλο που προωθούν οι αναπτυξιακοί νόμοι
Από την εφαρμογή των αναπτυξιακών - επενδυτικών νόμων τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια (ν. 3299/2004, ν. 3908/2011, ν. 4146/2013, ν. 4399/2016) εύκολα μπορεί να διαπιστωθεί ότι οι δημόσιες ενισχύσεις, είτε με τη μορφή φορολογικών και άλλων κινήτρων, είτε ως απευθείας επιδοτήσεις, καταλήγουν να προάγουν σχεδόν οποιαδήποτε επενδυτική πρωτοβουλία, εκτός από όσες υπόκεινται σε περιορισμούς από το ενωσιακό πλαίσιο για τον ανταγωνισμό και τις κρατικές ενισχύσεις, αναφέρει η WWF.
«Ο μεγαλύτερος αριθμός σχεδίων αφορούν τον τουρισμό, κλάδο που είναι ήδη υπερ-ανεπτυγμένος και κατέχει το μεγαλύτερο μερίδιο της ελληνικής οικονομίας: σύμφωνα με τα δημοσιευμένα στοιχεία, το 2019 ο τουρισμός είχε το 20,8% του ΑΕΠ και 21,7% της συνολικής απασχόλησης. Μάλιστα, όπως προκύπτει από τη συλλογή των αποφάσεων υπαγωγής σχεδίων στους αναπτυξιακούς νόμους, όπως αυτές δημοσιεύονται στη Διαύγεια, φαίνεται πως ενισχύεται δυσανάλογα η μονοπώληση της οικονομικής δραστηριότητας από επιχειρήσεις στους ήδη ανεπτυγμένους κλάδους του τουρισμού (ιδίως μεγάλα ξενοδοχεία), των υδατοκαλλιεργειών, της γεωργοκτηνοτροφικής παραγωγής και των τροφίμων. Κατά την τελευταία τριετία δεν ανακύπτει επίσης καμία ένταξη νέου σχεδίου ηλεκτροπαραγωγής από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, δεδομένου μάλιστα ότι έργα «στον τομέα παραγωγής, διανομής και υποδομών ενέργειας» είχαν εξαιρεθεί από τον αναπτυξιακό νόμο του 2016.
Ενίσχυση του κλιματικού σκέλους του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης
Το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την επιτυχή έξοδο από την κρίση που προκαλεί η πανδημία και αναμφίβολα θα επηρεάσει την αναπτυξιακή πορεία της Ελλάδας για τουλάχιστον μια δεκαετία. Για την Ελλάδα, αλλά και για κάθε κράτος μέλος της ΕΕ με περιορισμένο δημοσιονομικό χώρο, η απόφαση δημιουργίας ενός αμοιβαίου ευρωπαϊκού μηχανισμού ανάκαμψης είναι ιστορικά αξιοσημείωτη και πρέπει να αποτελέσει μοχλό για τον μετασχηματισμό του υπάρχοντος αναπτυξιακού μοντέλου που δεν ήταν ποτέ οικονομικά και περιβαλλοντικά βιώσιμο. Μέσω του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), η Ελλάδα προβλέπεται να έχει πρόσβαση σε 18,1 δισ. ευρώ μεταβιβάσεων (σε αναλογία περίπου το 10% του ονομαστικού ΑΕΠ του 2019) και 12,7 δισ. ευρώ σε δάνεια (με ευνοϊκούς όρους), ώστε να χρηματοδοτηθούν επενδύσεις δημοσιονομικής τόνωσης της οικονομίας και μεταρρυθμίσεις που να ευνοούν μια ταχεία οικονομική ανάκαμψη.
Η WWF Ελλάς διατύπωσε αναλυτική και κοστολογημένη πρόταση για ένα ελληνικό πακέτο ανάκαμψης που θα συμβάλει καθοριστικά στην πορεία της χώρας προς μια υγιή και βιώσιμη ανάπτυξη. Η πρόταση αποτελείται από δέκα ενδεικτικά εμβληματικά επενδυτικά προγράμματα, που αναπτύσσονται σε τρεις βασικούς πυλώνες: την επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασης με στόχο των μηδενισμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, τη μετάβαση προς μία κυκλική οικονομία, καθώς και την προστασία και αποκατάσταση των οικοσυστημάτων.
Το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης ιδρύθηκε με τον ν. 4839/2021, με τη νομική μορφή του ειδικού λογαριασμού υπό τη διαχείριση του ΔΑΠΕΕΠ. Όπως σημειώνει το WWF, παρά τον τίτλο του, το ταμείο αυτό ουδεμία σχέση έχει με τη μετάβαση προς την κλιματική ουδετερότητα, καθώς όπως προκύπτει από τον ίδιο τον τίτλο του καταστατικού του άρθρου, σκοπός του είναι η «χορήγηση επιδότησης λογαριασμού ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου σε καταναλωτές». Δεδομένου ότι, τουλάχιστον κατά το 2022, ο ειδικός αυτός λογαριασμός απορροφά το 75% των εσόδων από τον πλειστηριασμό δικαιωμάτων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (Emissions Trading System – ETS), καταγράφεται το εξής κραυγαλέο παράδοξο: η πρόβλεψη για επιδότηση της κατανάλωσης του κλιματικά καταστροφικού ορυκτού αερίου με δημόσιους πόρους που εισπράττονται σε εφαρμογή της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει» με σκοπό την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, ακυρώνει τον ίδιο τον σκοπό του ευρωπαϊκού Emissions Trading System.
Πράσινος κρατικός προϋπολογισμός
Στην Ελλάδα, μέχρι σήμερα ο Κρατικός Προϋπολογισμός δεν περιέχει δεσμευμένα ποσά για κλιματική δράση, ούτε εφαρμόζει κάποια μεθοδολογία εκτίμησης του κλιματικού αποτυπώματος των προβλεπόμενων δαπανών και χρηματοδοτικών δεσμεύσεων κάθε οικονομικού έτους. Επίσης, οι πόροι που διατίθενται γενικά για δράσεις προστασίας του περιβάλλοντος περιορίζονται σε έξοδα που αφορούν το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, και εμφανίζονται κατά κύριο λόγο ως έξοδα μισθοδοσίας, σύμφωνα με τα στοιχεία της ανάλυσης της WWF. Κύριος, σχεδόν αποκλειστικός, χρηματοδότης των πολιτικών προστασίας του περιβάλλοντος και αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα είναι οι πόροι που λαμβάνει η Ελλάδα στο πλαίσιο συγχρηματοδοτούμενων έργων και προγραμμάτων, με κυριότερο το ΕΣΠΑ, και του Ταμείου Ανάκαμψης.
Στο πλαίσιο ειδικής μελέτης για την εκτίμηση και τον εντοπισμό των επενδυτικών και πολιτικών κενών στην πορεία της Ελλάδας προς μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία, το WWF Ελλάς διατυπώνει την ανάγκη θέσπισης πράσινου προϋπολογισμού προτείνοντας ως προς αυτό τη διάθεση δημόσιων πόρων με τη μορφή της επιδότησης μόνο σε επενδυτικά σχέδια μηδενικού κλιματικού αποτυπώματος, υψηλού βαθμού καινοτομίας και συνεισφοράς στη διαφοροποίηση της οικονομίας από τομείς που καταγράφουν ήδη δυσανάλογα μεγάλη ανάπτυξη, προσθήκη στον αναπτυξιακό νόμο των πράσινων μεταφορών και δέσμευση στον Κρατικό Προϋπολογισμό ποσοστού 30% των ετήσιων δημόσιων δαπανών για δράσεις μετριασμού του εθνικού κλιματικού αποτυπώματος και προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή.