Στους παράγοντες που δύναται να υποστηρίξουν την προσπάθεια επιστροφής της εγχώριας οικονομίας στο καθεστώς της επενδυτικής βαθμίδας εντός των αρχών του 2023 στέκεται η Goldman Sachs, κάτι που είχε επισημάνει και είχε αναλύσει σε συνέντευξη του στο insider.gr o Filippo Taddei.
Σύμφωνα με τον ανώτερο οικονομολόγο της Goldman Sachs για την Ευρώπη και επικεφαλής για τη Νότια Ευρώπη, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα παραμένει χαμηλότερα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης χάρη κυρίως σε δύο παράγοντες: τη χαμηλότερη ενεργειακή ένταση της ελληνικής οικονομίας και τη δημοσιονομική στήριξη.
Τα σημαντικά δημοσιονομικά μέτρα που σχετίζονται με την ενέργεια (εκτιμώνται στο 5,7% του ΑΕΠ το 2021 - 2022) που είναι πιθανό να επεκταθούν έως το 2023, έχουν μια ιδιαίτερα στόχευση προς τους λογαριασμούς ενέργειας των νοικοκυριών, μειώνοντας τη συνολική επίδραση της ενεργειακής κρίσης στην ευρύτερη δομή του πληθωρισμό. Από την άλλη, ο δομικός πληθωρισμός ενισχύεται με ισχυρότερους ρυθμούς από ό,τι στην υπόλοιπη Ευρωζώνη από τα μέσα του 2022. Ενώ, λοιπόν ο υψηλότερος δομικός πληθωρισμός υποδηλώνει μια μεγαλύτερη πιθανότητα διατήρησης των υψηλών πληθωριστικών πιέσεων, είναι επίσης συνεπής με μια παρατεταμένη ώθηση της ονομαστικής ανάπτυξης.
Επιπλέον, ο μικρότερος αντίκτυπος της ενεργειακής κρίσης στην Ελλάδα αντανακλάται και στις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας. Η ελληνική οικονομία συνεχίζει να βελτιώνεται και, μετά από μια ισχυρότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ανάπτυξη το 2022, αναμένεται να συνεχίσει να υπεραποδίδει έναντι της Ευρωζώνη το 2023 και το 2024, με την Κομισιόν και το ΔΝΤ να αναμένουν μια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στην Ελλάδα κατά 1,3% σε σύγκριση με την εκτίμηση της Goldman Sachs για την Ευρωζώνη που φτάνει στο -0,1%. Αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την υποαπόδοση που γνώρισε η ελληνική οικονομία κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, από την κρίση του δημόσιου χρέους έως την ύφεση της πανδημίας του κορονοϊού. Οι συμμετέχοντες στην αγορά προσαρμόστηκαν γρήγορα σε αυτήν την εποικοδομητική προοπτική και το πιο μακροπρόθεσμο τμήμα (το μακροπρόθεσμο άκρο - long end) της καμπύλης αποδόσεων του ελληνικού δημοσίου (στη δεκαετία) διαπραγματεύεται σχεδόν σταθερά έναντι του ιταλικού από το 2021.
Έτσι, ενώ το υπουργείο Οικονομικών συνεχίζει να ενισχύει την εκδοτική δραστηριότητα προκειμένου να ενσχύσει τη ρευστότητα και την πρόσβαση στην αγορά, η Goldman Sachs αναμένει ότι η ποσόστωση των ομολόγων θα παραμείνει σταθερή στο 50% περίπου του ΑΕΠ. Αντιθέτως, αναμένει ότι τα δάνεια σχεδόν σταθερού επιτοκίου που παρήλθαν μέσω των ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών προγραμμάτων (του EFSF και του ESM) θα συνεχίσουν να μειώνουν τη σχετικότητα και την επίδραση τους ως ποσοστό του ΑΕΠ τουλάχιστον μέχρι το τέλος του ορίζοντα που θέτει η Goldman Sachs, ήτοι το 2027. Ωστόσο, ακόμη και τότε, τα δάνεια αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα του εγχώριου δημόσιου δανεισμού και παρέχουν ένα σταθερό απόθεμα έναντι των επιπτώσεων ενός ευρύτερου sell off που θα προκληθεί παγκοσμίως στις αγορές ομολόγων από την αύξηση των επιτοκίων το 2023. Στην πραγματικότητα, ο συνδυασμός της μείωσης του δείκτη δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ και των ευρωπαϊκών δανειοδοτήσεων θα περιορίσουν τον αντίκτυπο της αύξησης των αποδόσεων στις πληρωμές των τόκων, που ο Taddei εκτιμά ότι θα παραμείνουν χαμηλότερα από το 3% του ΑΕΠ τουλάχιστον έως το 2027.
Συνεπώς, το ευνοϊκό μακροοικονομικό υπόβαθρο της Ελλάδας και η μακρά διάρκεια της ευρωπαϊκής οικονομικής στήριξης που υποστηρίζει τη φθίνουσα πορεία του δείκτη δημόσιου χρέους προς το 150% του ΑΕΠ έως το 2025 ενισχύουν την πιθανότητα επαναφοράς στο καθεστώς της επενδυτικής βαθμίδας και της πλήρους επανεισόδου του ΟΔΔΗΧ στις αγορές έως τις αρχές του 2023.