Βασικό «γρανάζι» για την επιστροφή της χώρας στο καθεστώς της επενδυτικής βαθμίδας αποτελεί η πορεία αποκλιμάκωσης του δημοσίου χρέους και η βελτίωση της μεσοπρόθεσμης αναπτυξιακής δυναμικής της ελληνικής οικονομίας, σύμφωνα με τον Federico Barriga, Director του οίκου Fitch και βασικό αναλυτή για την Ελλάδα.
Λιγότερο από έναν μήνα πριν την κρίσιμη αξιολόγηση της Fitch Ratings για την Ελλάδα, και ενώ μεσολαβούν οι εθνικές εκλογές, ο αναλυτής του αμερικανικού οίκου μιλά στο insider.gr, ορίζοντας τους παράγοντες που δύνανται να μεταβάλλουν προς το καλύτερο τις αξιολογήσεις για την ελληνική οικονομία, ενώ αποσαφηνίζει την οπτική του οίκου γύρω από το πολιτικό σκηνικό που θα διαμορφωθεί μετά το πέρας της εκλογικής αναμέτρησης. Ο ίδιος δίνει «ψήφο εμπιστοσύνης» στις περαιτέρω προσπάθειες ενίσχυσης του επενδυτικού κλίματος, με βασικό πυλώνα τον μηχανισμό του Ταμείου Ανάκαμψης, ενώ τονίζει πως μερικοί μήνες ισχυρότερων οικονομικών στοιχείων δεν συνεπάγονται απαραίτητα, τυχόν αλλαγές στις μεσοπρόθεσμες προοπτικές του οίκου, κάτι που ωστόσο ενισχύει τη θετική δυναμική των τελευταίων ετών. Ο Barriga, αναγνωρίζει παράλληλα, τις μεσοπρόθεσμες προκλήσεις σχετικά με τη βιωσιμότητα του χρέους, ενώ προτείνει και ένα «οδηγό» με φόντο το κρίσιμο 2032, όπου λήγει το ευνοϊκό καθεστώς ως προς τα δάνεια από τον EFSF.
Με τη συζήτηση να κινείται κυρίως, γύρω από ζητήματα της εγχώριας οικονομίας, ο Pau Labro Vila, CFA και υπεύθυνος της Fitch για τις ελληνικές τράπεζες, θέτει από τη δική του πλευρά τις εκτιμήσεις του γύρω από τις βάσεις και τις προοπτικές του κλάδου, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην υψηλή ταχύτητα που αναπτύχθηκε ως προς το σκέλος της εξυγίανσης των ισολογισμών τους. Ο Vila αναμένει μια υποχώρηση της ζήτησης δανείων για εφέτος (σε σύγκριση με το 2022) αλλά και μια ήπια αύξηση των εισροών των δανείων σε καθυστέρηση, που είναι απίθανο ωστόσο, να εκτροχιάσει τον στόχο του κλάδου για μια περαιτέρω μείωση του δείκτη NPE σε μεσαίο μονοψήφιο ποσοστό.
Συνέντευξη των Federico Barriga και Pau Labro Vila στον Ανδρέα Βελισσάριο
- Στις 9 Ιουνίου είναι προγραμματισμένη η αξιολόγηση της Ελλάδας από τον οίκο Fitch. Τι μπορούμε να αναμένουμε πέρα από τις κινήσεις στο πεδίο της αξιολόγησης αλλά και στην αναθεώρηση των εκτιμήσεών σας (ανάπτυξη, χρέος, έλλειμμα, κτλ) γύρω από την ελληνική οικονομία; Τι θα μπορούσε να επισπεύσει την επίτευξη του στόχου της επενδυτικής βαθμίδας;
Σε σύγκριση με αυτό που αναμέναμε τον Ιανουάριο, οι τελευταίες μετρήσεις των οικονομικών δεικτών υποδεικνύουν ένα πιο ισχυρό πλαίσιο οικονομικών επιδόσεων και προοπτικών, καθώς και χαμηλότερες προσδοκίες όσον αφορά τον πληθωρισμό για φέτος. Η ισχυρότερη αναπτυξιακή δυναμική είναι πιθανό να συμβάλει στην επίτευξη μιας ταχύτερης δημοσιονομικής προσαρμογής συγκριτικά με ό,τι αναμέναμε για το 2023 και πιθανώς, υπό το συνοδεία ενός σημαντικού πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος. Το δημόσιο χρέος αναμένεται να συνεχίσει να υποχωρεί, αλλά ο χαμηλότερος πληθωρισμός θα σήμαινε μια χαμηλότερη αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ, κάτι που συνεπάγεται ότι το επίπεδο του χρέους είναι απίθανο να υποχωρήσει αρκετά πιο γρήγορα, από ό,τι στη βασική μας εκτίμηση.
Όσον αφορά το τι θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια αλλαγή των προοπτικών (από σταθερές που είναι σήμερα) ή σε μια αναβάθμιση, έχουμε εντοπίσει δύο βασικά ζητήματα: Πρώτον, η εμπιστοσύνη σε μια συνεχή σταθερή καθοδική πορεία για το δείκτη δημοσίου χρέους μεσοπρόθεσμα και δεύτερον, μια βελτίωση της μεσοπρόθεσμης αναπτυξιακής δυναμικής και της απόδοσης της ελληνικής οικονομίας. Μερικοί μήνες ισχυρότερων οικονομικών στοιχείων δεν συνεπάγονται απαραίτητα, τυχόν αλλαγές στις μεσοπρόθεσμες προοπτικές μας, αλλά ενισχύουν τη θετική δυναμική των τελευταίων ετών.
- Ποια είναι το βασικό σας σενάριο σχετικά με την έκβαση των εθνικών εκλογών; Σας ανησυχεί το σενάριο μιας κυβέρνησης συνεργασίας και πιθανώς, οι συμβιβασμοί που αναμένεται να υπάρξουν ώστε να «τρέξει» η νέα κυβέρνηση σε επίπεδο μεταρρυθμίσεων;
Εντοπίζουμε κάποια εκλογική αβεβαιότητα δεδομένου ενός διχασμένου εκλογικού σώματος. Το βασικό μας σενάριο έγκειται στο ότι θα διεξαχθούν δύο εκλογικές αναμετρήσεις στην Ελλάδα και με ένα μεγαλύτερο εκλογικό κύκλο, αυτό θα μπορούσε να μειώσει το πεδίο εφαρμογής της πολιτικής για εφέτος. Ωστόσο, οι απότομες αλλαγές πολιτικής είναι απίθανες, ακόμη και αν υπάρξει μια αλλαγή κυβέρνησης. Οι σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν σταθεροποιηθεί υπό τις πρόσφατες κυβερνήσεις και πιστεύουμε ότι θα υπάρξουν συμβιβασμοί ώστε να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις υπό το πρίσμα του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Recovery and Resilience Facility – RRF).
- Η Ελλάδα είναι από τους μεγαλύτερους δικαιούχους (16% του ΑΕΠ) ως προς την κατανομή των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης. Πώς κρίνετε τα επενδυτικά έργα και τις μεταρρυθμίσεις που εντάσσονται γύρω από τον ευρύτερο μηχανισμό του Ταμείου; Είναι προς τη σωστή κατεύθυνση ώστε να αποκατασταθεί σε κάποιο βαθμό η προβληματική εικόνα του μακροχρόνιου κλίματος υποπενδύσεων, ενδυναμώνοντας παράλληλα θεμελιακά τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας;
Πιστεύουμε ότι το RRF αποτελεί τη θεμέλιο λίθο για την ενίσχυση της μεσοπρόθεσμης αναπτυξιακής δυναμικής της χώρας, προκειμένου να τη βοηθήσει να συγκλίνει ως προς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ με τις χώρες της ΕΕ. Υπό αυτή την έννοια, δεν είναι μόνο σημαντικό το σκέλος των επενδύσεων αυτό καθαυτό, αλλά και η έγκριση των προσδιορισμένων μεταρρυθμίσεων - ορόσημων. Επιπλέον, έχει σημειωθεί μια ενίσχυση του δείκτη επενδύσεων τα τελευταία χρόνια, η οποία εάν μεταφραστεί σε κέρδη παραγωγικότητας θα μπορούσε να αποτελέσει τον «οδηγό» της οικονομικής ανάπτυξης και πέρα από το χρονοδιάγραμμα και τον ορίζοντα του RRF.
- Το 2032 λήγει το ευνοϊκό καθεστώς ως προς τα δάνεια από τον EFSF και οι τόκοι που θα αρχίσουν να πληρώνονται θα αυξηθούν σημαντικά. Ένα ακόμη πρόβλημα είναι πως το 2032 γίνεται η κεφαλαιοποίηση των τόκων των δανείων EFSF από το 2012, επιβαρύνοντας περαιτέρω το χρέος. Τι θα πρέπει να γίνει γύρω από την εξυπηρέτηση του χρέους και την όποια μορφή αναδιάρθρωσης θα πρέπει να λάβει αυτή;
Η ανάλυση χρέους που διενεργούμε εστιάζει σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα (σε μια γενική βάση πέντε ετών), αλλά αναγνωρίζουμε τις μεσοπρόθεσμες προκλήσεις σχετικά με τη βιωσιμότητα του χρέους, οι οποίες θα εξαρτηθούν σε κάποιο βαθμό από την ισχύ της δημοσιονομικής και μακροοικονομικής θέσης μέχρι το τέλος αυτής της δεκαετίας (και πάλι συνδέεται με το αποτέλεσμα του RRF) και με τη διαχείριση του χρέους τα επόμενα χρόνια, με τις αρχές πιθανόν να αυξάνουν το ποσοστό του χρέους που διαπραγματεύεται στις αγορές με μια ευνοϊκή τιμολόγηση, ώστε να διευκολύνουν αυτή ακριβώς τη μετάβαση με τη λήξη του ευνοϊκού πλαισίου υπό τον EFSF.
- Περνώντας στο σκέλος των τραπεζών, όντως δείχνουν να έχουν αφήσει πίσω τους το μεγαλύτερο μέρος των δυσκολιών του παρελθόντος. Στηριζόμενες στις αναπτυξιακές προοπτικές και στη δυναμική της οικονομίας έδειξαν να επανέρχονται στη βασική τους θέση, στήριξης και χρηματοδότησης σημαντικών κλάδων και μονάδων, με σημαντική συμβολή και του πυλώνα του RRF. Θεωρείτε ωστόσο, πως οι «επιθετικές» κινήσεις της ΕΚΤ, ο υψηλός πληθωρισμός και η κρίση του κόστους ζωής να κρίνονται ως ικανές συνθήκες ώστε να προκαλέσουν μια υποχώρηση του ρυθμού των νέων δανειοδοτήσεων, νέα defaults και νέα «κόκκινα» από την ενότητα των ρυθμισμένων δανείων; Σας ανησυχεί ο όγκος του ιδιωτικού χρέους της Ελλάδας;
Πράγματι, ο εγχώριος τραπεζικός κλάδος έχει καταγράψει μια διαρθρωτική - δομική βελτίωση τα τελευταία χρόνια, μετά από τη σημαντική εξυγίανση και αναδιάρθρωση της ποιότητας του ενεργητικού του. Αναμένουμε ότι οι τέσσερις συστημικές τράπεζες θα συνεχίσουν να βελτιώνουν τα θεμελιώδη πιστωτικά τους μεγέθη φέτος, παρά την αστάθεια των αγορών και τις πιέσεις στην ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων. Η επαναλαμβανόμενη (recurring) κερδοφορία θα συνεχίσει να ενισχύεται στη βάση των υψηλότερων επιτοκίων, των πρωτοβουλιών μείωσης του κόστους και της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Επίσης, οι ζημίες από τις τιτλοποιήσεις θα είναι περιορισμένες για εφέτος, καθώς οι τράπεζες έχουν ήδη ολοκληρώσει το μεγαλύτερο μέρος της εξυγίανσης. Η υψηλότερη λοιπόν δημιουργία κερδοφορίας θα αντικατοπτρίζεται επίσης και στα πιο διευρυμένα κεφαλαιακά «μαξιλάρια» (capital buffers) για τον κλάδο.
Επιπλέον, πιστεύουμε πως οι νέες «γραμμές» δανεισμού θα υποστηριχθούν από το πρόγραμμα RRF, τις υψηλότερες ανάγκες σε κεφάλαιο κίνησης και τη χρηματοδότηση μεγάλων εταιρικών projects. Ωστόσο, σε ένα πλαίσιο υψηλότερων επιτοκίων και κάποιας οικονομικής αβεβαιότητας, πράγματι, αναμένουμε πως ο νέος δανεισμός θα είναι κάπως χαμηλότερος από τα επίπεδα του 2022.
Ως προς το σκέλος των NPEs, πιστεύουμε πως θα αυξηθούν οι εισροές των δανείων σε καθυστέρηση το 2023, εξαιτίας των πληθωριστικών πιέσεων και των πιέσεων στο σκέλος της αποπληρωμής, αλλά είναι απίθανο να εκτροχιάσουν τον στόχο του κλάδου για μια μείωση του δείκτη NPE σε μεσαίο μονοψήφιο ποσοστό. Η προσδοκία μας για διαχειρίσιμες εισροές δανείων σε καθυστέρηση λαμβάνει υπόψη τη στήριξη των δανειοληπτών από την κυβέρνηση και τις τράπεζες (όπως τα πρόσφατα μέτρα με τον καθορισμό ενός πλαφόν στο επιτόκιο των ενήμερων στεγαστικών δανείων) και την οικονομική ανθεκτικότητα της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένων των κλάδων του τουρισμού και του real estate. Υπό το πρίσμα των αυξημένων οικονομικών κινδύνων, αναμένουμε από τις τράπεζες να διατηρήσουν ή ακόμη και να αυξήσουν τις επαναλαμβανόμενες πιστωτικές προβλέψεις, οι οποίες ήταν ήδη υψηλές το 2022 σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, εξαιτίας του υψηλού ακόμη «στοκ» - αποθέματος προβληματικών περιουσιακών στοιχείων και του κόστους των servicers.
Επιμένοντας ωστόσο γύρω από το ζήτημα του ύψους ιδιωτικού χρέους και της διαχείριση αυτού σε μεσομακροπρόθεσμη βάση, ο Vila συμπληρώνει πως όπως και σε άλλες χώρες της Νότιας Ευρώπης, το ύψος του ιδιωτικού χρέους στην Ελλάδα αυξήθηκε σημαντικά κατά τη δεκαετία του 2000, μετά την έλευση του ευρώ. Έκτοτε, τα επίπεδα ιδιωτικού χρέους για τη χώρα μειώθηκαν μερικώς και αντιπροσωπεύουν σήμερα το 120% περίπου του ΑΕΠ, που ευθυγραμμίζεται περίπου με το μέσο σε σύγκριση με τις άλλες ευρωπαϊκές αγορές.
Ευρύτερα, εκτιμούμε ότι τα θεμελιώδη πιστωτικά μεγέθη του ελληνικού ιδιωτικού τομέα αναμένεται να παραμείνουν ανθεκτικά μεσοπρόθεσμα, λαμβάνοντας υπόψη τη διαρθρωτική ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, τη δυναμική των επιχειρήσεων και την ανθεκτική αγορά εργασίας. Επιπλέον, η αναδιάρθρωση του επισφαλούς χρέους και η βελτίωση του θεσμικού πλαισίου και της πειθαρχία - κουλτούρας πληρωμών τα τελευταία χρόνια είναι επίσης παράγοντες που συμβάλλουν στη βιωσιμότητα του ιδιωτικού χρέους. Από αυτή την άποψη, πιστεύουμε ότι οι τράπεζες και οι servicers διαθέτουν πλέον περισσότερα εργαλεία για να διαχειριστούν και να βρουν λύσεις με το τμήμα των δανειοληπτών που αντιμετωπίζει προβλήματα, όπως η αναδιαρθρώση και οι ρύθμισεις μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας ή οι εκκαθαρίσεις.
Στο τρέχον περιβάλλον, όπως ανέφερα προηγουμένως, εντοπίζουμε ορισμένες «πηγές» κινδύνων για τα νοικοκυριά και τις μικρές επιχειρήσεις που έχουν επηρεαστεί περισσότερο από τον υψηλότερο πληθωρισμό και τα επιτόκια. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα πιο πρόσφατα μέτρα στήριξης των δανειοληπτών στοχεύουν σε αυτά τα τμήματα. Ο καθορισμός του πλαφόν στο επιτόκιο των ενήμερων στεγαστικών δανείων θα περιορίσει τις βραχυπρόθεσμες πιέσεις στην ποιότητα του ενεργητικού. Ωστόσο, ενδέχεται να αποκρύψει, εν μέρει, την πραγματική ικανότητα των δανειοληπτών να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους και θα μπορούσε να δημιουργήσει κινδύνους (cliff - edge risks) στην ποιότητα του ενεργητικού, εάν τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων αυξηθούν σημαντικά μετά τη λήξη του «πλαφόν». Εάν από την άλλη, το μέτρο επεκταθεί, υπάρχει αυξημενος κίνδυνος οι τράπεζες να επαναταξινομήσουν τα υψηλότερου ρίσκου δάνεια, τα οποία εξαρτώνται από το «πλαφόν» ώστε να παραμείνουν ενήμερα.
- Θεωρείτε πως οι ευρύτερες παγκόσμιες αντιξοότητες και το πλαίσιο των αλληλοσυνδεόμενων κινδύνων (ο υψηλός πληθωρισμός, οι αλλεπάλληλες «επιθετικές» αυξήσεις στα επιτόκια και με μεγαλύτερο πλέον χρονικό εύρος διατήρησης, οι επιπτώσεις που απορρέουν από αυτές τις κινήσεις σε εταιρείες και νοικοκυριά, το ενδεχόμενο μιας ύφεσης ως «αναγκαίο κακό» και οι γεωπολιτικοί κίνδυνου που παραμένουν στο προσκήνιο) που διαχέονται ευρέως στο σύστημα, θα συμπαρασύρουν προς τα κάτω τράπεζες και οικονομία ή υπάρχουν παράγοντες που μπορούν να έχουν αντισταθμιστικό ρόλο για την Ελλάδα;
Οι τριγμοί στις αγορές συνιστούν πράγματι έναν κίνδυνο και για την πραγματική οικονομία, μέσω της συνδυαστικής επίδρασης από τις δυσχερέστερες συνθήκες δανειοδοτήσεων και επιβάρυνσης του κλίματος εμπιστοσύνης. Επίσης, τα υψηλότερα επιτόκια αυξάνουν το κόστος χρηματοδότησης για τις τράπεζες, ενώ η πρόσφατη μεταβλητότητα των αγορών έχει θέσει στο επίκεντρο τη ρευστότητα, τους κινδύνους από τα υψηλά επιτόκια και τον ρόλο των αρχών. Για τις τράπεζες της Δυτικής Ευρώπης, τέτοιοι κίνδυνοι περιορίζονται από τις αυστηρές κανονιστικές απαιτήσεις και από την καλή διαχείριση ως προς τον κίνδυνο επιτοκίου στο τραπεζικό χαρτοφυλάκιο, κατά την άποψή μας. Επίσης, πολλές τράπεζες χρηματοδοτούνται σε μεγάλο βαθμό από συγκεκριμένες βάσεις καταθέσεων λιανικής και δεν εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από μεγάλους καταθέτες ή μεμονωμένους εταιρικούς κλάδους.
Όσον αφορά την εγχώρια αγορά, ο τραπεζικός κλάδος έχει βελτιωθεί διαρθρωτικά τα τελευταία χρόνια και το τρέχον προφίλ ρευστότητας είναι ικανοποιητικό. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν αποκαταστήσει την πρόσβαση τους στις αγορές και έχουν ήδη ξεκινήσει την αποπληρωμή των TLTROs της ΕΚΤ, υποστηριζόμενες από τη θέση της πλεονάζουσας ρευστότητας. Επιπλέον, η διαρκής αύξηση των καταθέσεων σε συνδυασμό με την εξυγίανση της ποιότητας του ενεργητικού επέφεραν μια μείωση του δείκτη δανείων προς καταθέσεις για τον κλάδο, σε χαμηλά ποσοστά και πιο συγκεκριμένα περίπου στο 60% σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος. Τέλος, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η επίδραση των επιτοκίων αναμένεται να είναι υποστηρικτική για την κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών το 2023 λαμβάνοντας υπόψη τη θετική ευαισθησία στα δανειακά τους χαρτοφυλάκια, τα οποίο είναι, ως επί το πλείστον κυμαινόμενου επιτοκίου, και παρά το προσωρινό πλαφόν - ανώτατο όριο στα επιτόκια των στεγαστικών δανείων.