Την αρχή του τέλους των αυξήσεων των επιτοκίων, αλλά όχι του υψηλού πληθωρισμού βλέπουν οι Γερμανοί οικονομολόγοι στην τελευταία αύξηση επιτοκίων (από το 3,5% στο 3,75% το βασικό επιτόκιο) την οποία ανακοίνωσε την περασμένη Πέμπτη, η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), Κριστίν Λαγκάρντ.
Ο Χάινερ Χέρκενκοφ, γενικός διευθυντής της Ομοσπονδιακής Ένωσης των Γερμανικών Τραπεζών (Bundesverband der Deutschen Banken), τόνισε πως «είναι σωστό ότι η ΕΚΤ επιμένει στον αποφασιστικό αγώνα της κατά του επίμονου πληθωρισμού». Με την απόφαση της, η ΕΚΤ, «εισέρχεται πλέον στη φάση της τελειοποίησης της νομισματικής πολιτικής. Τα βασικά επιτόκια βρίσκονται πολύ πάνω από το 3% και τα επιμέρους βήματα των επιτοκίων χρειάζονται χρόνο για να επιδράσουν. Ωστόσο, οι αυξήσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ μπορεί να μην τελειώσουν εδώ, διότι οι τιμές στη ζώνη του ευρώ είναι ακόμη πολύ υψηλές. Όσο περισσότερο παραμένει ο πληθωρισμός σε αυτό το επίπεδο, τόσο πιο δραστικές θα είναι οι επιβαρύνσεις για τους πολίτες, τις επιχειρήσεις και την οικονομική ανάπτυξη. Η ΕΚΤ πρέπει να κρατήσει μακριά την προοπτική περαιτέρω βημάτων στα επιτόκια, έως ότου υπάρξει αξιόπιστη αποκλιμάκωση των πληθωριστικών προσδοκιών και της εξέλιξης των τιμών».
Ο επικεφαλής οικονομολόγος της Berenberg, Χόλγκερ Σμίντινγκ θεωρεί την απόφαση ως συμβιβασμό. Θα ικανοποιήσει τους υποστηρικτές μιας σφιχτής νομισματικής πολιτικής, που ονομάζονται «γεράκια», και τους υποστηρικτές μιας χαλαρής νομισματικής πολιτικής, που ονομάζονται «περιστέρια». Θετικό για τα «περιστέρια» είναι ότι το βήμα των επιτοκίων θα είναι μικρότερο από ό,τι προηγουμένως. Τα «γεράκια», από την άλλη πλευρά, θα μπορούσαν να καταγράψουν ως επιτυχία το μήνυμα για περαιτέρω αυξήσεις των επιτοκίων στο μέλλον.
Σύμφωνα με τον Ούλριχ Κάτερ, επικεφαλής οικονομολόγο της Dekabank, «η ΕΚΤ πλησιάζει στο τέλος της κλιμάκωσης των επιτοκίων». Αναμένει μία ή δύο ακόμη αυξήσεις πριν η κεντρική τράπεζα κάνει ένα διάλειμμα.
Ο επικεφαλής οικονομολόγος της Commerzbank, Γιεργκ Κρέμερ αναμένει επίσης ότι οι αυξήσεις των επιτοκίων θα τελειώσουν το καλοκαίρι. «Αλλά δεν περιμένουμε ότι αυτό θα είναι τελικά αρκετό για να επαναφέρει μόνιμα τον πληθωρισμό στο 2%». Πράγματι, ο πληθωρισμός τείνει να κολλάει σε υψηλά επίπεδα, σημείωσε.
Ο καθηγητής Φρίντριχ Χάινεμαν από το ZEW, δήλωσε πως «ο πληθωρισμός παραμένει απροσδόκητα επίμονος» και συνεπώς η νέα αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ «δεν μπορεί να αποτελέσει το τέλος του τρέχοντος κύκλου αυξήσεων. Η δημοσιονομική πολιτική της ΕΚΤ δεν διευκολύνει το έργο της. Η ΕΕ, με τα χρηματοδοτούμενα από το χρέος προγράμματα δαπανών της, ευνοεί τις επίμονες πληθωριστικές πιέσεις, όπως και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση και οι κυβερνήσεις των ομόσπονδων κρατιδίων στη Γερμανία με τους νέους σκιώδεις προϋπολογισμούς τους ύψους δισεκατομμυρίων. Το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει επίσης δρομολογήσει περαιτέρω άμβλυνση των κανόνων για το χρέος σε αυτή την κατάσταση δεν είναι καλά νέα για τη νομισματική πολιτική. Η ΕΚΤ χρειάζεται περισσότερη βοήθεια από τη δημοσιονομική πολιτική, διαφορετικά δεν θα μπορέσει να τηρήσει την υπόσχεσή της για σταθερότητα στο ορατό μέλλον».
Το νέο τοπίο
Υπενθυμίζεται πως για πρώτη φορά από την έναρξη της διαδικασίας αυξήσεων πέρσι, η ΕΚΤ αποφάσισε ένα μικρό βήμα αύξησης των επιτοκίων, δηλαδή αύξηση κατά 25 μονάδες βάσης.
Με την απόφασή της αυτή, η κεντρική τράπεζα αντιδρά στον υψηλό πληθωρισμό στη ζώνη του ευρώ. Τον Απρίλιο, ο πληθωρισμός αυξήθηκε από 6,9% σε 7,0%. Οι κεντρικοί τραπεζίτες ανησυχούν ιδιαίτερα για τον πυρήνα του πληθωρισμού, προσαρμοσμένου για την ενέργεια και τα τρόφιμα. Την ίδια περίοδο, μειώθηκε μόνο ελαφρώς από 5,7% σε 5,6%.
Κατά την προηγούμενη περίοδο, αναμενόταν περαιτέρω σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής. Η έκταση του βήματος των επιτοκίων ήταν ανοικτή. Κάπως αιφνιδιαστικά, σχολιάζει η Handelsblatt, η ΕΚΤ ανακοίνωσε επίσης ότι κατά πάσα πιθανότητα θα επιταχύνει τη μείωση του ισολογισμού της.
Προφανώς, ωστόσο, η απόφαση σχετικά με το πεδίο εφαρμογής ήταν αμφιλεγόμενη. Η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ δήλωσε ότι υπήρξαν διαφορετικές προτάσεις. Κατά την προεργασία των αποφάσεων, είχαν υπάρξει εικασίες για αύξηση κατά 0,25 καθώς και κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες. Οι περισσότεροι εμπειρογνώμονες ανέμεναν μια μικρότερη αύξηση του επιτοκίου.
Στις τρεις τελευταίες συνεδριάσεις, τον Δεκέμβριο, τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο, η ΕΚΤ αύξησε τα επιτόκια κατά μισή ποσοστιαία μονάδα κάθε φορά. Όμως η Λαγκάρντ σηματοδότησε αρκετές φορές ότι η ΕΚΤ είναι πιθανό να αυξήσει τα επιτόκια ακόμη περισσότερο. "Δεν κάνουμε διάλειμμα", δήλωσε η Λαγκάρντ.
Πώς αλλάζει η μείωση του ισολογισμού της ΕΚΤ
Η ΕΚΤ διατύπωσε επίσης την προοπτική να επιταχύνει τη μείωση του ισολογισμού της. Από τον Ιούλιο, όλoι οι τίτλοι που λήγουν από το παλαιότερο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων APP δεν θα αντικαθίστανται πλέον από νέες αγορές.
Η κεντρική τράπεζα της ευρωζώνης άρχισε να μειώνει τον ισολογισμό της τον Μάρτιο. Έκτοτε, μειώνει τα ομόλογά της από το πρόγραμμα APP κατά μέσο όρο 15 δισ. ευρώ μηνιαίως. Τώρα είναι επίσης σαφές πώς θα συνεχίσει από τον Ιούλιο. Τότε ο όγκος θα αυξηθεί κατά μέσο όρο στα 25 δισ. ευρώ μηνιαίως.
Η επιτάχυνση από μόνη της δεν αποτελεί έκπληξη, σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα. Ωστόσο, οι περισσότεροι εμπειρογνώμονες ανέμεναν ότι η ΕΚΤ θα την ανακοίνωνε μόνο στην επόμενη συνεδρίαση του Συμβουλίου στα μέσα Ιουνίου. Η Λαγκάρντ εξήγησε ότι αυτό είχε επίσης συζητηθεί.
Η μείωση του ισολογισμού αποτελεί βασικό στοιχείο της νομισματικής σύσφιξης. Ένας υψηλότερος ρυθμός είχε θεωρηθεί κατά την προεργασία ως ένας πιθανός συμβιβασμός για να πειστούν εκείνοι που στην πραγματικότητα υποστήριζαν την αύξηση του επιτοκίου κατά 50 μονάδες βάσης. Η Λαγκάρντ, ωστόσο, το διέψευσε αυτό. Είπε ότι η εμπειρία της προηγούμενης εβδομάδας είχε δείξει ότι ο υψηλότερος ρυθμός θα μπορούσε να αυξηθεί.
Από την άλλη πλευρά, δεν θα υπάρξει καμία αλλαγή στο πρόγραμμα αγοράς πανδημικών προϊόντων PEPP προς το παρόν. Εδώ, η ΕΚΤ έχει δεσμευτεί μέχρι στιγμής να διατηρήσει το χαρτοφυλάκιο ομολόγων σταθερό μέχρι το τέλος του 2024.