Σημαντικά βήματα έως το 2030 για τη δημιουργία εγχώριας αλυσίδας αξίας στο «πράσινο» υδρογόνο, προβλέπει το draft του αναθεωρημένου Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), τα βασικά πορίσματα του οποίου έχει ήδη παρουσιάσει το Insider.gr.
Σύμφωνα με το ΕΣΕΚ, μέχρι τότε η οικονομία υδρογόνου θα έχει αποκτήσει στην Ελλάδα την απαραίτητη «κρίσιμη μάζα», ώστε τις επόμενες 10ετίες να αναλάβει καταλυτικό ρόλο για την επίτευξη της κλιματικής ουδετερότητας μέχρι το 2050.
Με βάση το προσχέδιο, στόχος είναι οι ανάγκες σε «πράσινο» υδρογόνο να καλύπτονται από εγχώρια παραγωγή, με δεδομένο το πλούσιο δυναμικό της Ελλάδας σε ΑΠΕ. Για αυτό τον σκοπό, παραγωγή θα γίνεται σε τοποθεσίες που εξασφαλίζουν τη βελτιστοποίηση του συνολικού κόστους, λαμβάνοντας υπόψη και το κόστος μεταφοράς του καθαρού υδρογόνου μέχρι τα σημεία κατανάλωσης.
Μέχρι το 2030, η συνολική παραγωγή και κατανάλωση πράσινου υδρογόνου θα ανέλθει στους 135.000 τόνους, δηλαδή στις 4,4 TWh (Τεραβατώρες) σε ετήσια βάση. Για να επιτευχθούν αυτά τα νούμερα, η εγκατεστημένη δυναμικότητα μονάδων παραγωγής (ηλεκτρόλυσης) θα αγγίξει τα 1,7 GW μέχρι το 2030. Μάλιστα, το νούμερο αυτό είναι ενισχυμένο σε σχέση με την παρουσίαση του αναθεωρημένου ΕΣΕΚ, που είχε γίνει τον περασμένο Ιανουαρίου, καθώς σε αυτήν προβλέπονταν μονάδες ηλεκτρόλυσης συνολικής ισχύος 1,2 GW.
«Πρασίνισμα» των δικτύων αερίου
Μία από τις χρήσεις του ανανεώσιμου υδρογόνου θα αφορά το «πρασίνισμα» της χρήσης (ορυκτού) φυσικού καυσίμου, με την πρόσμιξη στο σύστημα μεταφοράς και τα δίκτυα διανομής. Έτσι, όπως αναφέρεται στο draft, το ποσοστό του υδρογόνου στο διανεμόμενο αέριο (δηλαδή στο αέριο που φτάνει στον τελικό καταναλωτή) αναμένεται να φθάσει το 5,6% μέχρι το 2030.
Όπως επισημαίνεται, η έγχυση υδρογόνου στα δίκτυα μεταφοράς και διανομής φυσικού αερίου θα επιτρέψει να μειωθεί το ανθρακικό αποτύπωμα του ορυκτού καυσίμου κατά την ενεργειακή μετάβαση. Η έγχυση στα δίκτυα μεταφοράς θα γίνεται μέχρι του ποσοστού το οποίο θα αποφασισθεί ως αποδεκτό στο διασυνοριακό εμπόριο στη σχετική νομοθεσία της Ε.Ε., που βρίσκεται υπό συζήτηση (εκτιμάται στο επίπεδο του 2-5%), ενώ στα δίκτυα διανομής μέχρι του επιπέδου που είναι τεχνικά αποδεκτό από τους υφιστάμενους καυστήρες θέρμανσης κτιρίων (στο επίπεδο του 10-15%).
Η «υποδοχή» πράσινου καυσίμου από ελληνικό σύστημα μεταφοράς και διανομής αερίου μπορεί να φτάσει στα παραπάνω ποσοστά, χωρίς σημαντικές πρόσθετες επενδύσεις πέραν της αλλαγής των μετρητικών συστημάτων ποιότητας του αερίου. Μάλιστα, στο προσχέδιο αναφέρεται πως εξετάζεται η εφαρμογή υποχρεωτικής ποσόστωσης, σταδιακά αυξανόμενης μέχρι τα ανωτέρων όρια, στους προμηθευτές φυσικού αερίου.
26 «υδρογονάδικα» μέχρι το 2026
Ένας από τους τομείς που αναμένεται να μειώσουν το ανθρακικό του αποτύπωμα, χάρις στο ανανεώσιμο αέριο, θα είναι οι βαριές οδικές μεταφορές, αξιοποιώντας τη λύση των κυψελων καυσίμου. Στο πλαίσιο αυτό, και σε συμφωνία με τη νομοθεσία της Ε.Ε. (AFIR), θα ιδρυθούν πρατήρια υδρογόνου («υδρογονάδικα») καταρχήν σε πιλοτική βάση, αλλά και για την εξυπηρέτηση αστικών συγκοινωνιών
Ο στόχος είναι να έχουν δημιουργηθεί έως το 2030 τουλάχιστον 26 σταθμοί ανεφοδιασμοί συμβατών οχημάτων με ανανεώσιμο αέριο. Για την περαιτέρω αύξησή τους, θα ληφθούν υπόψη οι τεχνολογικές εξελίξεις που θα έχουν σημειωθεί έως τότε, και οι οποίες θα δείξουν αν όντως το μέλλον στα βαρέα οχήματα είναι το υδρογόνο ή όχι.
Κι αυτό γιατί η βιομηχανία μπαταριών διεξάγει έρευνα για να αντιμετωπίσει και την πρόκληση των βαρέων οχημάτων, ανταγωνιζόμενη τη λύση του υδρογόνου. Έτσι, έως το τέλος της 10ετίας θα έχει διαφανεί κατά πόσο μπορούν να υπάρξουν μπαταρίες με αρκετά μεγάλη ενεργειακή πυκνότητα, ώστε μπορούν να προστεθούν σε μεγάλα φορτηγά, χωρίς να καταστήσουν απαγορευτικό το βάρος τους.
Με την ίδια λογική, αν και το «πράσινο» υδρογόνο αποτελεί σημαντικό υποψήφιο για τη μείωση επίσης του ανθρακικού αποτυπώματος της ναυτιλίας και της αεροπλοΐας, μέσα στην επόμενη 10ετία δεν αναμένεται να ξεκαθαρίσει ποια τεχνολογία θα παίξει τον κυριότερο ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση. Μάλιστα, όπως επισημαίνεται στο προσχέδιο, στους δύο αυτούς τομείς φαίνεται να επικρατεί η χρήση ανανεώσιμων υγρών συνθετικών καυσίμων βιολογικής ή μη προέλευσης.
Σε κάθε περίπτωση, δεδομένου ότι ακόμη βρίσκονται σε εξέλιξη οι έρευνες για την τεχνική και, κυρίως οικονομική, ωρίμανση των σχετικών τεχνολογιών, η δραστική μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος της ναυτιλίας και της αεροπλοΐας αναμένεται να επιτευχθεί μετά το 2030.
Βιομηχανικές χρήσεις
Από την άλλη πλευρά, το «πράσινο» υδρογόνο αναμένεται να αποτελέσει και στη χώρα μας «όχημα» για τη μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος βιομηχανικών εφαρμογών όπως των χαλυβουργείων, των τσιμεντοβιομηχανιών και των διυλιστηρίων. Για τις εφαρμογών αυτές, οι οποίες δεν μπορούν να εξηλεκτριστούν απευθείας, θα ενθαρρυνθεί η σχετική εφαρμοσμένη έρευνα για λύσεις βασισμένες στο ανανεώσιμο αέριο.
Παράλληλα και ενώ θα εξελίσσεται η έρευνα, η μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος των τομέων αυτών θα επιτευχθεί με τη δέσμευση και αποθήκευση CO2. Σύμφωνα με το προσχέδιο, η δέσμευση CO2 από βιομηχανικές διεργασίες και ηλεκτροπαραγωγή εκτιμάται σε 0,9 εκατ. τόνους CO2 ανά έτος το 2035 και 5,4 εκατ. τόνους ανά έτος το 2050.