Σε επίπεδα ρεκόρ, που «χτυπούν» καμπανάκι για τον δανεισμό των επιχειρήσεων, αλλά και για τη δυνατότητά τους να συνεχίσουν να εξυπηρετούν ομαλά τα δάνειά τους, βρίσκονται τα επιτόκια του ευρώ μετά τη χθεσινή νέα αύξηση των επιτοκίων κατά 0,25 της μονάδας στην οποία προχώρησε η ΕΚΤ. Η εξέλιξη αυτή προβληματίζει τις τράπεζες, όχι μόνο γιατί αποτελεί ακόμη ένα βήμα στο συνεχές ανοδικό σερί των επιτοκίων, αλλά κυρίως διότι φαίνεται πως τα υψηλά επιτόκια δεν θα «αποσυμπιεσθούν» σύντομα, τεστάροντας τις αντοχές των επιχειρήσεων στην επιβάρυνση από το κόστος του δανεισμού τους.
Σε σχέση με ένα χρόνο πριν, για την ακρίβεια λίγο περισσότερο, από τον Ιούλιο του 2022, το κόστος του χρήματος έχει ανέβει κατά 4,5 ποσοστιαίες μονάδες, αφού τα επιτόκια ξεκίνησαν από αρνητικά, στο – 0,50% και πλέον βρίσκονται στο 4%. Το 4% είναι το επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων από την ΕΚΤ, το οποίο, μετά τη χθεσινή αύξηση κατά 0,25 μ.β., βρίσκεται πλέον στο υψηλότερο επίπεδο από την εισαγωγή του ευρώ το 1999. Πρόκειται για το επιτόκιο που επηρεάζει το Euribor (σ.σ. το τρίμηνο Euribor κινήθηκε χθες στο 3,87% και το εξάμηνο στο 4,04%), βάσει του οποίου διαμορφώνονται στη συνέχεια τα επιτόκια των δανείων σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά, συμπεριλαμβανομένου του επιτοκιακού περιθωρίου (spread) που επιβάλλουν οι τράπεζες στον πελάτη. Για τις μεγάλες επιχειρήσεις, το spread που επιβάλλεται από τις τράπεζες κινείται μεταξύ 150 και 250 ή ακόμα και 300 μονάδων, διαμορφώνοντας το τελικό επιτόκιο δανεισμού τους μέχρι σήμερα σε επίπεδα από 5,50% μέχρι 7%. Ακόμη υψηλότερο είναι το κόστος του χρήματος για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, φτάνοντας το 8% - 8,50%.
Όταν μέχρι τον περυσινό Ιούλιο το τελικό επιτόκιο του δανείου σε μια μεγάλη επιχείρηση δεν ξεπερνούσε το 3%, τα κόστη αυτά αρχίζουν να προκαλούν ανησυχία στις τράπεζες, καθώς προβλέπεται ότι θα συνεχιστούν ακόμη για καιρό. Σε συζητήσεις που έχουν με τον επιχειρηματικό κόσμο, οι τράπεζες καταγράφουν τα πρώτα ψήγματα ανησυχίας, με επιχειρήσεις και μάλιστα μεγάλες, να αναφέρουν σημάδια κόπωσης στην εξυπηρέτηση των δανείων τους. Πληροφορίες κάνουν λόγο για βιομηχανίες, οι οποίες αρχίζουν να δυσανασχετούν με την επιβάρυνση που επωμίζονται από τις αυξήσεις των επιτοκίων στις δόσεις των δανείων τους, υποδεικνύοντας την ανάγκη για αναδιάρθρωση του δανεισμού. Αναλογικά, μπορεί να φανταστεί κανείς, το πρόβλημα που θα αντιμετωπίζουν οι μικρότερες επιχειρήσεις.
Σημειώνεται ότι από τα τέλη του 2022 και πιο εντατικά το α΄ εξάμηνο του 2023, οι τράπεζες βίωσαν το φαινόμενο των πρόωρων αποπληρωμών δανείων από επιχειρήσεις με διαθέσιμη ρευστότητα, προκειμένου αυτές να απαλλαγούν από τις αυξήσεις στις δόσεις των δανείων τους από τον συνεχή ανήφορο των επιτοκίων. Το φαινόμενο ήταν ηπιότερο στο β΄ τρίμηνο και όπως φαίνεται, στο προσκήνιο έρχονται τώρα οι επιχειρήσεις που δεν μπόρεσαν να αποπληρώσουν τον δανεισμό τους και συνέχισαν να τον εξυπηρετούν.
Όπως εκτιμούν οι αναλυτές στην διατραπεζική αγορά, μπορεί η χθεσινή, δέκατη αύξηση επιτοκίων από την ΕΚΤ, να είναι η τελευταία. Το σίγουρο, όμως, είναι ότι τα επιτόκια θα μείνουν σε υψηλά επίπεδα για πολύ καιρό και η αποκλιμάκωσή τους θα είναι αργή. Οι εκτιμήσεις τους κάνουν λόγο για μία σχετική αποκλιμάκωση εντός του 2024 και επιτόκια στο 3%, δηλαδή μία μονάδα χαμηλότερα από τα σημερινά τους επίπεδα, το 2025.
Σημειώνεται ότι μετά τη χθεσινή αύξηση του 0,25 της μονάδας, αυξήθηκαν επίσης το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης, στο 4,5% και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης, στο 4,75%. Το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης ήταν αυτό που καθόριζε το επιτόκιο δανεισμού των επιχειρήσεων προ 10 – 15 ετών, όταν υπήρχαν συνθήκες έλλειψης ρευστότητας στην αγορά. Σήμερα, επειδή υπάρχει υπερεπάρκεια ρευστότητας και οι τράπεζες την καταθέτουν στην ΕΚΤ, χρησιμοποιείται ως «δείκτης» που καθορίζει τα επιτόκια δανεισμού των επιχειρήσεων, το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων της ΕΚΤ.