Η κ. Λαγκάρντ, η πρόεδρος της ΕΚΤ, κατά την εδώ παραμονή της στο τέλος Οκτωβρίου, σε συνέντευξή της εξέφρασε την άποψη-βεβαιότητα, ότι οι τιμές δεν θα επιστρέψουν στα προ πανδημίας επίπεδα. Για την ακρίβεια δεν διευκρίνισε ποιες τιμές εννοούσε. Αν πούμε για παράδειγμα τις τιμές παραγωγού, η κ Lagarde σφάλλει: έχουν ήδη επιστρέψει και σε πολλές περιπτώσεις σε χαμηλότερα ονομαστικά επίπεδα, πόσο μάλλον πραγματικά.
Εάν εννοούσε, και προφανώς αυτό συνέβη, τις τιμές λιανικής, περιλαμβανομένων των τροφίμων που μας απασχολεί εμάς εδώ, η κ Lagarde προεξόφλησε ότι τα κέρδη της αλυσίδας από την πύλη του χωραφιού μέχρι το ταμείο του σούπερ μάρκετ, θα αυξηθούν κατακόρυφα. Αφού οι τελικές τιμές δεν θα επιστρέψουν στα επίπεδα 2020, ενώ οι τιμές πρώτων υλών-παραγωγών έχουν ήδη επιστρέψει και πιέζονται και άλλο, σημαίνει ότι το εύρος μεταξύ των δύο τιμών, θα διατηρηθεί τουλάχιστον όσο είναι σήμερα, εάν δεν αυξηθεί!
Είναι άραγε αυτό μια απλή μακροοικονομικής φύσεως εκτίμηση, ή είναι μήνυμα προς επενδυτές: «Εκεί είναι τα κέρδη, κύριοι και είναι εξασφαλισμένα, ξέρω τι σας λέω» είναι η απλοϊκότερη εξήγηση. Επειδή στα χωριά ο κόσμος έχει δει και ακούσει πολλά και είναι καχύποπτος, υποθέτει ότι η δήλωση αυτή είναι προτροπή προς κάποιους...
- ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Λαγκάρντ: Υψηλά επιτόκια για «αρκετό καιρό» - Στον «πάγο» οι προσδοκίες για μειώσεις σύντομα
Στο ενδιάμεσο, το κόστος παραγωγής έχει εκτοξευθεί, με συνέπεια τα χρήματα που μένουν στις τσέπες των αγροτών, όχι μόνο εδώ αλλά στον περισσότερο κόσμο, μειώνονται. Στις ΗΠΑ εκτιμάται ότι τα αγροτικά εισοδήματα του 2023 θα είναι 23% κάτω σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Στην Ευρώπη πληθαίνουν οι «παραπλανητικές» ανακοινώσεις ότι η αξία της αγροτικής παραγωγής αυξήθηκε πέρυσι (2022) που οι τιμές ήταν όντως υψηλές. Αλλά για το σήμερα κουβέντα!
Το ζητούμενο πια, δεν είναι η μείωση του πληθωρισμού, αλλά ο αποπληθωρισμός, δηλαδή η μείωση των τιμών. Αυτό όμως, δεν το βλέπουμε σε κάποια σημαντική τουλάχιστον έκταση, παρά τις προσπάθειες.
660 προϊόντα, αναφέρει πρόσφατη ανακοίνωσή του το Υπουργείο Ανάπτυξης έχουν μέχρι τώρα περιληφθεί στην καμπάνια του 5% και στόχος είναι τα 1000. Δεν ακούγεται και άσχημα για αρχή, αλλά η μέση νοικοκυρά λέει ότι είναι «σταγόνα στον Ωκεανό». Κι αυτό διότι τα ίδια αυτά προϊόντα είχαν αυξηθεί τουλάχιστον 20%+ όσο είναι ο συσσωρευμένος πληθωρισμός τροφίμων τα 2 τελευταία χρόνια, αλλά και διότι τα προϊόντα που χρησιμοποιεί το σύγχρονο νοικοκυριό είναι πάρα πολλά, τόσο σε αριθμό όσο και σε όγκους.
Ενώ λοιπόν το περιθώριο μεταξύ τιμών παραγωγού και τελικής τιμής στο ράφι στις περισσότερες περιπτώσεις έχει διευρυνθεί σε σχέση με τα προ πανδημίας επίπεδα, οι αγρότες γίνονται κάθε ημέρα και φτωχότεροι και οι καταναλωτές δυσκολεύονται περισσότερο για να φέρουν βόλτα.
Είναι μάλλον ηλίου φαεινότερο ποιός/οι καρπώνεται τη διαφορά. Διότι όλοι οι κλάδοι που δραστηριοποιούνται στο χώρο αυτό, περιλαμβανομένου του κράτους με... τον ΦΠΑ, επικαλούνται τα αυξημένα έξοδα που τους αναγκάζουν να κρατούν τις τιμές ψηλά. Αρχικά ήταν το σύνολο των εξόδων περιλαμβανομένων των πρώτων υλών, μετά η υποχώρηση των τιμών πρώτων υλών, αργότερα οι αιτιολογίες περιορίστηκαν στα γενικά έξοδα, ενώ τελευταία ψελλίζουν περί αύξησης μισθών. Όλα αυτά ισχύουν, αλλά όχι στο βαθμό που τα επικαλούνται: ούτε οι μισθοί ανέβηκαν στα ουράνια, ούτε η ενέργεια είναι τόσο ακριβή όσο πριν ένα χρόνο.
Υπάρχει πια θέμα διατήρησης της κοινωνικής συνοχής εξαιτίας της ακρίβειας γενικότερα αλλά και των τροφίμων ειδικότερα. Παράλληλα, κάποιος πρέπει να ασχοληθεί να ξαναγράψει την θεωρία της οικονομικής ανάπτυξης. Εκεί αναφέρεται, ότι τα νοικοκυριά στις αναπτυγμένες χώρες, είναι μετρίως ευαίσθητα στις αλλαγές τιμών βασικών αγαθών όπως είναι τα τρόφιμα. Εδώ όμως η μια πηγή μετά την άλλη μας πληροφορεί, ότι η πτώση της κατανάλωσης στο τάδε τρόφιμο είναι της τάξης τους 10% και αλλού του 15% σε ένα ή ενάμιση χρόνο. Αυτό είναι όμως βίαιη προσαρμογή, όχι μέτρια ευαισθησία!
Και φανταστείτε ότι τα πάσης φύσεως επιδόματα, που σαφώς τόνωσαν την αγορά σε δύσκολες περιστάσεις, έχουν μόλις λίγο καιρό που σταμάτησαν, τι θα γίνει άραγε αργότερα; Και ο κύκλος αύξησης των επιτοκίων, άρα και των χρηματοοικονομικών εξόδων νοικοκυριών κι επιχειρήσεων και των συνεπειών της σε παραγωγή και κατανάλωση δεν είναι βέβαιο ότι έχει ολοκληρωθεί.
Όταν επιχειρήσεις του χώρου που μας απασχολεί, ανακοινώνουν αυξήσεις κερδών της τάξης του 35 ή και 200%, τότε η ερώτηση είναι, γιατί δεν μειώνατε λίγο τις τιμές να βγάλετε κι εσείς αρκετά να μπορεί και ο καταναλωτής να τα φέρει βόλτα; Είναι ανάγκη εσείς να βγάλετε πολλά ή πάρα πολλά;
Έτσι λοιπόν, να μη μας κακοφανεί εάν επιστρέψει ο τενεκές στο λάδι, η εκτός φορολογικού συστήματος προμήθεια κρέατος από παραγωγούς, κυρίως αυτούς που έχουν λίγα ζώα κι έχουν χρόνο να ασχοληθούν με την εμπορία) κι εάν γεμίσουν, όπως παλιά, οι δρόμοι της Πελοποννήσου με άτομα (δεν είναι σίγουρο ότι είναι αγρότες) που θα πουλάνε τσάντες με λαχανικά και πορτοκάλια, που θα είναι το επόμενο προϊόν που θα συζητηθεί ως πανάκριβο φέτος.
Διαβάζουμε ότι παρόμοια συμβαίνουν και στο εξωτερικό, κυρίως στην Ευρώπη. Η κατανάλωση μειώνεται, το διαθέσιμο εισόδημα το ίδιο. Υπό το πρίσμα αυτό ο στραγγαλισμός της κατανάλωσης τροφίμων στην επί δωδεκαετία δοκιμαζόμενη εσωτερική Ελληνική αγορά, για πολλές επιχειρήσεις ίσως και κλάδους από το χωράφι έως το ράφι, ισοδυναμεί με τον θάνατο της αγελάδας που βγάζει το γάλα. Με ότι σημαίνει αυτό.