Σε απόλυτη κανονικότητα θα επιστρέψει η ελληνική χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας από την 1η Ιανουαρίου, καθώς σύμφωνα με πληροφορίες του insider.gr, το ΥΠΕΝ έχει αποφασίσει να αποσυρθεί τότε και η έκτακτη εισφορά η οποία είχε επιβληθεί στο αέριο που προορίζεται για ηλεκτροπαραγωγή. Επομένως θα λάβουν τέλος μία σειρά από παρενέργειες που είχε το μέτρο, όπως η αύξηση του χονδρεμπορικού κόστους ηλεκτρισμού, η οποία «φούσκωνε» τους λογαριασμούς νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Η έκτακτη εισφορά «ενεργοποιήθηκε» τον Νοέμβριο του 2022, ενώ τον Μάιο του 2023 άλλαξε η φόρμουλα υπολογισμού της. Έτσι, το τελευταίο 8μηνο έχει καθοριστεί στο 5% της τιμής στην οποία «κλειδώνει» στον ολλανδικό κόμβο (TTF) το συμβόλαιο παράδοσης επόμενου μήνα. Για παράδειγμα, τον Δεκέμβριο η τιμή της εισφοράς είναι 2,31 ευρώ ανά Μεγαβατώρα.
Τα έσοδα από αυτό τον προσωρινό φόρο στο αέριο «οδεύουν» στο Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης (ΤΕΜ), για τη χρηματοδότηση των επιδοτήσεων στους λογαριασμούς ρεύματος. Ωστόσο πρωταρχικός σκοπός του ΥΠΕΝ, για τη θέσπιση του μέτρου, ήταν να συγκρατηθεί η κατανάλωση αερίου στη χώρα μας. Κι αυτό γιατί αυξάνοντας το κόστος λειτουργίας των μονάδων αερίου, περιορίζονται οι ποσότητες καυσίμου που χρησιμοποιούνται για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Αιτία η βουτιά στο αέριο
Υπενθυμίζεται ότι το ΥΠΕΝ έχει ήδη αποφασίσει την 1η Ιανουαρίου να αποσυρθούν όλες οι υπόλοιπες παρεμβάσεις από τις χονδρεμπορικές αγορές ηλεκτρισμού, όπως για παράδειγμα τα πλαφόν στις αποζημιώσεις των μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Ωστόσο, η λειτουργία της έκτακτης εισφοράς σαν «κόφτη» στην κατανάλωση αερίου, έκανε το ΥΠΕΝ να εξετάζει κατά πόσο το συγκεκριμένο μέτρο θα έπρεπε να διατηρηθεί.
Ενδεικτικές ήταν οι αναφορές στο θέμα της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου, στη συνάντηση που είχαν με την αντιπροσωπεία της Επιτροπής Ενέργειας του ΣΕΒ στα τέλη Οκτωβρίου, αναφορικά με την ανάληψη πρωτοβουλιών για τον περιορισμό του ενεργειακού κόστους των βιομηχανιών. Από την πλευρά του ΣΕΒ τέθηκε το ζήτημα κατάργησης της έκτακτης εισφοράς, με το ΥΠΕΝ να αφήνει ανοικτή την τύχη του μέτρου.
Όπως είχαν επισημάνει οι επικεφαλής του υπουργείου, η τελική απόφαση θα λαμβανόταν με γνώμονα την πορεία των διεθνών τιμών του αερίου. Μάλιστα, όπως είχαν τονίσει, στην περίπτωση που μέχρι τις αρχές του νέου έτους είχαν διατηρηθεί (ή ακόμη περισσότερο ενισχυθεί) οι ανατιμητικές πιέσεις, τότε μπορεί να διατηρηθεί.
Αν στο διάστημα που μεσολάβησε «κλείδωσε» η απόσυρση της εισφοράς, ο λόγος είναι ότι αντίθετα οι διεθνείς τιμές του αερίου ακολουθούν πλέον πτωτική τροχιά. Είναι ενδεικτικό ότι το συμβόλαιο στο TTF κινείται αυτή τη στιγμή στα επίπεδα των 38 ευρώ ανά Μεγαβατώρα, μία τιμή που έχει να καταγραφεί από τις αρχές του 2022, δηλαδή πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Η πτωτική τάση δείχνει πως αρχίζει να αποτυπώνεται στις ευρωπαϊκές αγορές η ευνοϊκή θέση στην οποία βρίσκεται η «Γηραιά Ήπειρος» ως προς την προμήθεια αερίου – μία προοπτική που είχε αναδείξει από τον Οκτώβριο ο υπουργός ΠΕΝ, Θόδωρος Σκυλακάκης, με δημόσιες δηλώσεις του. Επομένως, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις ώστε τυχόν αύξηση της κατανάλωσης αερίου στα κράτη-μέλη (μεταξύ των οποίων και στην Ελλάδα, με την απόσυρση της έκτακτης εισφοράς) να μην απειλήσει με αναζωπύρωση του κόστους του καυσίμου.
Επιβάρυνση των καταναλωτών
Από την άλλη πλευρά, η απόσυρση της έκτακτης εισφοράς θα έχει ως συνέπεια να αποσυρθεί μία πηγή επιβάρυνσης των λογαριασμών των καταναλωτών. Κι αυτό γιατί το αυξημένο κόστος λειτουργίας των μονάδων αερίου «μεταφράζεται» σε αυξημένο χονδρεμπορικό κόστος ηλεκτρικής ενέργειας – π.χ. τον Δεκέμβριο κατά 4,62 ευρώ ανά Μεγαβατώρα.
Όπως είναι φυσικό, η επιβάρυνση αυτή λαμβάνεται υπόψη από τους προμηθευτές κατά τη διαμόρφωση των τιμολογίων τους. Κάτι που σημαίνει πως για τον μήνα που διανύουμε οι πάροχοι ενσωμάτωσαν τα 4,62 ευρώ για κάθε Μεγαβατώρα στα προϊόντα τους, μετακυλίοντας στη λιανική το «καπέλο» από την ειδική εισφορά.
Σύμφωνα μάλιστα με παράγοντες της αγοράς, η εισφορά προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη επιβάρυνση στη λιανική, καθώς «περνά» στο σύνολο των καταναλωτών μέσω των χρεώσεων. Αντίθετα, τα έσοδα για το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης προέρχονται μόνο από τις μονάδες από το αέριο. Ως συνέπεια, το «ισοζύγιο» (από τη μία πλευρά το όφελος μέσω ΤΕΜ και από την άλλη η αύξηση των χρεώσεων) για τους καταναλωτές είναι αρνητικό.
Σε ετήσια βάση, το αρνητικό αυτό «ισοζύγιο» ανέρχεται σε δεκάδες εκατομμύρια. Επίσης, η αρνητική επίπτωση στους λογαριασμούς θα ήταν μεγαλύτερη από το 2024, καθώς θα σταματήσουν οι οριζόντιες επιδοτήσεις.
Και άλλες αρρυθμίες
Όπως τονίζουν στελέχη του κλάδου, η αύξηση της ελληνικής χονδρεμπορικής αγοράς με τεχνητό τρόπο έχει αρκετές ακόμη παρενέργειες. Έτσι, το γεγονός ότι καθίσταται ακριβότερη από τις γειτονικές αγορές σημαίνει πως πριμοδοτούνται οι εισαγωγές, εις βάρος της εγχώριας παραγωγής ηλεκτρισμού.
Αυτό σημαίνει πως το μέτρο καταδικάζει τις εγχώριες μονάδες αερίου να υπολειτουργούν, με συνέπεια διαταράσσεται και ο προγραμματισμός των εισαγωγών αερίου που υποχρεώνονται να κάνουν οι παραγωγοί. Την ίδια στιγμή, οι αθρόες εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας επιδεινώνουν τις περικοπές «πράσινης» παραγωγής, λειτουργώντας εις βάρος και των ΑΠΕ.