Στο τελευταίο Συμβούλιο Κορυφής, πολλοί αρχηγοί κρατών ζήτησαν να εξεταστεί η ισορροπία δύναμης των συμμετεχόντων στην αγορά των τροφίμων, σαν απάντηση στην πίεση που νιώθουν τόσο από τους αγρότες που έχουν κατέβει με τα τρακτέρ σε όλους πια τους ευρωπαϊκούς δρόμους, όσο και από τους καταναλωτές που υποφέρουν για τις υψηλές τιμές στο ράφι, όλων ανεξαιρέτως πιά των προϊόντων διατροφής.
Tα πανεπιστημιακά εγχειρίδια συνηθίζουν να αναφέρουν ως κλασικό παράδειγμα του τέλειου ανταγωνισμού, δηλαδή τη βάση του σημερινού οικονομικού συστήματος, τον αγροτικό τομέα. Ο μεγάλος αριθμός των παραγωγών και το περιορισμένο μέγεθός τους δεν μπορεί να επηρεάσει τις τιμές πώλησης των αγροτικών προϊόντων, ενώ το διεθνές εμπόριο έρχεται να εξομαλύνει τις διεθνείς τιμές. Η προσέγγιση είναι υπερ-απλουστευμένη, αλλά εξυπηρετεί ένα συγκεκριμένο σκοπό: να αναδείξει στα πλαίσια μιας οικονομικής εφημερίδας ότι ναι μεν ο αγροτικός τομέας είναι πολύ κοντά στην ιδέα του τέλειου ανταγωνισμού, αλλά οι τομείς που συνεργάζεται-οι αγροτικές εισροές και το οργανωμένο χονδρεμπόριο/λιανεμπόριο- έρχεται στη συνέχεια να τινάξει στον αέρα τα όποια θεωρητικά και πρακτικά πλεονεκτήματα έχει. Να εξηγήσει, δηλαδή, έναν από τους λόγους που οι Ευρωπαίοι αγρότες είναι στους δρόμους.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή: ο παραγωγός που πουλάει το σιτάρι του -το πλέον κλασικό και παγκοσμιοποιημένο προϊόν- εισπράττει την τιμή που έχει διαμορφωθεί τη στιγμή της πώλησης στην αγορά. Η τιμή αυτή διαφέρει ελάχιστα από περιοχή σε περιοχή. Είναι, δηλαδή, ενιαία στο επίπεδο μιας χώρας αλλά και μιας μεγαλύτερης γεωγραφικής περιοχής. Διαμορφώνεται, δε, από τις αόρατες δυνάμεις της αγοράς, οι οποίες συμπεριλαμβάνουν την τρέχουσα προσφορά, δηλαδή υπολογίζει ακόμη και στις ποσότητες και τα «πολεμικά σιτάρια» της Ουκρανίας, ενώ με βάση ιστορικά στοιχεία οι εμπορευόμενοι εκτιμούν τις ανάγκες τους και πραγματοποιούν τις αγορές τους. Διαμορφώθηκε, λοιπόν, η τιμή παραγωγού έστω, στα 25 λεπτά το κιλό.
Με τα χρήματα αυτά, ο αγρότης πηγαίνει να αγοράσει τα απαραίτητα εφόδια για τη σπορά: καύσιμα, σπόρους, λίπασμα, φάρμακα. Και οι τέσσερεις αυτοί τομείς, είναι γνωστό ότι λειτουργούν υπό καθεστώς ολιγοπωλίου, ο καθένας για τους δικούς του λόγους, άρα έχουν μια κάποια δυνατότητα να καθορίσουν το ύψος των προσφερόμενων τιμών. Έτσι, βρίσκεις σημαντικές διαφορές τιμών ανάλογα την περιοχή, το κατάστημα που ψωνίζεις και την προηγούμενη συναλλακτική σου σχέση με αυτό. Συνεκτιμώντας τα παραπάνω, οι τιμές των φαρμάκων για παράδειγμα μπορούν να διαφέρουν έως και 30% μεταξύ μεγάλων και μικρών καταστημάτων πώλησης. Κάτι λιγότερο, ισχύει στην πράξη για τα λιπάσματα. Αναφερόμαστε στα ίδια εμπορικά σήματα. Ακόμη και η τιμή του πετρελαίου κίνησης, διαφέρει σημαντικά, έως και 10-12 λεπτά το λίτρο, μεταξύ δύο πρατηρίων που απέχουν μεταξύ τους λίγα χιλιόμετρα.
Στο υπόλοιπο 70% της τιμής που εισπράττεται, συμπεριλαμβάνονται όλα τα κόστη και αμοιβές που οι προηγούμενοι κρίκοι της αλυσίδας (μεταποιητές, διανομείς, εμπόριο) έχουν κοστολογήσει με ακρίβεια, δηλαδή τα λοιπά κόστη παραγωγής των προϊόντων τους, τις αμοιβές του προσωπικού τους, τις όποιες παροχές σε προσωπικό και συνεργάτες, τα έξοδα παράστασης, την προβολή και επικοινωνία, όπως οι ίδιοι την κρίνουν και φυσικά τα κέρδη τα οποία συγκρίνουν με τα περσινά και πρέπει να είναι τουλάχιστον ίσα. Έλα, όμως, που με τα 25 λεπτά που έχει διαμορφωθεί η τιμή του σιταριού στην ελεύθερη αγορά, ο παραγωγός δεν μπορεί να κεράσει ούτε μια μπύρα τον έμπορο που πήγε στο χωριό να πάρει τη σοδειά του, αφού ήδη λειτουργεί με ζημιά!!! Επειδή μάλιστα οι κλιματολογικές συνθήκες στην περιοχή του, επιμένουν να μην του αφήνουν κέρδος τα τελευταία χρόνια και το απόθεμα στην τράπεζα έχει μηδενιστεί, ο παραγωγός θα επικαλεστεί επείγουσα ανάγκη για να αποφύγει τα έξοδα του κεράσματος. Οι προηγούμενοι, όμως, κρίκοι της αλυσίδας, μπορούν να κάνουν όποια σχετική ενέργεια επιθυμούν, αφού στην τιμή πώλησης των προϊόντων τους έχουν προϋπολογίσει την όποια σχετική δαπάνη.
Κάτι αντίστοιχο ισχύει και για τους κρίκους της αλυσίδας που δραστηριοποιούνται μετά το χωράφι: βιομηχανίες, εμπόριο, διανομές. Στην τιμή που αγοράζουν από τον προμηθευτή τους, προσθέτουν ο καθένας το ποσοστό κέρδους του και πουλάει στον επόμενο. Οι τιμές είναι λίγο σε πολύ ίδιες, αφού έχουν ξεκινήσει από την ίδια τιμή παραγωγού. Μόνη μέριμνα τους τα κόστη παραγωγής τους να μην ξεφύγουν σε σχέση με τον ανταγωνισμό.
Έτσι, λοιπόν, φτάσαμε στο σημείο η αγροτική παραγωγή, να λειτουργεί στην αγορά με τον επιθυμητό τρόπο από πλευράς ανταγωνισμού, ενώ οι συνεργαζόμενοι κλάδοι να λειτουργούν με ολιγοπωλιακές συνθήκες. Δηλαδή, οι αδύναμοι αγρότες της περιφέρειας δραστηριοποιούνται ανάμεσα στις συμπληγάδες των ολιγοπωλίων. Τι συμβαίνει στην περίπτωση αυτή; Οι πάντες προσπαθούν να μειώσουν το μερίδιο των αγροτών στα κέρδη και να το οικειοποιηθούν οι ίδιοι. Υπό μία έννοια, δεν ταΐζουν επαρκώς την αγελάδα που τους δίνει το γάλα και με τον καιρό αυτή θα αδυνατίσει και δεν θα δίνει πια όσο γάλα χρειάζονται. Αυτό λένε οι παραγωγοί με το γνωστό Νo farmers no food. Έλα, όμως, που η σύγχρονη πραγματικότητα, μια με τους πολέμους, μια με την αλλαγή των διατροφικών προτύπων, μια με τις τιμές, μια με το ένα μια μ το άλλο, κατορθώνουν και βρίσκουν εναλλακτικές προμήθειες.
Όλοι τρομοκρατηθήκαμε με τον πόλεμο στην Ουκρανία ότι θα μας λείψει σιτάρι και καλαμπόκι, αφού ένας από τους βασικούς εξαγωγείς αποκλείστηκε από την αγορά. Στον Δυτικό τουλάχιστον κόσμο, δεν έλειψε ούτε σπυρί και όταν η διεθνής κερδοσκοπία αποφάσισε ότι έβγαλε αρκετά από τις εν λόγω αγορές, αναχώρησε προς νέες προκλήσεις και υψηλές αποδόσεις, αφήνοντας τις τιμές των σχετικών αγροτικών προϊόντων να κατρακυλήσουν με βιαιότητα στα προ κρίσης επίπεδα. Σε αυτό ακριβώς το σημείο είμαστε τώρα: οι σπορές του προηγούμενου έτους έγιναν με ασύλληπτα υψηλά επίπεδα τιμών λιπασμάτων, σπόρων και ενέργειας, απομυζώντας από τους αγρότες το όποιο πλεόνασμα ή κεφάλαιο κίνησης είχαν δημιουργήσει. Αντίθετα, η διάθεση των προϊόντων έγινε σε επίπεδο τιμών παραπλήσιο αυτού προ κρίσης. Αυτός είναι ένας βασικός λόγος που οι αγρότες σε ολόκληρη την Ευρώπη βρίσκονται στο δρόμο και το κοινό τους αίτημα είναι το υψηλό κόστος παραγωγής.
Η δυσκολία συνεργασίας του τέλειου ανταγωνισμού των αγροτών με τα ολιγοπώλια των αγροτικών εφοδίων, είναι προφανές ότι θίγει τους πρώτους. Εδώ, θεωρητικά, υπεισέρχεται η αγροτική πολιτική, Κοινοτική και Εθνική, ώστε να θεραπεύσει το φυσικό αυτό μειονέκτημα των αγροτών. Δηλαδή, έρχεται κάποιος, οι γραφειοκράτες των Βρυξελλών εν προκειμένου όπως τους αποκαλούν στα μπλόκα, να διορθώσει την κατάσταση. Ειρήσθω εν παρόδω, οι αγρότες τους θεωρούν ξένο σώμα και καθόλου φίλα προσκείμενο σε αυτούς. Τους προσάπτουν οτι όλοι αυτοί που έφτιαξαν τα περίφημα οικολογικά σχήματα τα οποία επέβαλαν μια ακόμη γραφειοκρατία στην παραγωγή και πλήθος ακόμη καλλιεργητικών εξόδων, ενώ οι λεπτομέρειες εφαρμογής των νέων μέτρων καθώς και η σχετική ενημέρωση άργησαν χαρακτηριστικά. Στους εμπνευστές των σχετικών μέτρων, οι αγρότες προσάπτουν την μεροληψία τους υπέρ φιλοπεριβαλλοντικών μη κυβερνητικών οργανώσεων, καθώς και τη συμπάθειά τους προς άλλες επαγγελματικές ομάδες ξένες με το σώμα της καθ’ εαυτού αγροτικής παραγωγής, οι οποίοι είναι πια απολύτως απαραίτητοι για την ομαλή υλοποίηση των νέων μέτρων. Εννοούν τους πάσης φύσεως συμβούλους, πιστοποιητές, ελεγκτές κ.α.
Στην πραγματικότητα, έχουν διαρραγεί, τόσο η εμπιστοσύνη, όσο και οι όροι εμπορίου μεταξύ αγροτών από την μία πλευρά και προμηθευτών και πελατών τους από την άλλη. Θεωρούν οι αγρότες ότι πληρώνουν πάρα πολλά χρήματα στους πρώτους και χωρίς να έχουν στην ουσία εναλλακτικές για να αγοράσουν τα απαραίτητα για την καλλιέργεια, ενώ οι πελάτες τους, τους δίνουν τιμές που διασφαλίζουν πρώτα τα δικά τους συμφέροντα και αποδόσεις και εάν περισσέψει κάτι τις των αγροτών.
Είναι πιθανόν ότι ο γνωστός οικονομολόγος Τζον Μέυναρντ Κέυνς, θεμελιωτής του σύγχρονου οικονομικού συστήματος, δεν πρέπει να αισθάνεται και πολύ άνετα από εκεί ψηλά που θα μας βλέπει. Το σύγχρονο οικονομικό σύστημα, δεν δουλεύει προς όφελος όλων, ενώ κάποιοι έχουν μεγάλη ισχύ στην τεχνολογία, την αγορά ή την διοίκηση ώστε να μπορούν να επωφελούνται δυσανάλογα. Τα προβλήματα αυτά έχουν μελετηθεί από τους θεωρητικούς οικονομολόγους, αλλά η επί πολλά χρόνια υποβάθμιση τους αγροτικού προβλήματος και η «εξαγορά» των αγροτών με τις επιδοτήσεις, κράτησαν τα πράγματα σε ηρεμία αλλά και την γνώση μακριά από το χωράφι. Τώρα με τις νέες περιβαλλοντικές και κλιματικές προκλήσεις και τις άλλες κοσμογονικές αλλαγές η ανησυχία αντικατέστησε την ηρεμία, αλλά λύση δεν διαφαίνεται πουθενά. Μας λείπει άραγε ένας καινούργιος Κέυνς για να γυρίσουν οι αγρότες στα χωράφια τους;