«Υπάρχουν 50 τρόποι για να αφήσεις τον αγαπημένο σου», λέει ένα τραγούδι του Πολ Σάιμον. Άλλοι τόσοι υπάρχουν για να αφήσει η ΕΚΤ τα τεράστια προγράμματα στήριξης, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει αναλυτής του Reuters. Και η ΕΚΤ επέλεξε αυτόν που θα της επιτρέπει να διατηρεί αυστηρό έλεγχο στα επιτόκια, καθώς προσπαθεί να αφαιρέσει σταδιακά ρευστότητα 4,7 τρισ. δολαρίων από το σύστημα.
Οι τράπεζες θα πρέπει να απεξαρτηθούν από το φθηνό χρήμα, όμως η ζωή χωρίς αυτό δεν θα είναι και τόσο δύσκολη. Καθώς λοιπόν ετοιμάζεται να αλλάξει σελίδα στη νομισματική πολιτική της, το πιθανότερο τον Ιούνιο, η ΕΚΤ παρουσίασε την Τετάρτη το νέο λειτουργικό πλαίσιο για την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής της, δίδοντας στις τράπεζες ισχυρότερο λόγο επί της ρευστότητας που χρειάζονται για να μπορέσουν να λειτουργήσουν.
Ανάγκη απόσυρσης ρευστότητας
Το πλαίσιο ορίζει τον τρόπο με τον οποίο το διοικητικό συμβούλιο θα καθοδηγεί τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια της αγοράς χρήματος σύμφωνα με τις αποφάσεις του για τη νομισματική πολιτική, καθώς ο ισολογισμός του Ευρωσυστήματος θα ομαλοποιείται. Ήδη, από το Δεκέμβριο του 2022 η ΕΚΤ είχε ανακοινώσει την επανεξέταση του λειτουργικού πλαισίου της και τώρα με τις νέες αποφάσεις καθιερώνονται οι βασικές αρχές και παράμετροι για την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής και για την παροχή ρευστότητας, καθώς η πλεονάζουσα ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα, αν και θα παραμείνει σημαντική τα επόμενα έτη, σταδιακά θα μειώνεται.
Πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες εδώ και μία δεκαετία αναθεωρήσεις των συνδετικών κρίκων της ΕΚΤ με το χρηματοπιστωτικό σύστημα, μία αλλαγή που εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο των προσπαθειών των κορυφαίων κεντρικών τραπεζών να επανεξετάσουν τον τρόπο παροχής ρευστότητας στο χρηματοοικονομικό σύστημα μειώνοντας ταυτόχρονα το μέγεθος των ισολογισμών τους.
Έχοντας διοχετεύσει τεράστια ποσότητα ρευστότητας στο σύστημα την προηγούμενη δεκαετία μέσω μαζικών προγραμμάτων αγοράς ομολόγων, η ΕΚΤ συζητά εδώ και μήνες για το πώς ακριβώς θα διαμορφώσει το πλαίσιο λειτουργίας της τώρα που το ενεργητικό της συρρικνώνεται. Τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης έκαναν αίσθηση όταν η ΕΚΤ ήθελε να αναζωογονήσει την οικονομία της Ευρωζώνης, να αυξήσει τον πληθωρισμό και να στηρίξει τις τράπεζες. Τώρα όμως, ο πληθωρισμός παραμένει πάνω από το στόχο του 2% της ΕΚΤ, τα επιτόκια βρίσκονται σε επίπεδα ρεκόρ και τα αποθεματικά των εμπορικών τραπεζών πάνω από τις απαιτήσεις των ρυθμιστικών αρχών. Επιπλέον, η ΕΚΤ υπέστη μεγάλες ζημίες από αυτά τα αποθεματικά, επειδή πληρώνει στις τράπεζες επιτόκιο 4% για να τα διακρατούν σε αυτήν.
- Δείτε επίσης: Vujcic: Ένα «στραβοπάτημα» στην οικονομία θα μπορούσε να αυξήσει τον ρυθμό μείωσης των επιτοκίων της ΕΚΤ
Η μείωση του ισολογισμού της ΕΚΤ σημαίνει ότι θα αποσύρει σταδιακά ρευστότητα από το τραπεζικό σύστημα. Κάποια στιγμή όμως αυτό ενέχει τον κίνδυνο να μείνουν οι τράπεζες χωρίς επαρκή αποθεματικά προκαλώντας ανεπιθύμητη μεταβλητότητα στο βραχυπρόθεσμο κόστος δανεισμού, ακόμη και πιστωτική κρίση.
Τι προβλέπει το σχέδιο
Για να τo αποφύγει αυτό, η ΕΚΤ σχεδιάζει να στηριχθεί σε ένα συνδυασμό δανειοδότησης των εμπορικών τραπεζών προκειμένου να κρατά σταθερά τα διατραπεζικά επιτόκια και δημιουργίας ενός μόνιμου ή «δομικού» ομολογιακού χαρτοφυλακίου που θα διασφαλίζει ότι το ενεργητικό της δεν θα μειωθεί κάτω από ένα συγκεκριμένο επίπεδο. Η ΕΚΤ γνωστοποίησε ότι θα παρέχει ρευστότητα μέσω ενός μείγματος εργαλείων, συνεχίζοντας τις εβδομαδιαίες και τριμηνιαίες πράξεις χρηματοδότησης στην παρούσα μορφή αλλά με ελαφρώς χαμηλότερο επιτόκιο. Θα δημιουργήσει επίσης «μακροπρόθεσμες διαδικασίες πίστωσης και ένα δομικό χαρτοφυλάκιο χρεογράφων», αλλά σε μεταγενέστερο στάδιο όταν ο ισολογισμός της ΕΚΤ αποκτήσει μικρότερο μέγεθος - το οποίο όμως δεν έχει προσδιορίσει.
Εστιάζοντας και στους πράσινους στόχους, η κεντρική τράπεζα επισημαίνει ότι το νέο σύστημα «θα ενσωματώσει στο σχεδιασμό του και θέματα που άπτονται της κλιματικής αλλαγής». Αυτό σημαίνει ότι στο σχεδιασμένο ομολογιακό χαρτοφυλάκιο δεν θα συμπεριλαμβάνονται ομόλογα των μεγαλύτερων ρυπαντών ή ότι η ΕΚΤ θα δίδει κίνητρα στις τράπεζες να χρηματοδοτούν περισσότερα «πράσινα» δάνεια.
Όλα αυτά αποσκοπούν στο να διασφαλιστεί ότι η ΕΚΤ συνεχίζει να «προσφέρει μία αποτελεσματική, ευέλικτη και σταθερή πηγή ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα, υποστηρίζοντας ταυτόχρονα και την χρηματοπιστωτική σταθερότητα». Το νέο σύστημα σημαίνει ότι η ΕΚΤ θα διατηρεί τα overnight επιτόκια σε ένα «στενό πλαίσιο διακύμανσης» μεταξύ του επιτοκίου καταθέσεων που πληρώνει για τα χρήματα που διακρατεί για λογαριασμό των εμπορικών τραπεζών και του υψηλότερου επιτοκίου των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης που οι τράπεζες καταβάλουν όταν δανείζονται από την κεντρική τράπεζα. Θα συνεχίσει να κατευθύνει τη στάση της για τη νομισματική πολιτική μέσω του επιτοκίου καταθέσεων, το οποίο κυμαίνεται σήμερα στο 4%, ενώ το επιτόκιο πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης βρίσκεται στο 4,5%. Η ΕΚΤ σημείωσε επίσης ότι η απόσταση ανάμεσα σε αυτά τα δύο επιτόκια θα περιοριστεί στο 0,15% από τις 18 Σεπτεμβρίου. Το επιτόκιο διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης, στο 4,75%, θα παραμείνει 0,25% πάνω από το επιτόκιο πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης.
Ανάμεσα στην Fed και την Τράπεζα της Αγγλίας
Προσφέροντας πιστώσεις στις εμπορικές τράπεζες σε επιτόκιο πιο κοντά σε αυτό που κερδίζουν από τις καταθέσεις τους, η ΕΚΤ φιλοδοξεί να βγάλει από πάνω της το στίγμα που αποτρέπει ορισμένες τράπεζες στο να απευθυνθούν στην ΕΚΤ για ρευστότητα. Το νέο σύστημα της ΕΚΤ είναι ένα υβριδικό μοντέλο ανάμεσα σε αυτό που χρησιμοποιεί η Fed, η οποία έχει ως στόχο να διατηρεί ένα σχετικά μεγάλο ομολογιακό χαρτοφυλάκιο για να προσφέρει επαρκή ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα και στο αντίστοιχο της Τράπεζας της Αγγλίας, που επιτρέπει στις τράπεζες να δανείζονται όσα χρήματα χρειάζονται μέσω τακτικών βραχυπρόθεσμων πράξεων χρηματοδότησης.
Ο Τόμαζ Γουίλαντεκ, οικονομολόγος της T Rowe Price, ανέφερε ότι υπάρχουν «αρκετά πλεονεκτήματα στην υιοθέτηση αυτού του υβριδικού συστήματος», που επιτρέπει στην ΕΚΤ να κατανέμει ρευστότητα σε τράπεζες που την χρειάζονται περισσότερο, δίδοντας της μεγαλύτερη ευελιξία ως προς το μέγεθος του ενεργητικού που θα έχει στον ισολογισμό της. Ωστόσο, ο ακριβής υπολογισμός της ρευστότητας των τραπεζών είναι δύσκολος επειδή το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο για να κάνει πιο ασφαλές το τραπεζικό σύστημα μετά την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 έχει αυξήσει την ποσότητα του άκρως ασφαλούς ενεργητικού που πρέπει να διακρατούν οι εμπορικές τράπεζες. Αυτή τη στιγμή υπάρχει πλεονάζουσα ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα της Ευρωζώνης 3,5 τρισ. ευρώ, πολύ περισσότερο από τα 1,5 τρισ. ευρώ που εκτιμάται ότι χρειάζεται, που σημαίνει ότι το νέο σύστημα δεν πρόκειται να έχει πλήρη αντίκτυπο τουλάχιστον έως το 2029.
Οι βασικές παράμετροι του λειτουργικού πλαισίου προβλέπεται να επανεξεταστούν το 2026, με βάση την εμπειρία που θα αποκτηθεί στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα, ή νωρίτερα, εφόσον κριθεί απαραίτητο. Οι εμπορικές τράπεζες θα πάρουν επίσης μία ανάσα, αφότου ο συντελεστής ελάχιστων αποθεματικών για τον καθορισμό των υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών των τραπεζών παραμένει αμετάβλητος σε 1%, παρά τις φωνές από ορισμένες μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ να αυξηθεί.
Φώτο: Getty Images