To τελευταίο «μίλι» αποδεικνύεται πολύ πιο δύσκολο. Και αυτό είναι ο μεγάλος «πονοκέφαλος» των κεντρικών τραπεζιτών εν μέσω ερωτηματικών μήπως οι επενδυτές είναι υπερβολικά αισιόδοξοι για τις προοπτικές της οικονομίας. Η μείωση του πληθωρισμού από το 9% ή 10% στις ανεπτυγμένες οικονομίες το 2022 συνιστά το «εύκολο κομμάτι», καθώς αποκαταστάθηκαν οι ισορροπίες στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα. Όμως, ο δομικός πληθωρισμός, που εξαιρεί τις τιμές ενέργειας και τροφίμων, ενώ επιβραδύνθηκε στο 3% στο δεύτερο εξάμηνο του 2023, έχει έκτοτε επιστρέψει στο 3,5%, σύμφωνα με εκτιμήσεις της JP Morgan.
Γιατί ο πληθωρισμός επιμένει; «Η απρόσμενη δυναμική της πραγματικής κατανάλωσης» στις ΗΠΑ σημαίνει ότι δεν υπάρχει βιασύνη για μείωση των επιτοκίων, αναφέρει ο Πολ Ασγουορθ, οικονομολόγος της Capital Economics. Eπίσης, ενώ η ευρωπαϊκή οικονομία βρίσκεται σε στασιμότητα από τα τέλη του 2022, πρόσφατες έρευνες υποδηλώνουν βελτίωση των προοπτικών, ενώ η αγορά εργασίας παραμένει ανθεκτική και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Οι μισθοί δε, σύμφωνα με την ΕΚΤ, θεωρούνται σημαντικός παράγοντας για τον πληθωρισμό του κλάδου υπηρεσιών στην Ευρωζώνη που κινείται στο 4% σε ετήσια βάση από το Νοέμβριο του 2023. Και οι εργαζόμενοι έχοντας χάσει μεγάλο μέρος της αγοραστικής τους δύναμης τα χρόνια του υψηλού πληθωρισμού, είναι επόμενο να διεκδικήσουν γενναιόδωρες μισθολογικές αυξήσεις στις συλλογικές διαπραγματεύσεις που είναι σε εξέλιξη στις μεγάλες οικονομίες της Ευρωζώνης.
Ο δείκτης τιμών καταναλωτή αυξήθηκε κατά 2,3% σε ετήσια βάση τον περασμένο μήνα, σύμφωνα με τη στατιστική υπηρεσία, από 2,7% τον Φεβρουάριο και λιγότερο από τη μέση πρόβλεψη των οικονομολόγων για 2,4% σε δημοσκόπηση του Bloomberg. Το κόστος των τροφίμων αποτέλεσε βασικό παράγοντα της αποκλιμάκωσης των τιμών.
Ένα πρώτο crash test για την πορεία του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη θα έχουμε αύριο Τετάρτη, οπότε θα δημοσιοποιηθούν τα στοιχεία για τον πληθωρισμό Μαρτίου στην περιοχή, την ώρα που πληθαίνουν οι προσδοκίες για επιτοκιακή μείωση τον Ιούνιο από την ΕΚΤ. Στη Γερμανία πάντως, ο πληθωρισμός παρουσίασε επιβράδυνση το Μάρτιο, στο 2,3% από 2,7% του Φεβρουαρίου.
Πληθωρισμός της «απληστίας»
Ένα μείζον θέμα που ταλανίζει τις οικονομίες και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού και όπως φαίνεται, τα μέτρα που έχουν ληφθεί αδυνατούν μέχρι στιγμής να το αντιμετωπίσουν, είναι ο πληθωρισμός της «απληστίας» με τις επιχειρήσεις να εκμεταλλεύονται τον πληθωρισμό για να αυξάνουν τις τιμές και κατά προέκταση τα κέρδη τους. Το ερώτημα είναι κατά πόσο η «λαιμαργία» των επιχειρήσεων για κέρδη είναι κάτι που θα εκτονωθεί σύντομα ή πρόκειται για μία τάση που τείνει να εδραιωθεί μετά την απότομη αύξηση των εξόδων για την κάλυψη των αναγκών διαβίωσης, του κόστους μεταποίησης και των μισθών.
Το 2021 και το 2022, περισσότερες από 700 μεγάλες επιχειρήσεις παρουσίασαν συνολικά υπερβάλλοντα κέρδη τουλάχιστον 1 τρισ.δολαρίων, τα οποία είναι κατά 10% υψηλότερα από το μέσο όρο των τελευταίων τεσσάρων ετών, σύμφωνα με την Oxfam και την ActionAid. Καθώς αυξήθηκαν οι τιμές ενέργειας και τροφίμων και υπάρχει τεράστια ζήτηση για ορισμένα φάρμακα, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η Exxon Mobil παρουσίασε το 2022 τα υψηλότερα κέρδη από κάθε άλλο πετρελαϊκό όμιλο της Δύσης, στα 56 δισ.δολάρια, η PepsiCo κατέγραψε λειτουργικά κέρδη ρεκόρ επί τέσσερα διαδοχικά έτη και η φαρμακοβιομηχανία Merck & Co διπλασίασε τα κέρδη της από το 2018 έως 2022, σύμφωνα με το Reuters. Το ΔΝΤ εκτιμά ότι τα αυξανόμενα εταιρικά κέρδη ευθύνονται για το ήμισυ της αύξησης του πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ από τις αρχές του 2022. Αντίστοιχα, το εργασιακό κόστος συνέβαλε στο 25% της αύξησης των τιμών, ενώ τα εταιρικά κέρδη ως ποσοστό του ΑΕΠ άγγιξαν το υψηλότερο επίπεδο από το 1966 τόσο το 2021 όσο και το 2022, τη στιγμή που ο πληθωρισμός είχε κάνει άλμα στο 9,1% από 1,4%.
Η θέση της Ελλάδας
Το θέμα είναι πόσο αποφασισμένες είναι οι επιχειρήσεις να δεχθούν μείωση των κερδών τους. Στην χώρα μας ενώ ο πληθωρισμός κυμαινόταν χαμηλότερα από το μέσο όρο της Ευρωζώνης, από πέρυσι τον Οκτώβριο ξεπερνά σταθερά το μέσο όρο, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat. Η πορεία αυτή καταδεικνύει σαφώς τη νέα δυναμική ανατιμήσεων που αναπτύσσεται, με τον πληθωρισμό τροφίμων στην Ελλάδα να είναι ο δεύτερος υψηλότερος στην Ευρώπη και με την αγοραστική δύναμη των Ελλήνων στην προτελευταία θέση της Ε.Ε..Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που η πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών δεν έχει «γευθεί» το κοινωνικό μέρισμα από το success story της χώρας μας, όπως αποτυπώνεται στα οικονομικά μεγέθη.
Η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και η επιστροφή στο στόχο του 2% είναι το μεγάλο στοίχημα όχι μόνο για το σύνολο της Ευρωζώνης αλλά και για τις εθνικές κυβερνήσεις, καθώς δείχνει πώς η κάθε χώρα ξεχωριστά αντιμετωπίζει χρόνια ολιγοπώλια και δομικά προβλήματα που λειτουργούν ως τροχοπέδη στη μείωση των τιμών.
Οι κεντρικές τράπεζες ίσως να είναι μέρος του προβλήματος
Οι ίδιες οι κεντρικές τράπεζες μπορεί αναπόφευκτα να επιτείνουν τις πληθωριστικές πιέσεις. Σηματοδοτώντας ότι πλησιάζει το σημείο καμπής για τα επιτόκια από πέρυσι το φθινόπωρο, οι κεντρικές τράπεζες οδηγούν σε αποκλιμάκωση τις ομολογιακές αποδόσεις και ωθούν σε άνοδο τις τιμές, ευνοώντας τις δαπάνες. Επίσης, οι υψηλότερες κρατικές δαπάνες σε άμυνα και πράσινη ενέργεια, σε συνδυασμό με τις γεωπολιτικές πιέσεις που συμπιέζουν το παγκόσμιο εμπόριο, είναι πιθανόν να κάνουν τις κεντρικές τράπεζες πιο ανεκτικές στον υψηλότερο πληθωρισμό το επόμενο διάστημα, σύμφωνα με μελέτη του Brookings Institution.
Σε όλα αυτά, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη η πρόσφατη άνοδος των τιμών πετρελαίου - η τιμή brent ξεπέρασε σήμερα τα 88 δολάρια το βαρέλι και το αργό ξέφυγε πάνω από τα 85 δολάρια για πρώτη φορά από τον Οκτώβριο - που θα μπορούσε να προκαλέσει ανάφλεξη του πληθωρισμού, καθώς και ο παράγοντας Κίνα. Για να αντισταθμίσει την εξασθένηση στην αγορά ακινήτων, η Κίνα έχει αυξήσει τα μέγιστα τη μεταποιητική παραγωγή της και τις εξαγωγές της, με αποτέλεσμα να πυροδοτείται πληθωρισμός στα παγκόσμια αγαθά. Οι τιμές των κινεζικών εξαγόμενων αγαθών έχουν αρχίσει να αυξάνονται τον τελευταίο καιρό, σύμφωνα με την JPMorgan.
Εάν πάλι οι κεντρικές τράπεζες αντιδράσουν στον επίμονο πληθωρισμό μεταθέτοντας για αργότερα τις επιτοκιακές μειώσεις, αυτό θα ασκούσε πιέσεις τόσο στις υπερχρεωμένες κυβερνήσεις όσο και στις επιχειρήσεις και θα έθετε σε δοκιμασία την ικανότητα των κεντρικών τραπεζών να ολοκληρώσουν το τελευταίο μίλι και να επαναφέρουν τον πληθωρισμό στο στόχο τους.