Ως ορόσημο για την ΕΚΤ χαρακτηρίζει το Bloomberg την επερχόμενη μείωση επιτοκίων που θα ανακοινωθεί την Πέμπτη 6 Ιουνίου. «Για πρώτη φορά σε δύο δεκαετίες, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής ξεκινούν έναν κύκλο νομισματικής χαλάρωσης χωρίς να πιέζονται από μια έκτακτη οικονομική ανάγκη. Αντίθετα, οι επενδυτές δείχνουν εμπιστοσύνη στην Ευρωζώνη ευρώ και διατηρούν υπό έλεγχο τις ομολογιακές αποδόσεις» τονίζεται στο δημοσίευμα.
Όμως, παρά την φαινομενική ηρεμία, η οικονομία αρχίζει να βλέπει τις συνέπειες των προβλημάτων που συσσωρεύτηκαν επί δεκαετίες. «Όλο και περισσότερο επισκιασμένη από τον δυναμισμό των ΗΠΑ και την άνοδο της Κίνας, η Ευρωζώνη μαραζώνει με αναιμική ανάπτυξη, ασθενή παραγωγικότητα, απογοητευτικά δημογραφικά στοιχεία και διογκωμένα δημόσια οικονομικά σε κρίσιμες χώρες - μέλη» υπογραμμίζει.
Οι ευνοϊκές αγορές και η ανάκαμψη της οικονομίας προσφέρουν στις Βρυξέλλες και τις κυβερνήσεις σπάνιο χώρο για να προσπαθήσουν να αντιμετωπίσουν αυτές τις προκλήσεις. Εάν οι πολιτικοί - στον δρόμο προς τις ευρωεκλογές της Κυριακής - δεν προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την ανάπτυξη και βάζουν σε τάξη τα δημόσια οικονομικά, η Γηραιά Ήπειρος κινδυνεύει να διολισθήσει ακόμη περισσότερο στην ασημαντότητα.
«Χωρίς ένα μεγάλο τράνταγμα, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα γίνει μια πολύ μειωμένη παγκόσμια δύναμη, αφήνοντας τις ΗΠΑ να παλεύουν με την Κίνα για την παγκόσμια υπεροχή», δήλωσε ο Τζέιμι Ρας, επικεφαλής οικονομολόγος της Bloomberg Economics. Η μείωση των επιτοκίων της ΕΚΤ έρχεται καθώς η χειρότερη περίοδος πληθωρισμού στην ιστορία του νομίσματος φαίνεται σε μεγάλο βαθμό να έχει τελειώσει και μια ρηχή ύφεση έδωσε τη θέση της σε μια απροσδόκητη ανοδο της ανάπτυξης.
Το σπρεντ μεταξύ ιταλικών και γερμανικών ομολόγων, υποχώρησε νωρίτερα το 2024 σε χαμηλό δύο ετών. Ενώ οι αποδόσεις έχουν ενισχυθεί οι επενδυτές εκτιμούν δεν υπάρχει κανένας φόβος κατακερματισμού της ευρωπαϊκής οικονομίας και των αγορών της ΕΕ όπως κυριαρχούσε έντονα σαν σενάριο πριν την πρώτη αύξηση επιτοκίων το 2022.
«Η Ευρώπη είναι ένα καμένο χαρτί– είναι το μόνο που έχετε συνηθίσει να ακούτε από επενδυτές του εξωτερικού», τόνισε ο Ρότζερ Χάλαμ, παγκόσμιος επικεφαλής των επιτοκίων της Vanguard Asset Management. «Πλέον κανείς δεν το ακούει αυτό» συμπλήρωσε. Και όμως τα μακροπρόθεσμα προβλήματα φαίνονται πιο δυσοίωνα από ποτέ.
«Ενώ η Ευρώπη τα πηγαίνει καλύτερα τώρα, βαθιές διαρθρωτικές προκλήσεις - γήρανση πληθυσμού, κλιματική αλλαγή και παγκόσμιος κατακερματισμός - περιμένουν στην γωνία», προειδοποίησε τον Μάιο ο Άλφρεντ Κάμερ, ανώτερος αξιωματούχος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Η ασθενής παραγωγικότητα —και μαζί της η χαμηλή ανάπτυξη— είναι ένα τέτοιο πρόβλημα. Η ΕΕ στο σύνολό της τα πηγαίνει σταθερά χειρότερα από τις ΗΠΑ καθ' όλη τη διάρκεια του 21ου αιώνα.
«Εναπόκειται σε εμάς τους Ευρωπαίους να κάνουμε περισσότερα», ανέφερε ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ. Ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα είναι η γήρανση του πληθυσμού — σε συνδυασμό με τις ανησυχίες για τη βιωσιμότητα του χρέους, κυρίως επειδή οι συντάξεις σε όλη την Ήπειρο χρηματοδοτούνται σε μεγάλο βαθμό από το δημόσιο και τα τρέχοντα φορολογικά έσοδα.
«Το ποσοστό γεννήσεων είναι πολύ χειρότερο από το αναμενόμενο», ανέφερε ο Όλιβερ Ρακάου, οικονομολόγος στην Oxford Economics. «Αυτό δεν είναι πρόβλημα σε δύο, τρία ή πέντε χρόνια, αλλά είναι ένα μεγάλο πρόβλημα μακροπρόθεσμα» επεσήμανε. Το πιο πιεστικό είναι η επιδείνωση των δημόσιων οικονομικών σε χώρες που ήδη πασχίζουν με τις δημοσιονομικές τους υποχρεώσεις, με βασική πρωταγωνίστρια την Ιταλία.
«Οι κίνδυνοι αυξάνονται», διαπιστώσει ο Μόριτζ Κρέιμερ, επικεφαλής οικονομολόγος της LBBW και πρώην ανώτερος αναλυτής αξιολόγησης της S&P Global Ratings. «Νομίζω ότι δεν υπάρχει αρκετό άγχος στην αγορά» σημείωσε. Ταυτόχρονα, ειδική αναφορά κάνει το Bloomberg, στην έκθεση που παρουσίασε στα μέσα Απριλίου, ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας Ενρίκο Λέτα για το μέλλον της ενιαίας αγοράς του μπλοκ.
«Ελπίζω ότι τόσο η έκθεση Λέτα, η επερχόμενη παρέμβαση Ντράγκι και οι εκλογές στην ΕΕ να λειτουργήσουν ως καταλύτης. Υπάρχει μια ευκαιρία για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να επικεντρωθούν σε ό,τι έχει σημασία», αποσαφηνίζει ο Πολ Χολινγκσγουόρθ, επικεφαλής οικονομολόγος της BNP Paribas για την Ευρώπη.