Η Fed έστειλε το μήνυμά της, παρότι αυτό δεν έχει γίνει απόλυτα αντιληπτό στις αγορές: θα προχωρήσει σε μία μόνο μείωση των επιτοκίων φέτος, κάτι που θα κάνει πιο δύσκολη τη «ζωή» της ΕΚΤ. Συνεπώς, οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ έχουν ακόμη ένα λόγο δισταγμού να προχωρήσουν σε περαιτέρω επιτοκιακές μειώσεις αφότου η Fed αναδιπλώθηκε ακόμη περισσότερο όσον αφορά στα σχέδιά της για χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής.
Με τους διαμορφωτές νομισματικής πολιτικής στην Ουάσιγκτον να δείχνουν τώρα μόνο μία μείωση το 2024 αντί για τρεις που είχαν προβλέψει τον Μάρτιο και να αναθεωρούν ανοδικά τις προβλέψεις τους για τον πληθωρισμό, οι συνάδελφοί τους στην Φρανκφούρτη γνωρίζουν πολύ καλά ότι η όποια περαιτέρω κίνηση μείωσης των επιτοκίων από την πλευρά τους, ενέχει τον κίνδυνο εισαγόμενου πληθωρισμού μέσω ενός εξασθενημένου νομίσματος.
Και παρότι η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, επιμένει για την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας της Ευρωζώνης από τις ΗΠΑ, καθώς έκανε την πρώτη μείωση την προηγούμενη εβδομάδα όταν ήδη οι ενδείξεις δεν άφηναν να εννοηθεί άμεση κίνηση από την Fed, γνωρίζει πολύ καλά ότι η νομισματική πολιτική της μεγαλύτερης οικονομίας του πλανήτη ασκεί μία έλξη βαρύτητας στην οποία δύσκολα μπορούν να αντισταθούν οι υπόλοιπες κεντρικές τράπεζες. Αυτό σημαίνει ότι εάν περάσει ο Σεπτέμβριος και η ΕΚΤ δεν κάνει δεύτερη μείωση των επιτοκίων, τότε οι πιθανότητες περιορίζονται σε δύο μόνο επιτοκιακές μειώσεις στην Ευρωζώνη έως τα τέλη του έτους αντί για τρεις που αναμένονταν μέχρι τώρα.
- ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Η ειδική σημασία της ψήφου σε αυτές τις Ευρωεκλογές
Ο στρατηγικός αναλυτής της ING, Κάρστεν Μπρζέσκι, σημειώνει ότι η απόφαση της Fed θα δώσει στα γεράκια της ΕΚΤ «τροφή για σκέψη» και σίγουρα θα τα κάνει πολύ πιο επιφυλακτικά στην απόφασή τους να προχωρήσουν σε περαιτέρω μειώσεις. Άλλωστε, η επιφυλακτικότητα αυτή έγινε απόλυτα σαφής στη συνεδρίαση της ΕΚΤ στις 6 Ιουνίου, όταν μειώθηκαν μεν τα επιτόκια, αλλά αναθεωρήθηκαν ανοδικά οι προβλέψεις για τον πληθωρισμό. Οι αγορές δίδουν μία πιθανότητα 60% για μείωση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης από την ΕΚΤ το Σεπτέμβριο και μόλις 40% για μία ακόμη μείωση έως το τέλος του έτους.
Εν μέσω της έντονης αβεβαιότητας που επικρατεί ως προς την πορεία του πληθωρισμού και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, η Κριστίν Λαγκάρντ υπογράμμισε πρόσφατα ότι τα επιτόκια δεν βρίσκονται σε μία γραμμική καθοδική πορεία και ότι η ΕΚΤ πιθανόν να τα αφήσει αμετάβλητα για περισσότερο από μία συνεδριάσεις στο μέλλον. Ο Αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, Λουί ντε Γκίντος, κάλεσε τους συναδέλφους του να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στις κινήσεις τους έως τα τέλη του έτους, παραλληλίζοντας τις επόμενες κινήσεις της ΕΚΤ με την προσπάθεια ενός ανθρώπου να περπατήσει μέσα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο.
«Μπορεί η Fed και η ΕΚΤ να ακολουθούν ανεξάρτητες νομισματικές πολιτικές, όμως παρατηρούμε ότι η μεγαλύτερη επιφυλακτικότητα της Fed συμπίπτει με μία πιο γερακίσια στάση από την ΕΚΤ», αναφέρει ο Πίετ Χέινς Κρίστιανσεν, στρατηγικός αναλυτής της Danske Bank. Oρισμένοι αξιωματούχοι της Ευρωζώνης υποστηρίζουν ότι μία πιο χαλαρή νομισματική πολιτική θα μπορούσε να πυροδοτήσει πληθωριστικές πιέσεις, καθώς το χαμηλότερο κόστος δανεισμού σε σχέση με τις ΗΠΑ θα μπορούσε να αποδυναμώσει το ενιαίο νόμισμα και να αυξήσει τους κινδύνους μέσω ανόδου των τιμών εισαγόμενων αγαθών. Ο Αυστριακός κεντρικός τραπεζίτης, Ρόμπερτ Χόλτσμαν, το «αρχιγεράκι» και το μοναδικό μέλος του ΔΣ της ΕΚΤ που ήταν αντίθετος στην πρόσφατη μείωση των επιτοκίων, επανέλαβε τις ανησυχίες του τις προηγούμενες ημέρες.
Ωστόσο, ο συνολικός αντίκτυπος της απόκλισης των νομισματικών πολιτικών ανάμεσα στις δύο πλευρές του Ατλαντικού δεν είναι ξεκάθαρος. Μία πιο σφιχτή απ΄ ό,τι αναμενόταν πολιτική της Fed θα μπορούσε να καταστήσει πιο περιοριστικές τις διεθνείς χρηματοοικονομικές συνθήκες, προκαλώντας μεγαλύτερη εξασθένηση στην ευρωπαϊκή οικονομία με μικρότερες πληθωριστικές πιέσεις. Οι αξιωματούχοι σε ολόκληρο τον ανεπτυγμένο κόσμο γνωρίζουν πολύ καλά ότι η χαλάρωση στις ΗΠΑ θα μπορούσε να τους δώσει μεγαλύτερα περιθώρια χειρισμών να πράξουν το ίδιο στις οικονομίες τους, εάν αυτό κριθεί αναγκαίο.
Φυσικά, ο βασικότερος λόγος της ανησυχίας είναι η πρόσφατη άνοδος του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη, παρουσιάζοντας μεγαλύτερες ομοιότητες με αυτόν στις ΗΠΑ και πυροδοτώντας ανησυχίες ότι η ΕΚΤ θα δυσκολευτεί όπως και η Fed να μειώσει τα επιτόκια. Οι αγορές εργασίας παραμένουν σφιχτές και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Σε αυτό το πλαίσιο, τα στοιχεία για τον πληθωρισμό Μαΐου στις ΗΠΑ προσέφεραν μία ανάσα, καθώς έδειξαν αποθέρμανση για δεύτερο διαδοχικό μήνα, μετά τις αλλεπάλληλες αυξήσεις τους πρώτους μήνες του έτους.
Οι επιπτώσεις στο ευρώ
Οι δύο κορυφαίες κεντρικές τράπεζες είχαν αποκλίνει και στο παρελθόν. Από το 2015 έως το 2019, η Fed αύξησε τα επιτόκια, ενώ η ΕΚΤ τα μείωσε κάτω από το μηδέν. Όμως, τώρα είναι η πρώτη φορά από τη δημιουργία του ευρώ που η Φρανκφούρτη ηγήθηκε της Ουάσιγκτον στη μείωση των επιτοκίων. Καταρχάς, το ευρώ δεν είναι τόσο εξασθενημένο: εξακολουθεί να είναι 13% υψηλότερο από τα χαμηλά του Σεπτεμβρίου του 2022, οπότε ένα ευρώ αντιστοιχούσε σε λιγότερο από ένα δολάριο. Επίσης, οι επενδυτές έχουν ήδη προεξοφλήσει εν μέρει την απόκλιση ανάμεσα στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Εάν η Fed καθυστερήσει να μειώσει τα επιτόκια έως το πρώτο τρίμηνο του 2025 και η ΕΚΤ τα μειώσει άλλες δύο φορές στο διάστημα αυτό, το ευρώ θα υποχωρήσει επιπλέον μόνο 1% έναντι του δολαρίου, σύμφωνα με την Oxford Economics. Από την πλευρά τους, ερευνητές της ΕΚΤ αναφέρουν ότι μία υποτίμηση 1% του ευρώ θα μπορούσε να αυξήσει τις τιμές εισαγόμενων αγαθών μόλις κατά 0,3% σε ένα χρόνο, ενώ η ανοδική πίεση στον πληθωρισμό θα ήταν μηδαμινή, μόλις 0,04%. Ο περιορισμένος αντίκτυπος έχει να κάνει με το γεγονός ότι το 40% των ευρωπαϊκών εισαγωγών είναι σε ευρώ και κατά συνέπεια δεν επηρεάζεται από τις διακυμάνσεις στην αγορά ξένου συναλλάγματος.
Φυσικά, μία μεγάλη άνοδος στο κόστος εισαγόμενων αγαθών και υπηρεσιών θα είχε σημαντικό αντίκτυπο στον πληθωρισμό. Αυτό ακριβώς συνέβη από τις αρχές του 2022 έως το πρώτο τρίμηνο του 2023, όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία και ώθησε στα ύψη τις τιμές ενέργειας και τροφίμων. Οι υψηλότερες τιμές εισαγόμενων αγαθών εκπροσώπησαν τα δύο-τρίτα του πληθωρισμού της Ευρωζώνης, σύμφωνα με έκθεση του ΔΝΤ.
Βεβαίως, ένα αδύναμο ευρώ έχει ορισμένα οφέλη για τους παραγωγούς της περιοχής. Από τα μέσα του 2023, οι εξασθενημένες εξαγωγές έχουν πλήξει την ανάπτυξη καθώς η ζήτηση από τις μεγάλες αγορές, όπως η Κίνα, έχει επιβραδυνθεί. Ένα φθηνότερο ευρώ θα καθιστούσε επίσης τα αυτοκίνητα της BMW και τα ιταλικά τυριά πολύ πιο ελκυστικά στους ξένους αγοραστές.
Ωστόσο, έρευνα της καθηγήτριας πανεπιστημίου Valentina Bruno και του Hyun Song Shin της Διεθνούς Τράπεζας Διακανονισμών (IIF) έδειξε ότι ένα ισχυρό δολάριο καθιστά το παγκόσμιο εμπόριο πιο ακριβό. Επιπλέον, τα υψηλότερα επιτόκια στις ΗΠΑ θα μπορούσαν να διαχυθούν και σε άλλες χώρες, επειδή οι αγορές κρατικών ομολόγων τους τείνουν να ακολουθούν τις τάσεις της αμερικανικής αγοράς.
Πιο διστακτική η Fed
Οι νέες προβλέψεις της Φέντεραλ Ριζέρβ υποδηλώνουν ότι δεν θα υπάρξουν επιτοκιακές μειώσεις έως και μετά την ημέρα των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ. Οι προβλέψεις δείχνουν μεγαλύτερη διστακτικότητα σε σχέση με το Μάρτιο για την έναρξη του κύκλου χαλάρωσης του υψηλού κόστους δανεισμού που έχει κάνει πανάκριβες τις αγορές για τους Αμερικανούς μέσω πιστώσεων, από οικιακές συσκευές έως αυτοκίνητα και σπίτια. Μόλις το Μάρτιο, οι αξιωματούχοι της Fed προέβλεπαν τρεις επιτοκιακές μειώσεις για φέτος, που θα σήμαινε ότι η χαλάρωση θα άρχιζε από το καλοκαίρι και θα συνεχιζόταν έως τις προεδρικές εκλογές της 5ης Νοεμβρίου.
Τώρα, εν μέσω του επίμονα υψηλού πληθωρισμού και την ισχυρής αγοράς εργασίας, οι αξιωματούχοι της ομοσπονδιακής κεντρικής τράπεζας απέσυραν τις προηγούμενες προβλέψεις τους, περιμένοντας μόνο μία μείωση για φέτος, που σημαίνει ότι δεν θα γίνει καμία κίνηση μέχρι την τελευταία συνεδρίαση του έτους, αυτή του Δεκεμβρίου. Ωστόσο, οι αγορές δεν έχουν χάσει την πίστη τους για μία ακόμη μείωση των επιτοκίων πιο γρήγορα, ενδεχομένως το Σεπτεμβρίου, ούτως ώστε να δώσει ώθηση στην αμερικανική οικονομία εν όψει των εκλογών. Ο Ντόναλντ Τραμπ, που έχει το προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις έναντι του Τζο Μπάιντεν, δήλωσε πρόσφατα σε συνέντευξή του στο Fox Business ότι ενδεχομένως ο Τζερόμ Πάουελ να κάνει κάτι για να βοηθήσει τους Δημοκρατικούς μειώνοντας τα επιτόκια.
Σαφώς, μία καθυστέρηση της κίνησης για μετά τις εκλογές θα μπορούσε να λειτουργήσει σε βάρος του Μπάιντεν, ο οποίος εξασφαλίζει πολύ χαμηλά ποσοστά στις δημοσκοπήσεις για τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκε την οικονομία, παρά την ανεργία κοντά σε ιστορικά χαμηλά, τον πλούτο ρεκόρ των νοικοκυριών και την ανάπτυξη της οικονομίας πάνω από το μακροπρόθεσμο μέσο όρο, στοιχεία ωστόσο που δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματική οικονομική κατάσταση του μέσου Αμερικανού καταναλωτή.
Βεβαίως, οι συγκυρίες μπορεί να αλλάξουν σημαντικά τους επόμενους μήνες και να δικαιολογήσουν μία μείωση από την Fed στη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου, επτά εβδομάδες πριν από τις εκλογές, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα ευνοούσε τον Μπάιντεν. Ο Πάουελ, στην χθεσινή ομιλία του, αναφέρθηκε σε δύο τεστ για την έναρξη των επιτοκιακών μειώσεων: είτε να αποκτήσει η Fed μεγαλύτερη εμπιστοσύνη ότι ο πληθωρισμός κινείται σταθερά στο στόχο του 2%, είτε να υπάρξει μία απρόσμενη επιδείνωση των συνθηκών στην αγορά εργασίας. Εάν συμβεί το πρώτο, θα μπορούσε να ωφελήσει τον Μπάιντεν, ενώ εάν συμβεί το δεύτερο θα λειτουργούσε προς όφελος του Τραμπ.