Τα μαθήματα και οι προκλήσεις για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα συζητήθηκαν σε πάνελ του 5ου Διεθνούς Συνεδρίου του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.
Ο Σύμβουλος και πρώην Υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Θεόδωρος Μητράκος, είπε ότι το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα είναι θωρακισμένο εποπτικά και η αυστηρή εποπτεία δεν είναι τροχοπέδη για την ανάπτυξη. «Η χρηματοπιστωτική σταθερότητα είναι παράγοντας για την ανάπτυξη της οικονομίας». Σε ό,τι αφορά τα κόκκινα δάνεια, μίλησε για σημαντική μείωση του αποθέματος, από 107 δισεκ. ευρώ, το 2016. «Σήμερα έχουν φύγει από τους ισολογισμούς των τραπεζών κόκκινα δάνεια 97 δισεκ. Ευρώ. Υπάρχουν, όμως, 70 δισεκ. ευρώ κόκκινα δάνεια, που βρίσκονται στην οικονομία, τα οποία διαχειρίζονται οι servicers και αποτελούν τροχοπέδη για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Το πρόβλημα θα μας ακολουθεί και τα επόμενα χρόνια. Θα πρέπει να συνεχίσουμε την προσπάθεια ανθεκτικότητας του τραπεζικού συστήματος. Είναι θωρακισμένο, αλλά υπάρχουν κίνδυνοι (γεωπολιτικές εντάσεις, υψηλά επιτόκια)».
Η Διευθύνουσα Σύμβουλος της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, Ισμήνη Παπακυρίλλου, είπε ότι η ΕΑΤ ξεπέρασε τα 45.000 νέα δάνεια στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, εκ των οποίων 9,4 δισεκ. ευρώ έχουν εγκριθεί. «Το ΤΕΠΙΧ ΙΙΙ τρέχει πολύ καλά και βοηθάει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, δεδομένου ότι το κόστος χρηματοδότησης είναι μεγάλο πρόβλημα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Προσπαθούμε να διευρύνουμε τον αριθμό των επιχειρήσεων στη χρηματοδότηση και ειδικά τις καινοτόμες επιχειρήσεις».
Ο Γενικός Διευθυντής Λιανικής της Eurobank, Ιωάννης Σεραφειμίδης, υποστήριξε ότι «σήμερα έχουμε ακριβότερα ακίνητα και μειωμένη προσφορά. Η βραχυχρόνια μίσθωση, το πρόγραμμα της Golden Visa έχουν συμβάλει στην αύξηση των τιμών των ακινήτων. Έχουν αυξηθεί οι τιμές των ακινήτων, αλλά δεν έχουν αυξηθεί οι μισθοί. Μόνο 1 στις 3 αγοραπωλησίες ακινήτων γίνεται με τραπεζικό δανεισμό. Οι περισσότερες αγοραπωλησίες γίνονται με μετρητά, με χρήματα από στρώματα κλπ. Σε κάθε περίπτωση, οι τράπεζες δίνουν δάνεια και βοηθάνε τους νέους στην απόκτηση στέγης».
Ο Γενικός Διευθυντής Επιχειρηματικής και Επενδυτικής Τραπεζικής της Τράπεζας Πειραιώς, Θεόδωρος Τζούρος, εκτίμησε ότι «Ο ρυθμός αύξησης της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων είναι διπλάσιος σε σχέση με την αύξηση του ΑΕΠ, τη διετία 2022 – 2023. Η προσφορά σε δάνεια ξεπερνά τη ζήτηση, ειδικά στον επιχειρηματικό τομέα. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν ρευστότητα και θέλουν να τη διοχετεύσουν στην εγχώρια αγορά. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις έχουν πρόσβαση σε χρηματοδότηση με ανταγωνιστικά σπρεντ».
Ο Διευθύνων Σύμβουλος της Παγκρήτιας Τράπεζας, Αντώνης Βαρθολομαίος, είπε ότι η Παγκρήτια Τράπεζα έχει αναδιαρθρωθεί και βρίσκεται σε επίπεδο, που προσφέρει τα προϊόντα, τα οποία προσφέρουν όλες οι μεγάλες τράπεζες της χώρας. «Βρισκόμαστε στην τελική φάση της συγχώνευσης με την Αττική Τράπεζα, ώστε να δημιουργήσουμε τον πέμπτο τραπεζικό πυλώνα». Ο κ. Βαρθολομαίος ανέφερε ότι, στην τράπεζα, αντιμετωπίσαμε περιπτώσεις πελατών που δεν γνώριζαν πως να λάβουν δάνεια, προσθέτοντας ότι «η ενημέρωση και η συμβουλή είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της επιτυχίας της τράπεζας μας».
Ο Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος του ΚΚΕ, Νίκος Καραθανασόπουλος, μίλησε για τεχνολογικό πόλεμο, με επίκεντρο την τεχνητή νοημοσύνη. «Η ευρωπαϊκή οικονομία έχει μετατραπεί σε πολεμική οικονομία», είπε, προσθέτοντας ότι οι αμυντικές δαπάνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχεδόν διπλασιάστηκαν την περίοδο 2019-23».
Ο κ. Καραθανασόπουλος αναφέρθηκε στο θέμα των υψηλών τιμών, λέγοντας ότι εκεί οδήγησε η απελευθέρωση των αγορών. «Τα λαϊκά στρώματα πληρώνουν την πολύ μεγάλη φορολογική επιβάρυνση, ειδικά των έμμεσων φόρων. Σήμερα, έχουμε κέρδη για τους λίγους και χρέη για τους πολλούς».
Στο πάνελ για την ελληνική οικονομία, ο εκπρόσωπος της Ευρ. Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων στην Ελλάδα, Κρις Άλεν, τόνισε ότι «η ελληνική οικονομία τα πάει πολύ καλά και είμαι πολύ αισιόδοξος. Η Ελλάδα έχει πολύ μεγάλη δύναμη και η γεωγραφική της θέση είναι πολύ σημαντική. Υπάρχει πεδίο δόξης λαμπρό για να προχωρήσει η χώρα και είναι σημαντικό ότι μεγάλες πολυεθνικές χρησιμοποιούν την Ελλάδα για να δημιουργήσουν τα data center τους». Ο κ. Άλεν υποστήριξε ότι υπάρχει μεγάλο περιθώριο για επενδύσεις, προσθέτοντας ότι η ψηφιοποίηση του δημοσίου τομέα έχει κάνει την πολύ μεγάλη διαφορά στη ανταγωνιστικότητα. «Δεν πρέπει να υποτιμούμε τη σημασία των μεταρρυθμίσεων», είπε χαρακτηριστικά.
O Οικονομικός Σύμβουλος του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιώργος Χουλιαράκης, είπε πως «Μετά από τα χρόνια της κρίσης, η Ελλάδα κατάφερε να ανακτήσει την εμπιστοσύνη της στις αγορές και έχει πετύχει εύρωστους ρυθμούς μεγέθυνσης». Τόνισε πως προκαλεί προβληματισμό το εάν η ελληνική οικονομία θα καταφέρει να διατηρήσει τους ρυθμούς ανάπτυξής της, προσθέτοντας ότι η ιδιωτική κατανάλωση στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην αποταμίευση, η οποία δημιουργήθηκε την περίοδο της πανδημίας. «Οι κύριοι παράγοντες διατήρησης της οικονομικής μεγέθυνσης είναι η εκπαίδευση και οι θεσμοί. Θα πρέπει να γίνουν βήματα στον τομέα της δικαιοσύνης. Εάν δεν είχε μεσολαβήσει η μεγάλη κρίση, το κατά κεφαλή ΑΕΠ θα ήταν 10.000 ευρώ υψηλότερο και θα ήμασταν στα 29.000 ευρώ, τα οποία θα μπορούσαν να γίνουν δαπάνες στην κατανάλωση. Η ανάγκη αύξησης του ρυθμού ανάπτυξης κοντά στο 2% είναι σημαντική για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους».
Ο Πρέσβης της Ελλάδας στον ΟΟΣΑ, Γιώργος Παγουλάτος, μίλησε για μακροοικονομική διεθνή συγκυρία, όπου οι οικονομικές εξελίξεις οδηγούνται από τις γεωπολιτικές εξελίξεις. «Η επιθετικότητα της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει οδηγήσει σε αύξηση των αμυντικών δαπανών στην Ευρώπη. Το αποτύπωμα της κλιματικής κρίσης είναι βαρύ. Για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος, απαιτούνται μεταρρυθμίσεις στα συστήματα συνταξιοδότησης, αλλά εμείς στην Ελλάδα έχουμε κάνει μεταρρυθμίσεις και στην αγορά εργασίας. Εκεί, για να καλυφθούν τα κενά, χρειάζονται στοχευμένες πολιτικές μετανάστευσης».
Ο Ακαδημαϊκός Διευθυντής του Ινστιτούτου Wheeler, Ηλίας Παπαϊωάννου, έκανε λόγο για αναιμική αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ, η οποία – όπως είπε - προέρχεται κυρίως από την ιδιωτική κατανάλωση και όχι από τις επενδύσεις. «Υπάρχει πρόοδος στο δημοσιονομικό κομμάτι, ενώ η πτώση του πληθωρισμού οφείλεται στη μείωση των τιμών στην ενέργεια. Μετά από μεγάλη ύφεση, η Ελλάδα θα πρέπει να έχει επενδυτικό μπουμ. Δεν συμβαίνει αυτό».
Στη συζήτηση για την επενδυτική βαθμίδα, ο Αντιπρόεδρος της DBRS, Carlo Capuano, είπε ότι «επαναφέραμε την Ελλάδα στην επενδυτική βαθμίδα γιατί είδαμε τη χώρα να βιώνει μια μετάβαση, να εφαρμόζει τις μεταρρυθμίσεις και να πετυχαίνει ρυθμό ανάπτυξης μεγαλύτερο από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Τόνισε ακόμα ότι πρέπει να ενισχυθεί ο παραγωγικός τομέας, να προςελκυσθούν επενδύσεις, να επιταχυνθεί ο χρόνος απονομής δικαιοσύνης και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις να υιοθετήσουν νέες τεχνολογίες.
«Πρέπει να συνεχιστεί η προσπάθειας μείωσης της αναλογίας χρέους προς το ΑΕΠ, να αυξηθεί ο αριθμός των ατόμων, που εισέρχονται στην αγορά εργασίας, με έμφαση στις γυναίκες και τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας».
Ο Συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στην Βουλή, Ιωάννης Τσουκαλάς, είπε πως η επενδυτική βαθμίδα προσφέρει στην Ελλάδα την αξία της εξωτερικής εμπιστοσύνης, βελτιώνοντας το επενδυτικό κλίμα. «Η ελληνική οικονομία θα πρέπει να καλύψει τα επόμενα 10-15 χρόνια το επενδυτικό κενό. Θα πρέπει να μείνουμε προσηλωμένοι στη μείωση του χρέους και της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Χρειαζόμαστε πολιτική σταθερότητα και δημοσιονομική πειθαρχία για να μην έχουμε πρόβλημα με το χρέος. Ο ρυθμός ανάπτυξης θα πρέπει να είναι 2 ή 2,5% σε μόνιμη βάση και αυτό θα συμβεί με τις επενδύσεις. Χωρίς επενδύσεις δεν υπάρχει διατήρηση ρυθμών ανάπτυξης».
Η Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, Βασιλική Λαζαράκου, είπε πως «με την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, αλλάζουμε σελίδα. Για την κεφαλαιαγορά αυτό σημαίνει εισροή κεφαλαίων. Θα πρέπει να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις». Σε ό,τι αφορά την κεφαλαιαγορά, η κυρία Λαζαράκου είπε ότι έχει δρομολογηθεί ο ψηφιακός μετασχηματισμός της. «Η χρήση νέας τεχνολογίας είναι σημαντική για να συγκεντρώνουμε όλες τις πληροφορίες, που βοηθούν στην αποτελεσματικότητα της εποπτείας».
Ο Γενικός Διευθυντής του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους, Δημήτριος Τσάκωνας, στάθηκε στο γεγονός ότι η Ελληνική Δημοκρατία έχει διασφαλίσει ότι για πολλά χρόνια οι τόκοι εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους δεν θα υπερβαίνουν τα 5 δισεκ. ευρώ ετησίως. «Οι στόχοι πρέπει να είναι μακροπρόθεσμοι στη διαχείριση του δημόσιου χρέους. Αυτό που κάνουμε σήμερα έχει στόχο για τα επόμενα 50 χρόνια, μέχρι το 2070. Στις 15 Δεκεμβρίου θα προχωρήσουμε στη πρόωρη εξόφληση 8 δισεκ. ευρώ των διμερών δανείων του 2010. Θα ακολουθήσουν κι άλλες πρόωρες αποπληρωμές χρέους. Πρέπει να έχουμε παρουσία στις αγορές ακόμη κι αν οι χρηματοδοτικές ανάγκες δεν ξεπερνούν τα 5-6 δισεκ. ευρώ τον χρόνο».