Σύγκλιση σε σημαντικά ζητήματα μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου για την ηλεκτρική διασύνδεση των δύο χωρών -χωρίς ωστόσο σε καμία περίπτωση αυτό να σηματοδοτεί πως οι δύο χώρες βρίσκονται κοντά σε συμφωνία- σηματοδοτεί η χθεσινή απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου της κυπριακής κυβέρνησης αναφορικά με το έργο.
Η βασική εκκρεμότητα που φέρεται να μένει ανοικτή αφορά την προοπτική «εισόδου» της Κυπριακής Δημοκρατίας στον φορέα υλοποίησης του πρότζεκτ, με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου να παραπέμπει την απόφαση σε δεύτερο χρόνο και υπό προϋποθέσεις. Το θέμα αυτό φαίνεται να αποτελεί κόκκινη γραμμή για την Αθήνα.
Την ίδια στιγμή, με βάση διαρροές στα κυπριακά μίντια, η απόφαση θέτει επί τάπητος ένα νέο αίτημα στο τραπέζι, από την πλευρά της Λευκωσίας – που έως αυτή τη στιγμή δεν είχε δει τουλάχιστον το φως της δημοσιότητας. Το αίτημα αυτό αφορά την ανατροπή του επιμερισμού του κόστους ανάμεσα στις δύο χώρες, στην περίπτωση που υπάρξει υπέρβαση του αρχικού προϋπολογισμού του πρότζεκτ.
Από την πλευρά της Αθήνας, προς ώρας δεν υπάρχει «σήμα» για το πώς τοποθετείται η ελληνική πλευρά απέναντι στα νέα δεδομένα που δημιουργεί η απόφαση. Αυτό που πάντως είναι βέβαιο ότι κάθε άλλο παρά διαδικαστικό χαρακτήρα -για την επισφράγιση της συμφωνίας των δύο χωρών- θα έχει η συνάντηση που θα έχει την Πέμπτη, 19 Σεπτεμβρίου, στην Αθήνα ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκος Χριστοδουλίδης, με τον Έλληνα Πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη.
Τα σημεία συμφωνίας
Όσον αφορά τις παραμέτρους όπου πλέον έχει βρεθεί κοινά αποδεκτή λύση -η οποία επισημοποιήθηκε από τη χθεσινή απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου στη Λευκωσία, χωρίς ωστόσο να έχουν γίνει έως αργά το βράδυ γνωστές οι λεπτομέρειες της απόφασης- η μία από αυτές αφορά την ανάκτηση κόστους και από την Κύπρο κατά την κατασκευαστική φάση του έργου. Πρόκειται για το μόνο σημείο της απόφασης στο οποίο αναφέρθηκε ο Κύπριος υπουργός Ενέργειας, Γιώργος Παπαναστασίου, στις χθεσινές δηλώσεις του.
Επομένως, η κυπριακή κυβέρνηση συναίνεσε να χρηματοδοτήσει τη διασύνδεση με 25 εκατ. ευρώ το χρόνο από το 2025 μέχρι και τη λειτουργία του έργου το 2030, δηλαδή συνολικά με 125 εκατ. ευρώ. Τα ποσά θα προέλθουν από τα έσοδα από τους πλειστηριασμούς των δικαιωμάτων ρύπων και θα καλύψουν τη χρονική περίοδο από το 2025 μέχρι το τέλος του 2029. Αν οι δαπάνες του φορέα υλοποίησης υπερβούν τα 125 εκατ. ευρώ της κρατικής χρηματοδότησης την εν λόγω 5ετία, τότε το επιπλέον ποσό θα μετακυλιστεί στην ανάκτηση εσόδου κατά τη φάση λειτουργίας της διασύνδεσης.
Παρά το γεγονός ότι ο κ. Παπαναστασίου δεν έκανε καμία άλλη αναφορά σε άλλες προβλέψεις της απόφασης, σύμφωνα με πληροφορίες από τα κυπριακά μίντια το Υπουργικό Συμβούλιο άναψε επίσης το «πράσινο φως» στον καθορισμό του του μεσοσταθμικού κόστους κεφαλαίου (WACC) στην Κύπρο στο 8,3% για τα πρώτα 17 έτη. Επίσης, στην απόφαση φέρεται να γίνεται μνεία στον επιμερισμό κατά 50-50%, ανάμεσα στις δύο χώρες, του γεωπολιτικού κινδύνου.
Τα «αγκάθια»
Όπως προαναφέρθηκε, ακόμη και στα παραπάνω σημεία σύγκλισης έως αργά χθες το βράδυ δεν είχαν γίνει γνωστές οι λεπτομέρειες αναφορικά με τις λύσεις που αποφάσισε η Κυπριακή δημοκρατία. Ακόμη χειρότερα, η παραπομπή σε δεύτερο χρόνο της «εισόδου» της Κυπριακής Δημοκρατίας στον φορέα υλοποίησης του έργου -και αυτό υπό την προϋπόθεση πως θα επιβεβαιωθούν τα πορίσματα της μελέτης κόστους-οφέλους από ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα- μεγαλώνει ακόμη περισσότερο το χάσμα ανάμεσα ανάμεσα σε Αθήνα και Λευκωσία.
Ο λόγος είναι πως η «είσοδος» της Λευκωσίας θα έδειχνε έμπρακτα την κυπριακή στήριξη στη διασύνδεση και στα οφέλη της για το ενεργειακό σύστημα του νησιού. Αντίθετα, όσο ο βασικός ωφελούμενος από το έργο παραμένει επιφυλακτικός για τις προοπτικές του, δίνεται «σήμα» αβεβαιότητας σε όποιον άλλο επενδυτή ενδιαφέρεται να εμπλακεί στο πρότζεκτ.
Ανατροπή όμως φέρνει και η απόφαση αλλαγής του επιμερισμού ανάκτησης του κόστους της διασύνδεσης, στην περίπτωση που υπάρξει υπέρβαση του αρχικού προϋπολογισμού (ο οποίος εκτιμάται στα 1,9 δισ. ευρώ).
Υπενθυμίζεται ότι το κοινό ρυθμιστικό πλαίσιο Ελλάδας – Κύπρου (Cross Border Cost Allocation) προβλέπει πως η ανάκτηση θα γίνει κατά 37% από την Ελλάδα και κατά 63% από την Κύπρο – η οποία υπολογίστηκε με βάση το όφελος στα δύο ενεργειακά συστήματα. Η Λευκωσία υποστηρίζει πως η ανατροπή της ποσόστωσης θα είναι προς όφελος των Κύπριων καταναλωτών, ωστόσο αυτό σημαίνει πως ένα μέρος της επιβάρυνσης θα μεταφερθεί στους Έλληνες καταναλωτές, χωρίς να αποκομίζουν τα ίδια «κέρδη» από το καλώδιο.