Τον καθοριστικό ρόλο της βιομηχανίας στη διατήρηση της αναπτυξιακής πορείας της ελληνικής οικονομίας το πρώτο εξάμηνο του έτους κατέδειξε η πρόσφατη δημοσίευση των στοιχείων των Τριμηνιαίων Εθνικών Λογαριασμών, όπως αναφέρει η Alpha Bank στο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων που δημοσίευσε την Τετάρτη.
Συγκεκριμένα, η πραγματική Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία (ΑΠΑ) αυξήθηκε κατά 1,4% σε ετήσια βάση, με τη συνεισφορά της βιομηχανίας να υπερβαίνει το 82% της εν λόγω ανόδου. Η ανοδική πορεία της ελληνικής βιομηχανίας πιστοποιείται και από τις επιδόσεις ορισμένων δεικτών οικονομικής συγκυρίας, όπως του δείκτη βιομηχανικής παραγωγής, του δείκτη κύκλου εργασιών στη βιομηχανία και της απασχόλησης.
«Η ανοδική αυτή πορεία είναι αποτέλεσμα αφενός της ενίσχυσης του ρόλου της ελληνικής βιομηχανίας σε διεθνείς αλυσίδες αξίας, με αποτέλεσμα το ποσοστό συμμετοχής των διεθνών εμπορεύσιμων προϊόντων στην ΑΠΑ της να διευρύνεται, κατά τη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας και αφετέρου της ανάπτυξης στρατηγικών συνεργασιών και προσέλκυσης Ξένων Άμεσων Επενδύσεων» τονίζει η Alpha Bank.
Το μερίδιο, συνεπώς, της βιομηχανίας στη συνολική ΑΠΑ της οικονομίας διαμορφώθηκε στο 16,1% το πρώτο εξάμηνο του 2024, σε σημαντικά υψηλότερο επίπεδο από τον μέσο όρο της περασμένης δεκαετίας (2010-2019: 14,8%). Η άνοδος αυτή πιθανότατα συνδέεται με τη σημαντική αύξηση των επενδύσεων στη βιομηχανία που καταγράφηκε από το 2020 και μετά. Το μερίδιο της βιομηχανίας στη συνολική ΑΠΑ, ωστόσο, εξακολουθεί να υπολείπεται του μέσου όρου της Ευρωζώνης.
Η αύξηση της συμμετοχής της βιομηχανίας στη συνολική ΑΠΑ είναι ιδιαίτερα σημαντική, λαμβανομένων υπόψιν των προκλήσεων που αντιμετωπίζει και του ιδιαίτερα υψηλού ενεργειακού κόστους. Αξίζει να αναφερθεί ότι, σύμφωνα με την έκθεση Ντράγκι που δόθηκε πρόσφατα στη δημοσιότητα, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν 2-3 φορές υψηλότερες τιμές ηλεκτρισμού και 4-5 φορές υψηλότερες τιμές φυσικού αερίου σε σύγκριση με τις αμερικανικές.
«Ωστόσο, αποκλίσεις στις τιμές παρατηρούνται και εντός των ευρωπαϊκών κρατών, με τον Πρωθυπουργό της Ελλάδας να καταθέτει πρόσφατα επιστολή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με τέσσερις προτάσεις για την αντιμετώπιση των στρεβλώσεων στην ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας και των σημαντικών αποκλίσεων των τιμών της ενέργειας μεταξύ της περιφέρειας και της κεντρικής Ευρώπης. Η Ελλάδα χρειάζεται, λοιπόν, μία ρεαλιστική στρατηγική για τη βιομηχανία έτσι ώστε να καινοτομεί, να εξάγει και να δημιουργεί νέες, υψηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, μεταβαίνοντας σε μια οικονομία μέσης και υψηλής εντάσεως τεχνολογίας. Στο παρόν Δελτίο θα παρουσιάσουμε συνοπτικά τόσο την τρέχουσα δυναμική και τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής βιομηχανίας, όσο και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει σε μακροχρόνιο ορίζοντα» τονίζεται.
Επιδόσεις της βιομηχανίας κατά το πρώτο εξάμηνο
Η ΑΠΑ της βιομηχανίας αυξήθηκε κατά 7,5% σε ετήσια βάση το πρώτο εξάμηνο, συνεισφέροντας 1,1 ποσοστιαία μονάδα (π.μ.) στην άνοδο της συνολικής ΑΠΑ. Η συνεισφορά της βιομηχανίας στην άνοδο του παραγόμενου προϊόντος ήταν ιδιαιτέρως καθοριστική, καθώς ο πρωτογενής τομέας είχε αρνητική συνεισφορά κατά 0,4 π.μ. (-8,7% σε ετήσια βάση), οι κατασκευές σχεδόν μηδενική συνεισφορά, ενώ ο τριτογενής τομέας συνεισέφερε 0,5 π.μ. στην αύξηση της ΑΠΑ (+0,6% σε ετήσια βάση), με τις 0,2 π.μ. να προέρχονται από την κατηγορία που περιλαμβάνει το εμπόριο, τα ξενοδοχεία και την εστίαση και τις 0,3 π.μ. από τις λοιπές κατηγορίες υπηρεσιών.
Επιπρόσθετα:
- o γενικός Δείκτης Βιομηχανικής Παραγωγής, ο οποίος εκφράζει τον όγκο παραγωγήςiii (προστιθέμενη αξία του κόστους των συντελεστών παραγωγής σε σταθερές τιμές), αυξήθηκε κατά 6,4% το πρώτο εξάμηνο, με τη μεταποίηση -η οποία αντιπροσωπεύει πάνω από το 70% του δείκτη- να αυξάνεται κατά 4,3%. Επιπρόσθετα, ιδιαίτερα θετική ήταν η επίδοση του γενικού Δείκτη Βιομηχανικής Παραγωγής και τον Ιούλιο, καθώς αυξήθηκε κατά 10,6% σε ετήσια βάση, με τη μεταποίηση να αυξάνεται κατά 10,2%. Αξίζει να αναφερθεί ότι η βιομηχανική παραγωγή στην Ελλάδα ακολουθεί ανοδική τάση από τις αρχές του έτους, ενώ αντίθετα η τάση είναι πτωτική σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με τον δείκτη στην Ιταλία αλλά και τον ευρωπαϊκό μέσο όρο να καταγράφουν σταθερά αρνητικούς ρυθμούς μεταβολής
- ο γενικός Δείκτης Κύκλου Εργασιών στη Βιομηχανία, στόχος του οποίου είναι η μέτρηση της δραστηριότητας της βιομηχανίας σε όρους αξίαςiv (πωλήσεις αγαθών και υπηρεσιών), αυξήθηκε κατά 4,6% το πρώτο εξάμηνο, ενώ τον Ιούλιο καταγράφηκε σημαντική αύξηση κατά 11,7% σε ετήσια βάση,
- οι απασχολούμενοι στη βιομηχανία αυξήθηκαν κατά 0,7% σε ετήσια βάση το δεύτερο τρίμηνο του έτους, ενώ από το τρίτο τρίμηνο του 2022 ξεπερνούν το μισό εκατομμύριο, επίπεδα που είχαν να καταγραφούν από τα τέλη του 2010.
Οι πρόδρομοι δείκτες υποδηλώνουν φάση επέκτασης
Όσον αφορά στις βραχυπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής βιομηχανίας, η πορεία του πρόδρομου δείκτη PMI στη μεταποίηση υποδηλώνει ότι παραμένουν θετικές. Ο εν λόγω δείκτης βασίζεται σε μηνιαίες έρευνες που πραγματοποιούνται σε επιλεγμένες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στη μεταποίηση και με βάση τις απαντήσεις που δίνουν σε πέντε πεδία (νέες παραγγελίες, παραγωγή, απασχόληση, χρόνος παράδοσης προμηθειών και αποθέματα), υπολογίζεται η επίδοση κάθε χώρας. Η μέτρηση του δείκτη πάνω από τις 50 μονάδες υποδηλώνει ότι ο μεταποιητικός τομέας βρίσκεται σε φάση επέκτασης, ενώ, αντίθετα, η μέτρηση κάτω από τις 50 μονάδες υποδηλώνει ότι ο τομέας βρίσκεται σε φάση συρρίκνωσης.
Στην Ελλάδα, ο δείκτης διαμορφώθηκε στις 52,9 μονάδες τον Αύγουστο και παρά τη μικρή υποχώρηση των τελευταίων μηνών, παραμένει σταθερά πάνω από τις 50 μονάδες από τις αρχές του περασμένου έτους, καταγράφοντας τις υψηλότερες επιδόσεις μεταξύ των οκτώ χωρών που συμμετέχουν στον υπολογισμό του εν λόγω δείκτη. Αξίζει να αναφερθεί ότι σε χώρες με σημαντική βιομηχανία, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, ο δείκτης καταγράφει ιδιαίτερα χαμηλές επιδόσεις, οι οποίες βρίσκονται κάτω από το όριο των 50 μονάδων.
Καινοτομία και η κλαδική διάσταση του ενεργειακού κόστους: η θέση της Ελλάδας
Πρόσφατα, παρουσιάστηκε η έκθεση Ντράγκι που ανατέθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και συμβάλλει στην επίλυση των προβλημάτων ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης. Η έκθεση αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι η Ευρώπη χρειάζεται να επισπεύσει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ενώ θέτει τρεις βασικές προκλήσεις για την επόμενη μέρα, οι οποίες σχετίζονται και με την επιχειρηματικότητα:
- την προώθηση της καινοτομίας
- τη μετάβαση στην κυκλική οικονομία και τη μείωση των τιμών της ενέργειας
- την προσαρμογή στο νέο γεωπολιτικό σκηνικό, με παράλληλη μείωση της εξάρτησης σε επίπεδο ασφάλειας και οικονομίας.
Όσον αφορά στην προώθηση της καινοτομίας, στην Ελλάδα οι επενδύσεις στη βιομηχανία έχουν καταγράψει σημαντική αύξηση την πενταετία 2018-2022, με αποτέλεσμα το μερίδιό τους επί των συνολικών επενδύσεων να ανέλθει από 14,1% το 2017, σε περίπου 20% το 2022 (τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat). Αντίστοιχα στη μεταποίηση, το μερίδιο των επενδύσεων στον εν λόγω τομέα επί των συνολικών επενδύσεων ανήλθε από 8% το 2017, σε 10,5% το 2022. Επιπρόσθετα, οι επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη (R&D) στον τομέα της μεταποίησης, οι οποίες έχουν πολλαπλασιαστικά οφέλη στη διάχυση της καινοτομίας, έχουν αυξηθεί με αποτέλεσμα να αντιστοιχούν στο 34,2% των συνολικών επενδύσεων σε R&D το 2021, έναντι 30% το 2017.
Στο πεδίο της ενέργειας, σύμφωνα με την έκθεση, οι τιμές λιανικής πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη, κυρίως για τις ενεργοβόρες βιομηχανικές επιχειρήσεις, είναι σημαντικά υψηλότερες από τις τιμές στις ΗΠΑ και την Κίνα, δημιουργώντας συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού, ενώ και οι αποκλίσεις εντός των ευρωπαϊκών κρατών είναι σημαντικές. Ποιες είναι, ωστόσο, οι περισσότερο ενεργοβόρες βιομηχανίες στη Ελλάδα, οι οποίες είναι περισσότερο «ευάλωτες» στο υψηλότερο ενεργειακό κόστος;
Η διαίρεση των δύο μεγεθών για κάθε έτος και ο υπολογισμός του μέσου όρου της περιόδου 2016-2020 δίνει μία «αίσθηση» του πόσο ενεργοβόρος είναι ο εκάστοτε κλάδος. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, τα βασικά μέταλλα είναι ο πιο ενεργοβόρος κλάδος της μεταποίησης, με τις αγορές ενεργειακών προϊόντων να αντιστοιχούν, κατά μέσο όρο, στο 13,7% του κύκλου εργασιών τους, για την περίοδο 2016-2020, ακολουθεί ο κλάδος των μη μεταλλικών ορυκτών προϊόντων με ποσοστό 12,7%, ενώ τα ποσοστά των υπόλοιπων κλάδων δεν υπερβαίνουν το 6,5%. Προκειμένου να υπάρχει ένα μέτρο σύγκρισης με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, υπολογίστηκαν τα αντίστοιχα ποσοστά για την Γερμανία.
Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι δύο πιο ενεργοβόροι κλάδοι της μεταποίησης στην Ελλάδα είναι και οι πιο ενεργοβόροι στην Γερμανία, τα ποσοστά τους, ωστόσο, είναι πολύ χαμηλότερα. Συγκεκριμένα, τα μη μεταλλικά ορυκτά προϊόντα είναι ο πιο ενεργοβόρος κλάδος της γερμανικής μεταποίησης με τις αγορές ενεργειακών προϊόντων να αντιστοιχούν, κατά μέσο όρο, μόλις στο 5% του κύκλου εργασιών τους, για την περίοδο 2016-2020, ενώ ακολουθούν τα βασικά μέταλλα, με το αντίστοιχο ποσοστό να διαμορφώνεται στο 4,6%. Οι σημαντικές αποκλίσεις που παρατηρούνται στις τιμές της ενέργειας καταδεικνύουν την ανάγκη ενίσχυσης της εσωτερικής αγοράς ενέργειας, ιδιαιτέρως κατά τις περιόδους μεγάλης γεωπολιτικής αβεβαιότητας όπως η τρέχουσα.