Πληθαίνουν το τελευταίο διάστημα οι συζητήσεις για την ανάγκη χαλάρωσης των αυστηρών κανόνων του Βερολίνου για τις δαπάνες, του λεγόμενου «φρένου χρέους», που στάθηκε και η βασική αιτία για την κατάρρευση του κυβερνητικού συνασπισμού του Όλαφ Σολτς.
Το γεγονός όμως ότι το «αρχιγεράκι» της ΕΚΤ και διοικητής της Μπούντεσμπανκ, Χοακίμ Νάγκελ, που είναι «σφιχτός» σε θέματα δημοσιονομικής πολιτικής, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου ότι θα πρέπει να υπάρξει μεταρρύθμιση του «φρένου χρέους», υπογραμμίζει την επιτακτική ανάγκη εύρεσης περισσότερου δημοσιονομικού χώρου για να αντιμετωπιστούν τα διαρθρωτικά προβλήματα της γερμανικής οικονομίας.
Το συνταγματικά κατοχυρωμένο φρένο χρέους απαγορεύει στο Βερολίνο να δανείζεται πάνω από 0,35% του ΑΕΠ σε οποιοδήποτε οικονομικό έτος. Ο συγκεκριμένος κανόνας εισήχθη το 2009 από την τότε Καγκελάριο ‘Αγγελα Μέρκελ, κατά την ύφεση που ακολούθησε της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης με στόχο να τεθεί υπό έλεγχο το χρέος που είχε εκτοξευθεί.
Γιατί πρέπει να αλλάξουν οι δημοσιονομικοί κανόνες
Ενώ η ισχύς του ανεστάλη κατά τη διάρκεια της πανδημίας και εν συνεχεία στην ενεργειακή κρίση, επανήλθε φέτος με ένθερμο υποστηρικτή τον πρώην υπουργό Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ. Ωστόσο, η οικονομία της Γερμανίας έχει περιέλθει σε στασιμότητα, έχοντας ουσιαστικά να γνωρίσει πραγματική ανάπτυξη από το δεύτερο εξάμηνο του 2021, με τη βαριά βιομηχανία της να διολισθαίνει ολοένα και πιο βαθιά σε ύφεση και να χάνει θέσεις εργασίας υπό το βάρος του υψηλού ενεργειακού κόστους, της μειωμένης ζήτησης από την Κίνα, της απώλειας ανταγωνιστικότητας και του έκρυθμου γεωπολιτικού περιβάλλοντος. Σε όλα αυτά ήρθε τώρα να προστεθεί και η απειλή δασμών από τον νεοεκλεγμένο Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, εντείνοντας ακόμη περισσότερο το κλίμα αβεβαιότητας.
Αυτό λοιπόν σημαίνει ότι η Γερμανία χρειάζεται περισσότερες δαπάνες για να επανεκκινήσει την οικονομία της, ρίχνοντας χρήμα στη βαριά βιομηχανία και αυξάνοντας τις επενδύσεις, προκειμένου να χρηματοδοτηθούν μεγάλα έργα σε σημαντικά στρατηγικούς τομείς.
Παρότι στη Γερμανία, η δημοσιονομική πειθαρχία δεν είναι μόνο συνταγματική επιταγή αλλά μία βαθιά ριζωμένη νοοτροπία στην πολιτική, στην οικονομία και στην κοινωνική κουλτούρα των πολιτών, τα δεδομένα έχουν πλέον αλλάξει απαιτώντας πιο ευέλικτους δημοσιονομικούς κανόνες. Σε αυτό ακριβώς παραπέμπει και η στροφή των ψηφοφόρων σε ακροδεξιά κόμματα ως αντίδραση στο υψηλό κόστος διαβίωσης και στην επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών.
Τα μηνύματα μίας αλλαγής
Μία αλλαγή θα μπορούσε να ευνοήσει ειδικότερα τις χώρες του Νότου, μεταξύ των οποίων και Ελλάδα, καθότι οι χώρες με υψηλά χρέη έχουν μικρά περιθώρια για αύξηση του δείκτη δαπανών. Επομένως μία δημοσιονομική χαλάρωση στη Γερμανία θα μπορούσε να ανοίξει το δρόμο για πιο ευνοϊκά κριτήρια στις υπερχρεωμένες χώρες της Ευρωζώνης.
Μία τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε επίσης να βοηθήσει και τη Γαλλία, η οποία βρίσκεται μεταξύ των χωρών που τελούν υπό διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Ανεξαρτήτως των πολιτικών εξελίξεων, ένα τεράστιο ζήτημα στη Γαλλία, στην δημοσιονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται, είναι ότι με τις παραχωρήσεις που έκανε ο Μπαρνιέ στον προϋπολογισμό μπροστά στα αιτήματα της ακροδεξιάς Μαρί Λεπέν – υπολογίζονται στα 10 δισ. ευρώ - έχει αποσύρει μέτρα για το 2025 και συνεπώς η χώρα ήδη αποκλίνει από τα προγραμματισμένα δημοσιονομικά της σχέδια που εγκρίθηκαν πρόσφατα από τις Βρυξέλλες. Και αυτός είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τις αγορές αυτή τη στιγμή.
Οι θέσεις του Νάγκελ για το «φρένο χρέους»
Οι Γερμανοί θα προβούν στις κάλπες τον Φεβρουάριο, στο πλαίσιο πρόωρων εκλογών, με τη στασιμότητα της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρωζώνης να τροφοδοτεί την ευρεία δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων στο πρόσωπο του Καγκελάριου Όλαφ Σολτς. Ο Νάγκελ είπε στους Financial Times ότι η επόμενη κυβέρνηση πρέπει να μεταρρυθμίσει το λεγόμενο φρένο χρέους, προειδοποιώντας ότι η γερμανική οικονομία αντιμετωπίζει μια περίπλοκη και αδύναμη προοπτική.
Περισσότερος δημοσιονομικός χώρος για την αντιμετώπιση διαρθρωτικών απειλών - όπως η ενίσχυση των αμυντικών δαπανών και ο εκσυγχρονισμός των υποδομών της χώρας - θα σήμαινε μια πολύ έξυπνη προσέγγιση, υπογράμμισε ο Νάγκελ. Οι δηλώσεις του διοικητή της Μπούντεσμπανκ είναι οι πιο ειλικρινείς μέχρι τώρα για το πώς πιστεύει ότι ένας μελλοντικός καγκελάριος θα πρέπει να αντιμετωπίσει τα περιορισμένα δημοσιονομικά περιθώρια της Γερμανίας.
Ο Νάγκελ εξέφρασε πάντως τη βεβαιότητα ότι η χώρα θα μπορούσε να ξεπεράσει οποιαδήποτε κρίση. «Η εμπειρία του παρελθόντος δείχνει ότι όταν η Γερμανία αισθάνεται τον πόνο, η Γερμανία θα αλλάξει», δήλωσε στους FT και ξεχώρισε τις συζητήσεις για τη μεταρρύθμιση του συνταγματικού φρένου χρέους ως παράδειγμα για το πώς θα μπορούσε να αντεπεξέλθει η Γερμανία στις σημερινές προκλήσεις της. «Μπορούμε να σκεφτούμε να κάνουμε διάκριση μεταξύ των καταναλωτικών δαπανών και των επενδύσεων για να έχουμε περισσότερα περιθώρια από την πλευρά των διαρθρωτικών επενδύσεων», είπε, επισημαίνοντας ότι το γερμανικό χρέος προς το ΑΕΠ έχει μειωθεί σημαντικά και πλησιάζει το επίπεδο του 60%, το όριο για το χρέος που ορίζουν οι κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας.
Η Μπούντεσμπανκ παρουσίασε για πρώτη φορά ιδέες για τη μεταρρύθμιση του φρένου χρέους το 2022. Ο Νάγκελ είπε φέτος το Μάρτιο ότι σε ορισμένες χρονικές περιόδους η Γερμανία θα μπορούσε να έχει ελαφρώς υψηλότερα ελλείμματα χωρίς να θέσει σε κίνδυνο τη σταθερότητα. Αναγνώρισε δε ότι το φρένο χρέους έχει υπάρξει ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο μετά τη δραματική αύξηση του δημόσιου χρέους μετά τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση. Κατά τη διάρκεια της κρίσης του ευρώ, το φρένο έδωσε επίσης το μήνυμα, κατά τον αξιωματούχο, ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να θέσουν υπό έλεγχο τα χρέη και τα ελλείμματά τους.
Αλλαγή στάσης από Μερτς
Ο Φρίντριχ Μερτς, ο σημερινός ηγέτης του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) και, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, πιθανότερος καγκελάριος μετά τις εκλογές του Φεβρουαρίου, είναι ένας από τους φανατικότερους υποστηρικτές της δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Ήταν άλλωστε το κόμμα του που προσέφυγε στο Συνταγματικό Δικαστήριο υποστηρίζοντας ότι η κυβέρνηση παραβίασε την συνταγματική επιταγή. Ο τρόπος όμως με τον οποίο διαλύθηκε η κυβέρνηση έφερε στο επίκεντρο της συζήτησης τα όρια του φρένου χρέους και την πιθανή ανάγκη αναθεώρησής του.
Πριν από λίγες ημέρες, ο Μερτς αιφνιδίασε τους πάντες με τις δηλώσεις του ότι είναι ανοιχτός σε αλλαγές. Είπε ότι το φρένο χρέους είναι σημαντικό, αλλά όχι απαραβίαστο, διευκρινίζοντας ταυτόχρονα ότι η χαλάρωση δεν θα πρέπει να γίνει υπέρ κοινωνικών παροχών, για να δαπανηθούν δηλαδή ακόμη περισσότερα χρήματα στην καταναλωτική και κοινωνική πολιτική.
Υποβάθμιση προβλέψεων από ΟΟΣΑ
Ο ΟΟΣΑ υποβάθμισε τις προβλέψεις του για την ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας για το επόμενο έτος, εν μέσω πολιτικής αβεβαιότητας και σφιχτής δημοσιονομικής πολιτικής, ενώ εξακολουθεί να περιμένει στασιμότητα για φέτος.
Η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη αναμένεται να αναπτυχθεί με ρυθμό 0,5% το 2025, χαμηλότερα από την προηγούμενη πρόβλεψή του για 1,1%.
Ο διεθνής οργανισμός εκτιμά ότι η αβεβαιότητα σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα παραμένει υψηλή μετά την αποτυχία ολοκλήρωσης των διαπραγματεύσεων για την ψήφιση του προϋπολογισμού για το 2025 και την κατάρρευση της κυβέρνησης συνασπισμού. Ακόμη χειρότερα, η κυβέρνηση Σολτς προγραμμάτιζε να εφαρμόσει αρκετά μέτρα για να επανεκκινήσει την ανάπτυξη της οικονομίας, κάτι που πλέον μετατίθενται για μετά τις εκλογές του Φεβρουαρίου. Την ώρα που η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης υπολείπεται από το μέσο όρο του 1,3% για το 2024 στην Ευρωζώνη και του 1,5% για το 2025.
Παρότι ο χαμηλός πληθωρισμός και οι αυξανόμενοι μισθοί θα μπορούσαν να ενισχύσουν τα πραγματικά εισοδήματα και την ιδιωτική κατανάλωση, η εξασθενημένη παγκόσμια ζήτηση βαραίνει τη μεταποιητική παραγωγή της Γερμανίας, ενώ ο έντονος ανταγωνισμός από την Κίνα προκαλεί προβλήματα, ειδικά στην αυτοκινητοβιομηχανία, όπως ανέφερε στο Reuters ο αναλυτής του ΟΟΣΑ, Ρόμπερτ Γκρούντκε.