Λύσεις και για τους εγκλωβισμένους δανειολήπτες του ελβετικού φράγκου, θα αναζητήσει η κυβέρνηση. «Παρακολουθούμε το θέμα και θα κάνουμε ότι επιτρέπεται βασιζόμενοι και σε πρακτικές άλλων κρατών», είπε χθες, μιλώντας στην τηλεόραση του ΣΚΑΙ, ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης, ζητώντας, ωστόσο, υπομονή, καθώς το θέμα δεν είναι απλό.
Τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο αφορούν περίπου 70.000 δανειολήπτες και 200.000 οικογένειες αν συνυπολογιστούν οι εμπλεκόμενοι συνοφειλέτες και εγγυητές. Οι παραπάνω, σύμφωνα με τον Σύλλογο Δανειοληπτών σε Ελβετικό Φράγκο, έχουν δάνεια της τάξεως των 10 δισ. ευρώ, τα οποία πήραν την περίοδο 2006 – 2009, με δέλεαρ το χαμηλό επιτόκιο του ελβετικού φράγκου και μια ισοτιμία τότε με το ευρώ (περίπου 1,64), η οποία κυμαινόταν σε σταθερά υψηλά επίπεδα και με μικρή διακύμανση (5-8%) την τελευταία 5ετία.
Τα πρώτα σύννεφα στον ορίζοντα της ισοτιμίας φάνηκαν από το τέλος του 2008. Η κατρακύλα συνεχίστηκε με αποκορύφωμα τον Ιούλιο του 2011 όπου από το 1,65 (2007), η ισοτιμία έφτασε σχεδόν στο 1/1 τον Ιούλιο του 2011. Ένα δάνειο π.χ. 170.000 ευρώ (με διάρκεια 23 έτη) ξεκίνησε το 2007 με μηνιαία δόση περίπου 800 ευρώ για να φτάσει το καλοκαίρι του 2011 στα 1255 ευρώ. Τον Σεπτέμβριο του 2011, η Ελβετική Εθνική Tράπεζα (SNB), προσπαθώντας να αναχαιτίσει την υποχώρηση της νομισματικής ισοτιμίας φράγκου και ευρώ, επέβαλε ένα όριο ισοτιμίας 1,20 φράγκα ανά ευρώ, προκειμένου να προστατεύσει την εξαγωγική οικονομία της χώρας. Σήμερα, η ισοτιμία έχει πέσει κάτω από το 1 προς 1 (0,93) που σημαίνει ότι ενώ 1 ευρώ αγόραζε 1,65 ελβετικά φράγκα το 2007, σήμερα αγοράζει λιγότερο και από 1.
Στο δια ταύτα, όσοι δανείστηκαν σε ελβετικό φράγκο για να πάρουν σπίτι (σ.σ. τα στεγαστικά είναι η συντριπτική πλειοψηφία των δανείων σε ελβετικό και ακολουθούν κάποια επιχειρηματικά) βρίσκονται σήμερα να χρωστούν 70% περισσότερο από όσο ήταν το αρχικό κεφάλαιο το οποίο δανείστηκαν.
Εάν το 2006, οπότε η ισοτιμία των δύο νομισμάτων ήταν 1 ευρώ ίσο με 1,67 ελβετικά φράγκα, ένας δανειολήπτης εκταμίευε στεγαστικό δάνειο ύψους 167.000 ελβετικών φράγκων, το κεφάλαιο που όφειλε να αποδώσει στην τράπεζα, κατά την λήξη του δανείου του, αντιστοιχούσε το συνολικό ποσό των (167.000 CHF/1,67=) 100.000 ευρώ. Σήμερα, όπου η ισοτιμία μεταβλήθηκε στο 1 ευρώ ίσο με 0,93 ελβετικά φράγκα, ο ίδιος δανειολήπτης οφείλει να αποδώσει ποσό (167.000 CHF/0,93 =)179. 569 ευρώ, δηλαδή 79.000 ευρώ περισσότερα από την αρχική οφειλή του.
Σημειώνεται, πάντως, ότι οι παραπάνω δανειολήπτες αγνόησαν τον συναλλαγματικό κίνδυνο που συνεπάγεται ο δανεισμός σε ένα νόμισμα στο οποίο δεν έχεις αντίστοιχα έσοδα και πόνταραν στο χαμηλό επιτόκιο του ελβετικού φράγκου, επωφελούμενοι σημαντικά τον πρώτο καιρό, σε σχέση με τους δανειολήπτες σε ευρώ. Τα επιτόκια του ελβετικού φράγκου ήταν χαμηλότερα του ευρώ κατά 1% - 1,5%, ενώ έφτασαν να γίνουν και αρνητικά -1%, επίπεδα στα οποία τα διατήρησαν οι τράπεζες. Το ίδιο δεν έγινε με τα επιτόκια του ευρώ τα οποία οι τράπεζες δεν έκαναν αρνητικά παρά το γεγονός ότι είχαν γυρίσει αρνητικά επίσης. Την περασμένη Πέμπτη, η Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας προχώρησε σε μείωση του επιτοκίου του ελβετικού φράγκου από το 1% στο 0,50%.
Οι τράπεζες και οι εταιρείες διαχείρισης έχουν προχωρήσει σε ρυθμίσεις των δανείων σε ελβετικό φράγκο, είτε διμερείς είτε μέσω του εξωδικαστικού μηχανισμού. Ωστόσο, οι δανειολήπτες βλέπουν το άληκτο κεφάλαιο να έχει διογκωθεί από την άνοδο της ισοτιμίας του νομίσματος και απειλούνται όχι απλώς με την απώλεια του σπιτιού τους, αλλά και με πλειστηριασμό της υπόλοιπης περιουσίας τους, αφού το προσημειωμένο ακίνητο δεν πρόκειται να καλύψει την εξαιρετικά διογκωμένη οφειλή του δανείου.
Η τελευταία δικαστική εξέλιξη στο πεδίο των προσφυγών που έχουν κάνει οι δανειολήπτες του ελβετικού φράγκου είναι από το 2019, όταν εκδόθηκε η υπ. αριθμ. 4/2019 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, η οποία απέρριψε το αίτημα των δανειοληπτών να υπολογίζονται τα ποσά των δόσεων που καλούνται να καταβάλλουν μηνιαίως σε ευρώ, με βάση την ισοτιμία ευρώ και ελβετικού φράγκου (1-1,67) που ίσχυε κατά τον χρόνο της εκταμίευσης του δανείου τους, ήτοι το 2006-2009, και όχι με βάση εκείνη που ισχύει κατά τον χρόνο καταβολής της εκάστοτε δόσης (σήμερα 1-0,94).
Σε τρεις χώρες μόνο (Πολωνία, Ουγγαρία, Κροατία) τα τοπικά δικαστήρια δικαίωσαν τους δανειολήπτες (περίπτωση Πολωνίας) ή οι κυβερνήσεις παρενέβησαν, θέτοντας πλαφόν στα επιτόκια και τις δόσεις ή δίνοντας τη δυνατότητα να μετατραπούν τα δάνεια στο τοπικό νόμισμα.
Το θέμα είναι λεπτό και για τις τράπεζες που έχουν χορηγήσει τα δάνεια σε ελβετικό. Αυτό, διότι η δομή της συναλλαγής ενός δανείου σε ξένο νόμισμα, προβλέπει ότι η τράπεζα δανείζεται π.χ. σε ελβετικό φράγκο για να δανείσει το ποσό αυτό στον πελάτη της και αυτός πουλάει το νόμισμα για να αγοράσει ευρώ, με τα οποία θα κάνει και την αγορά του σπιτιού του. Δηλαδή, υπάρχει ένας κύκλος ενεργειών που συνδέεται με το ξένο νόμισμα και εφόσον τα δάνεια σε ελβετικό παραμένουν γραμμένα ως τέτοια στα βιβλία των τραπεζών, θα πρέπει να καλύπτονται από δανεισμό σε ελβετικό. Σε διαφορετική περίπτωση (δάνειο σε ελβετικό – funding σε ευρώ), ο επόπτης θα αποφαινόταν ότι πρόκειται περί συναλλαγματικής θέσης της τράπεζας.