Οι δασμολογικές πολιτικές του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ πιθανότατα θα έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην οικονομία, ανέφερε ο διοικητής της Τράπεζας της Γαλλίας Φρανσουά Βιλερουά ντε Γκαλό σε ραδιοφωνική συνέντευξή του, σύμφωνα με το Reuters.
Παράλληλα, κάλεσε σήμερα την Ευρωπαϊκή Ένωση «να ξυπνήσει» και να ενισχύσει την ικανότητα καινοτομίας ώστε να αντιμετωπίσει το «απρόβλεπτο» στοιχείο της οικονομικής πολιτικής του Τραμπ.
Πρέπει «να ενισχύσουμε την ικανότητα καινοτομίας και παραγωγής στην Ευρώπη, να επενδύουμε καλύτερα στις τεχνολογίες του μέλλοντος και να καινοτομούμε πιο γρήγορα απλοποιώντας τα πράγματα», πρόσθεσε.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Γαλλίας, επιβεβαίωσε επίσης ότι η Γαλλία πιθανότατα θα αποφύγει μια οικονομική ύφεση το 2025.
Οι προβλέψεις της Τράπεζα της Γαλλίας
Η Τράπεζα της Γαλλίας προβλέπει οικονομική ανάπτυξη 0,1% ως 0,2% κατά το πρώτο τρίμηνο στη Γαλλία, σε ένα πλαίσιο ισχυρών αβεβαιοτήτων. Για το 2025, προβλέπει αύξηση 0,9%, όπως και η κυβέρνηση.
«Αν υπάρχει σήμερα μια βασική απειλή για την οικονομία, είναι αυτή η αβεβαιότητα που ταλανίζει τους επιχειρηματίες, οι οποίοι αναβάλλουν τις επενδύσεις τους, ή ακόμη και των καταναλωτών, οι οποίοι δεν προβαίνουν σε αγορές και προτιμούν να αποταμιεύουν», προειδοποίησε ο Βιλερουά ντε Γκαλό.
«Από αυτήν την άποψη, το απρόβλεπτο του Τραμπ δεν αποτελεί αποτελεσματική οικονομική στρατηγική. Παντού στον κόσμο, αυτό αυξάνει την αβεβαιότητα και ως εκ τούτου επιβαρύνει την εμπιστοσύνη και την ανάπτυξη», σημείωσε.
«Ο προστατευτισμός μπορεί να φαίνεται ελκυστικός βραχυπρόθεσμα, αλλά σε βάθος χρόνου, αποδεικνύεται ότι αποτυγχάνει».
Ενώ ο πληθωρισμός μειώθηκε στη Γαλλία και το ποσοστό της ανεργίας ήταν 7,3% στο δ' τρίμηνο του 2024, «παραμένουν ακόμη δύο σοβαρές οικονομικές ασθένειες», πρόσθεσε.
Όσον αφορά τη Γαλλία αναφέρθηκε «στο πρόβλημα» των δημοσιονομικών και του χρέους, ενώ για την Ευρώπη, αναφέρθηκε σε αυτό μιας ανεπαρκούς ανάπτυξης και καινοτομίας.
Την ώρα που η ευρωπαϊκή οικονομία «περιστρέφεται γύρω από μια ανάπτυξη 1%», αυτή βρίσκεται «μεταξύ 2% και 3%» στις ΗΠΑ, και «κάθε χρόνο, το χάσμα μεγαλώνει», κατέληξε.
Με πληροφορίες από Reuters, ΑΠΕ - ΜΠΕ