Την πρόθεσή του να τηρήσει στάση αναμονής αναφορικά με τα επόμενα βήματα στη χάραξη της νομισματικής πολιτικής από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ επισήμανε ο διοικητής της Fed του Ρίτσμοντ, Τόμας Μπάρκιν, υπογραμμίζοντας παράλληλα πως η Κεντρική Τράπεζα θα πρέπει να ακολουθήσει μία πιο προσεκτική προσέγγιση στο ζήτημα των επιτοκίων μέχρι να είναι ξεκάθαρο ότι ο πληθωρισμός επιστρέφει στον στόχο του 2%.
«Είναι δύσκολο να κάνει κάποιος σημαντικές αλλαγές στη νομισματική πολιτική εν μέσω τέτοιας αβεβαιότητας» ανέφερε χαρακτηριστικά ο Μπάρκιν μιλώντας σε εκδήλωση στο Rotary Club of Richmond, ενώ πρόσθεσε πως «προτιμώ να κάτσω να δω πώς θα εξελιχθεί αυτή η αβεβαιότητα και πώς θα αντιδράσει η οικονομία».
Όπως αναφέρει το Reuters, σύμφωνα με τον Μπάρκιν η τρέχουσα αβεβαιότητα είτε οφείλεται στις εμπορικές πολιτικές της κυβέρνησης Τραμπ είτε σε άλλους παράγοντες και «απαιτεί μια πιο προσεκτική προσέγγιση καθώς προσπαθούμε να ολοκληρώσουμε τη μάχη κατά του πληθωρισμού».
Τα επιτόκια θα πρέπει «να παραμείνουν συγκρατημένα περιοριστικά έως ότου είμαστε πιο σίγουροι ότι ο πληθωρισμός επιστρέφει στον στόχο του 2%», ανέφερε ακόμα ο αξιωματούχος της Fed, τονίζοντας παράλληλα πως αναμένει τα στοιχεία που θα ανακοινωθούν την Παρασκευή να δείξουν πως ο δείκτης τιμών των Προσωπικών Καταναλωτικών Δαπανών (PCE) μειώθηκε τον Ιανουάριο.
«Η οικονομία, εν τω μεταξύ, παραμένει «σε καλή θέση», είπε, με συνεχή αύξηση της παραγωγής και χαμηλή ανεργία». Ωστόσο, ο Barkin είπε ότι η Fed πρέπει να παραμείνει επικεντρωμένη στην πλήρη επιστροφή του πληθωρισμού στον στόχο. «Είναι κρίσιμο να παραμείνουμε σταθεροί», κατέληξε ο διοικητής της Fed του Ρίτσμοντ.
Η Fed αναμένεται να διατηρήσει το βασικό της επιτόκιο σταθερό στο εύρος από 4,25% έως 4,50% στη συνεδρίασή της τον Μάρτιο, παρατείνοντας την παύση στις μειώσεις των επιτοκίων αφού οι αξιωματούχοι μείωσαν κατά μια πλήρη ποσοστιαία μονάδα το επιτόκιο πολιτικής το 2024.
Ο βασικός δείκτης μέτρησης του πληθωρισμού της Fed παραμένει περίπου μισή ποσοστιαία μονάδα πάνω από τον στόχο, με μικρή πρόοδο τους τελευταίους μήνες. Επιπλέον, οι αλλαγές πολιτικής στην Ουάσιγκτον, από την αύξηση των δασμών έως τους αυστηρότερους κανόνες μετανάστευσης, έχουν εγείρει ανησυχίες ότι οι πιέσεις στις τιμές ενδέχεται να αυξηθούν ξανά.