Οι υψηλές τιμές στα καύσιμα ίσως να αποτελούν παρελθόν καθώς ένας νέος κύκλος πιέσεων στο Brent βρίσκεται σε εξέλιξη. Παρά τις γεωπολιτικές εντάσεις και την πιθανότητα διακοπής της παραγωγής και διανομής πετρελαίου, η τρέχουσα συγκυρία συντείνει σε μια αποκλιμάκωση των τιμών του πετρελαίου αργότερα φέτος καθώς και το 2026. Μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν ευνοϊκή για την Ελλάδα η οποία θα έβλεπε τις τιμές των καυσίμων να μειώνονται (τουλάχιστον ως προς το ποσοστό που επιτρέπουν οι φόροι και οι λοιποί δασμοί).
Με εξαίρεση το ισχυρό ράλι τιμών στα σχεδόν 120 δολάρια το βαρέλι κατά τους πρώτους μήνες της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022, οι τιμές του WTI και του Brent διαπραγματεύονται σε ένα εύρος 65-90 δολαρίων ανά βαρέλι.
Σίγουρα οποιαδήποτε κλιμάκωση των γεωπολιτικών εντάσεων, μια απρόβλεπτη διακοπή του εφοδιασμού ή η ισοτιμία ευρώ - δολαρίου και μια πιθανή αποδυνάμωση του πρώτου θα μπορούσε εύκολα να εκτοξεύσει την τιμή του Brent αλλά αυτή τη στιγμή, οι επικρατέστεροι παράγοντες είναι μάλλον πτωτικοί. Μάλιστα, όπως εκτιμούν οι διεθνείς αναλυτές, οι τιμές θα μπορούσαν τελικά να καταρρεύσουν κάτω από το επίπεδο των τελευταίων τεσσάρων ετών, το οποίο ήταν στα 65 δολάρια το βαρέλι. Και αυτό επειδή τόσο η πολιτική του ΟΠΕΚ+ όσο και οι εξελίξεις στον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας αλλά και η πολιτική που υιοθετούν οι ΗΠΑ τείνουν να επιτρέψουν να εισρεύσουν στην αγορά μεγαλύτερες ποσότητες πετρελαίου ενώ, από την άλλη, η ζήτηση τίθεται υπό αμφισβήτηση εν μέσω της αβεβαιότητας που δημιουργεί το νέο γεωπολιτικό και οικονομικό σκηνικό.
Ποιοι παράγοντες πιέζουν πτωτικά το πετρέλαιο
Ο Οργανισμός Πετρελαιοεξαγωγικών Χωρών και οι εταίροι του (OPEC+) ανακοίνωσε ότι θα αυξήσουν την παραγωγή πετρελαίου όπως είχε προγραμματιστεί, αρχής γενομένης από την 1η Απριλίου. Αυτή σηματοδοτεί την πρώτη προγραμματισμένη αύξηση παραγωγής από το 2022 και θεωρείται μια στρατηγική μετατόπιση από τον ΟΠΕΚ+ καθώς κινείται προς την επιστροφή των 2,2 εκατομμυρίων βαρελιών ημερησίως στην αγορά, ως μέτρο ασφαλείας για τη σταθεροποίηση των τιμών του πετρελαίου.
Εν μέσω συνεχιζόμενων παγκόσμιων αβεβαιοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των επίμονων συγκρούσεων και του κινδύνου εμπορικών εντάσεων, η απόφαση του ΟΠΕΚ+ να αυξήσει την παραγωγή αναμένεται να έχει σημαντικό αντίκτυπο στην ευμετάβλητη αγορά πετρελαίου. Οκτώ χώρες του οργανισμού μεταξύ των οποίων η Σαουδική Αραβία, η Ρωσία, το Ιράκ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ), το Κουβέιτ, το Καζακστάν, η Αλγερία και το Ομάν, θα αυξήσουν την παραγωγή πετρελαίου.
Η σταδιακή και ευέλικτη συμφωνία ανάκαμψης της παραγωγής (ξεκινώντας με επιπλέον 138.000 βαρέλια την ημέρα), που θα ξεκινήσει την 1η Απριλίου, βασίζεται στα «ισχυρά θεμελιώδη μεγέθη και τις θετικές προοπτικές» της αγοράς πετρελαίου. Ωστόσο, ο OPEC+ έχει επισημάνει ότι οι αυξήσεις της παραγωγής θα μπορούσαν να παύσουν ή να αντιστραφούν ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς.
Η απόφαση του ΟΠΕΚ+ να ενισχύσει την παραγωγή οδήγησε σε πτώση των παγκόσμιων τιμών του πετρελαίου. Ωστόσο, η αναμενόμενη πτωτική τάση των τιμών οφείλεται επίσης στις προβλέψεις ότι η παγκόσμια παραγωγή πετρελαίου θα αυξηθεί κατά 1,9 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα το 2025 και 1,6 εκατομμύρια βαρέλια το 2026, κυρίως από παραγωγούς εκτός ΟΠΕΚ+ και από τις επιπλέον ποσότητες που θα επιφέρει η χαλάρωση των περικοπών παραγωγής από τον ΟΠΕΚ+.
Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση βραχυπρόθεσμων ενεργειακών προοπτικών (STEO), οι τιμές του αργού πετρελαίου Brent αναμένεται να διαμορφωθούν κατά μέσο όρο στα 74 δολάρια ανά βαρέλι φέτος πριν υποχωρήσουν στα 66 δολάρια ανά βαρέλι έως το 2026 καθώς αυξάνονται τα παγκόσμια αποθέματα. Εκτός από τις ανησυχίες για υπερπροσφορά, οι τιμές του πετρελαίου βρίσκονται επίσης υπό πίεση λόγω των θετικών εξελίξεων στις διαπραγματεύσεις για κατάπαυση του πυρός μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, καθώς και της πιθανότητας ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ να χαλαρώσει τις κυρώσεις στη Ρωσία.
Αυτή τη στιγμή, οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες αποτελούν τη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο υφίστανται σημαντικές αλλαγές που θα επηρεάσουν την παγκόσμια οικονομία με άγνωστους ακόμη τρόπους. Τα γενικά επίπεδα αβεβαιότητας αυξάνονται με τους συνεχώς μεταβαλλόμενους και ταχέως εξελισσόμενους δασμολογικούς πολέμους που συνδυάζονται με περικοπές στις κρατικές δαπάνες των ΗΠΑ οι οποίες έχουν ήδη αρχίσει να ταλανίζουν την παγκόσμια οικονομία. Όλα αυτά θα επηρεάσουν τις παγκόσμιες αγορές και τον μακροπρόθεσμο εταιρικό σχεδιασμό και μπορεί και θα επιβραδύνει, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, την παγκόσμια οικονομία καθώς και τη ζήτηση για πετρέλαιο.
Συγχρόνως, η πιθανή ειρήνη στην Ουκρανία θα μπορούσε να οδηγήσει σε άμβλυνση των οικονομικών περιορισμών στη Ρωσία, τον τρίτο μεγαλύτερο παραγωγό στον κόσμο και το δεύτερο μεγαλύτερο εξαγωγέα πετρελαίου και προϊόντων πετρελαίου στον κόσμο. Παρ’ όλο που κανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα ποια είναι πραγματικά η τρέχουσα κατάσταση της Ρωσίας ως εξαγωγέα πετρελαίου αυτή τη στιγμή (επειδή μεγάλο μέρος των εξαγωγών τους γίνεται πλέον μυστικά μέσω σκιωδών στόλων), η Ρωσία αναμένεται ότι θα επιστρέψει δριμύτερη στις εξαγωγικές αγορές τη στιγμή που θα επιτευχθεί η ελάφρυνση των κυρώσεων.
Πολλά μπορούν να συμβούν και να επηρεάσουν τις τιμές του πετρελαίου και η αγορά συχνά εστιάζει στους απρόβλεπτους κινδύνους που θα μπορούσαν να προκαλέσουν μεγάλη διακοπή του εφοδιασμού, οδηγώντας τις τιμές του πετρελαίου υψηλότερα. Πιο πιθανό, ωστόσο, είναι η σταθερή εξέλιξη των γεωπολιτικών και πολιτικών γεγονότων να οδηγήσουν τις τιμές του πετρελαίου σε χαμηλότερα επίπεδα στο εξής.