Η Γερμανία έρχεται ξανά στο προσκήνιο, βγάζοντας τα «μπαζούκα» γιατί απλά μπορεί να το κάνει ξεφεύγοντας από τη «μέγγενη» των προβλημάτων, που ουσιαστικά, η ίδια δημιούργησε με τις σφιχτές πολιτικές της.
Έχοντας μείνει χωρίς φωνή τα τελευταία δύο χρόνια, βουτηγμένη σε ύφεση και σε διαρθρωτικά προβλήματα, βάζει τέλος στη δημοσιονομική ορθοδοξία και ανοίγει τις «κάνουλες» χρηματοδότησης για να στηρίξει τις υποδομές της και να αυξήσει τις αμυντικές της δαπάνες.
Το θετικό είναι ότι η οικονομία της θα «πάρει τα πάνω της» με θετικό αντίκτυπο σε ολόκληρη την Ευρώπη. Προκύπτει όμως και μία διπλή ανησυχία, αφενός «η δύναμη του ενός μπορεί να γίνει αδυναμία του άλλου» όταν προκύπτει αθέμιτος ανταγωνισμός και αφετέρου μπορεί να αμφισβητηθεί το success story του ευρωπαϊκού Νότου μέσα από την άνοδο του κόστους δανεισμού.
Τι φοβούνται οι εταίροι της Γερμανίας
Πράγματι, αυτή η τεράστια ώθηση που θα δώσει το Βερολίνο στην οικονομία του θα μπορούσε να κάνει πολύ μεγαλύτερο το χάσμα με τις υπόλοιπες χώρες, λειτουργώντας ως προστατευτισμός, όπως είχε συμβεί και πιο πρόσφατα στην κρίση της πανδημίας.
Ήδη, κάποιες κυβερνήσεις της ΕΕ έχουν εκφράσει φόβους ότι τα ριζοσπαστικά σχέδια δαπανών του Βερολίνου θα παραμορφώσουν την ενιαία αγορά της Ένωσης δίδοντας στη Γερμανία αθέμιτο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, σύμφωνα με το Politico. Και όλα αυτά σε μία περίοδο που οι οικονομίες της ΕΕ δυσκολεύονται να ανακάμψουν από το διπλό χτύπημα του Covid και του πολέμου στην Ουκρανία, ενώ σοβεί εμπορικός πόλεμος με τις ΗΠΑ.
Η Γερμανία θα απελευθερώσει τεράστιες ποσότητες κεφαλαίου, γιατί έχει τη δυνατότητα να το κάνει με το χρέος της να είναι χαμηλό, καθιστώντας τις επιχειρήσεις της πολύ πιο ανταγωνιστικές συγκριτικά με αυτές σε άλλες χώρες της ΕΕ, ειδικά της ευρωπεριφέρειας, όπως Ελλάδα και Ιταλία, οι οποίες δεν είναι σε θέση να το κάνουν.
Μέρος από τα χρήματα αυτά θα διοχετευθούν στη βιομηχανία, που σημαίνει ότι οι γερμανικές επιχειρήσεις αποκτούν μεγαλύτερη πρόσβαση σε κεφάλαια έναντι των ανταγωνιστών τους σε άλλες περιοχές της ΕΕ. «Φυσικά, ό,τι είναι καλό για τη γερμανική οικονομία, είναι καλό και για τη γαλλική. Σημαίνει περισσότερες αγορές για τις γαλλικές επιχειρήσεις. Όμως, θα μπορούσε να επιδεινώσει το χάσμα παραγωγικότητας μεταξύ των δύο χωρών», ανέφερε στο Politico πρώην υπουργός της Γαλλίας.
H Γαλλία έχει ηγηθεί μίας ομάδας χωρών, συμπεριλαμβανομένων της Ιταλίας και της Ισπανίας, που έχει επανειλημμένως ζητήσει από τις Βρυξέλλες να βρεθούν νέες ιδέες για να αντιμετωπιστούν οι στρεβλώσεις στην ενιαία αγορά, όπως ο κοινός δανεισμός, κάτι στο οποίο αντιτίθεται η Γερμανία.
Στο πλαίσιο των σχεδίων της γερμανικής κυβέρνησης είναι να ενισχύσει την κρατική βοήθεια σε στρατηγικές βιομηχανίες της και να προσελκύσει ξένες επενδύσεις, ειδικά στη βιομηχανία ημιαγωγών, στην παραγωγή μπαταριών, στο υδρογόνο και στα φάρμακα.
Οι υπόλοιπες χώρες της ΕΕ ανησυχούν ότι το Βερολίνο με τα χρήματα που θα ρίξει θα προσελκύσει νέα εργοστάσια τσιπ ή μπαταριών στη Γερμανία ή θα εξασφαλίσει χαμηλότερο ενεργειακό κόστος για τις γερμανικές επιχειρήσεις, κάτι που δεν είναι εφικτό χωρίς γενναιόδωρες κρατικές επιδοτήσεις και το οποίο δεν μπορούν να κάνουν όλες οι χώρες. Αντίστοιχη ήταν η κίνηση της Γερμανίας το 2020 με το σχέδιό της ύψους 200 δισ. ευρώ για να μειώσει τις τιμές ενέργειας.
Η απειλή για τον ευρωπαϊκό Νότο
Υπάρχει όμως και μία άλλη διάχυτη ανησυχία, η άνοδος του κόστους δανεισμού, προτού ακόμη το σχέδιο της Γερμανίας λάβει το πράσινο φως από τη βουλή. Και μία τέτοια εξέλιξη, εάν εξελιχθεί σε μόνιμη τάση στις αγορές κρατικών ομολόγων του ευρώ, θα αποσταθεροποιούσε τις πλέον υπερχρεωμένες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου.
Μπορεί να υπήρξε μία αποκλιμάκωση στη διάρκεια της τελευταίας εβδομάδας, όμως οι αποδόσεις των ιταλικών, ελληνικών, ισπανικών και πορτογαλικών κρατικών ομολόγων έχουν αυξηθεί 30 μονάδες βάσης από τις αρχές Μαρτίου - χώρες που δοκιμάστηκαν τα μέγιστα στην κρίση χρέους της Ευρωζώνης πριν από μία δεκαετία και παραμένουν οι πλέον υπερχρεωμένες της ΕΕ, που σημαίνει ότι είναι και περισσότερο ευάλωτες στα υψηλότερα επιτόκια.
«Εάν η Γερμανία αγκαλιάσει τις ελλειμματικές δαπάνες και άλλες χώρες ακολουθήσουν το παράδειγμά της, αυτό θα οδηγούσε αρχικά σε μια πιο χαλαρή προσέγγιση του χρέους σε όλη την Ευρώπη. Εν συνεχεία, θα μπορούσε να αποδυναμώσει την εμπιστοσύνη στα ευρωπαϊκά κρατικά ομόλογα, αυξάνοντας το κόστος δανεισμού για τις υπερχρεωμένες χώρες», δήλωσε στο Bloomberg ο Ρόμπερτ Μπάροους, διαχειριστής χαρτοφυλακίου στην M&G Investments.
Ωστόσο, η Γερμανία έχει από τις πιο ισχυρές πιστωτικές αγορές στον κόσμο, χαμηλό χρέος, κοντά στο 60% και πολύ μεγάλο δημοσιονομικό περιθώριο. Οπότε, εάν κάποιες από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες προσπαθήσουν να ακολουθήσουν το παράδειγμά της, δεν νομίζω ότι θα ήταν τόσο ευρέως αποδεκτό από τις ίδιες τις αγορές κρατικών ομολόγων», δήλωσε επίσης στο Bloomberg ο Κόλιν Φινλέισον, διαχειριστής κεφαλαίων στην Aegon Asset Management.
Οι ανησυχίες αυτές κινδυνεύουν να εκτροχιάσουν το success story των περιφερειακών κρατικών ομολόγων, λόγω των σχετικά υψηλότερων ρυθμών ανάπτυξης στις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου. Τα spread μεταξύ των γερμανικών 10ετών και των αντίστοιχων της περιφέρειας έχουν συρρικνωθεί τα τελευταία δύο χρόνια.
Κίνδυνοι και για άλλες χώρες
Δεν είναι όμως μόνο η περιφέρεια που κινδυνεύει. Τα επίπεδα χρέους στη Γαλλία και το Βέλγιο έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα να διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο από την Ισπανία και την Πορτογαλία όσον αφορά το χρέος προς το ΑΕΠ. Η έκρηξη στις αποδόσεις των γαλλικών ομολόγων πέρυσι έδειξε πόσο γρήγορα μπορούν να επανεμφανιστούν οι λεγόμενοι «τιμωροί των ομολόγων» (ανοδικές πιέσεις στις αποδόσεις) όταν οι υπερχρεωμένες χώρες ανακοινώνουν σχέδια για αύξηση των δαπανών.
Πρόσφατη ανάλυση της Eurizon SLJ Capital διαπίστωσε ότι από τις 27 χώρες μέλη της ΕΕ, μόνο η Γερμανία, η Ολλανδία, η Σουηδία και η Ιρλανδία έχουν δημοσιονομικό χώρο για να αυξήσουν ουσιαστικά τις δημοσιονομικές δαπάνες τους. Ως εκ τούτου, η άνοδος των αποδόσεων των ομολόγων θα μπορούσε να οδηγήσει σε διεύρυνση των spreads και σε πιο υψηλές ανάγκες χρηματοδότησης σε άλλα μέρη της Ευρώπης, με τη Γαλλία, την Ισπανία και την Ελλάδα να είναι μεταξύ των πιο ευάλωτων.
Ωστόσο, ορισμένοι διαχειριστές κεφαλαίου υποστηρίζουν ότι δεν ανησυχούν για το αποσταθεροποιητικό αποτέλεσμα μιας αύξησης των δαπανών, επειδή οι χαλαρότερες δημοσιονομικές πολιτικές θα δώσουν μεγαλύτερη ώθηση στην ανάπτυξη. Επισημαίνουν δε, το γεγονός ότι οι αποδόσεις έχουν αυξηθεί σε ολόκληρη την Ευρώπη, με συγκρατημένες κινήσεις στα spread, σε μία ένδειξη ότι η περιφέρεια δεν κινδυνεύει ιδιαίτερα.
Επιπλέον, ορισμένοι επενδυτές ευελπιστούν ότι η ΕΕ θα εκδώσει κοινό χρέος και έτσι δεν θα χρειαστεί να δανειστούν περισσότερο κάποιες χώρες, αν και ορισμένοι είναι δύσπιστοι ότι η Γερμανία θα ήταν πρόθυμη να υποστηρίξει ένα κοινό πρόγραμμα, αφού χρηματοδοτεί το δικό της αμυντικό σχέδιο.