Ξεκινά σήμερα η πρώτη μεταπρογραμματική αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας από τα κλιμάκια των ΕΕ, ΕΚΤ, ΔΝΤ και ESM, η οποία θα ολοκληρωθεί την Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου.
Στο επίκεντρο της αξιολόγησης θα βρεθεί το προσχέδιο του προϋπολογισμού 2019 και η ανάγκη επικαιροποιήσης ή όχι του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2019 – 2022.
Το Μεσοπρόθεσμο προβλέπει πως το πρωτογενές πλεόνασμα θα διαμορφωθεί εφέτος στο 3,56% του ΑΕΠ, το 2019 στο 3,96%, το 2020 θα ανέβει στο 4,15%, το 2021 στο 4,53% και το 2022 θα είναι στο 5,19% του ΑΕΠ.
Στη βάση αυτή ο δημοσιονομικός χώρος, το λεγόμενο «υπερπλεόνασμα» θα ανέλθει στα 111 εκατ. ευρώ εφέτος, το 2019 θα ανέλθει στα 866 εκατ. ευρώ, θα αυξηθεί στα 1,287 δισ. ευρώ το 2020, στα 2,112 δισ. ευρώ το 2021 και θα ανέλθει σε 3,582 δισ. ευρώ το 2022.
Στις συναντήσεις που πλέον θα γίνονται στα υπουργεία και στις έδρες των φορέων και όχι στο Hilton θα εξετασθούν όλες οι προϋποθέσεις που θα επιτρέψουν στους θεσμούς να συντάξουν μια θετική έκθεση αξιολόγησης που θα ανοίξει τον δρόμο για να προχωρήσει το Eurogroup το Νοέμβριο στην έγκριση της εκταμίευσης των 1,2 δισ. ευρώ από τα κέρδη των ελληνικών ομολόγων, τα γνωστά ANFAs και SMPs.
Η πρώτη αξιολόγηση υπό το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας θα εστιάσει στα δημοσιονομικά και μακροοικονομικά μεγέθη της χώρας, στα κόκκινα δάνεια, στις αλλαγές στο δικαστικό σύστημα, καθώς και στην εφαρμογή των αποκρατικοποιήσεων και των μεταρρυθμίσεων. Η στρατηγική για την ανάπτυξη και το μέγεθος του δημοσιονομικού περιθωρίου του προϋπολογισμού για το 2019 θα είναι στο επίκεντρο.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αμφισβητεί ευθέως τη δυνατότητα της ελληνικής οικονομίας να καταγράφει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για παρατεταμένη περίοδο χωρίς προσαρμογές σε συντάξεις και αφορολόγητο. Διεθνείς οίκοι και αναλυτές στέκονται με μεγάλη επιφυλακτικότητα απέναντι στη σχετική δέσμευση επισημαίνοντας παράλληλα πως τα προβλήματα μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους δεν έχουν επιλυθεί.
Όπως πρόεκυψε και από τις δηλώσεις του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα από την 83η ΔΕΘ η κυβέρνηση θα ζητήσει την έγκριση των θεσμών για κατάργηση της υπάρχουσας νομοθετικής ρύθμισης για την περικοπή της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις το 2019.
Το βασικό επιχείρημα της κυβέρνησης για αυτή την επιλογή είναι ότι το μέτρο αυτό ψηφίστηκε κατά τη διάρκεια της δεύτερης αξιολόγησης, εξαιτίας του γεγονότος ότι το ΔΝΤ δεν θεωρούσε ότι η ελληνική οικονομία είναι εφικτό να πετύχει τον στόχο του 3,5% πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2019. Τα στοιχεία δεν επιβεβαιώνουν αυτές τις προβλέψεις του ΔΝΤ και μπορεί πλέον κανείς να εκτιμήσει με αρκετά μεγάλη βεβαιότητα ότι το μέτρο αυτό δεν είναι αναγκαίο.
Οι θεσμοί πάντως θεωρούν ότι οι προβλέψεις για περικοπή της προσωπικής διαφοράς δεν πρέπει να καταργηθούν, αλλά να παραμείνουν ως εγγύηση προς τις αγορές ότι η Ελλάδα θα έχει εξασφαλισμένη την επίτευξη στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% ετησίως ως το 2022. Έτσι στην καλύτερη περίπτωση να αποδεχθούν την αναβολή εφαρμογής του μέτρου και όχι την κατάργησή του.