Στη μεγάλη φωτιά του Παρνασσού το 1977, πολύ κοντά στο χωριό μου, ήμουν ακόμη μαθητής. Πραγματικά συγκλονίστηκα, σε βαθμό που παρ’ ολίγον να αλλάξω αντικείμενο σπουδών και από οικονομικά να είχα γίνει δασολόγος. Θυμάμαι όμως, και παρακαλώ κρατήστε το, οτι τότε δεν συζητούσε κανείς να σπουδάσει δασολόγος διότι δεν είχε καμία προοπτική και κυρίως κύρος, αφού η βάση εισαγωγής ήταν κάτω από το 10 με άριστα το 20. Εκτοτε, παρακολουθώ και για επαγγελματικούς άλλα και για λόγους προσωπικού ενδιαφέροντος τα θέματα που αφορούν τα δάση, εδώ και στο εξωτερικό.
Γιατί αυτή η εισαγωγή; Διότι είναι πρώτη φορά στα 45 αυτά χρόνια, που επισήμως η πολιτεία αναφέρεται σε θέματα δάσους μετά το πέρας των καλοκαιρινών πυρκαιών!!!
Βέβαια οι πάσης φύσεως αναδασώσεις που μας απασχολούν καταχείμωνο, συχνά ακόμη και την άνοιξη μια ακατάλληλη εποχή για φυτεύσεις, είναι ένα ξεχωριστό κεφάλαιο, το οποίο έχει ελάχιστες επιτυχίες να δείξει. Μιλάμε για επίσημη πολιτική. Α, ίσως στις εξαιρέσεις να βάλουμε και την απόφαση για μεταφορά της κατάσβεσης των πυρκαγιών, έτσι αποκομμένα από την Δασική Υπηρεσία στην Πυροσβεστική, γεγονός που απεδείχθη ολέθριο.
Αναγνωρίζει προφανώς καθένας μας στους συντάκτες των πρώτων μέτρων πολιτικής που ανακοινώθηκαν προχθές, τουλάχιστον την συνέπεια των λόγων τους, όταν το καλοκαίρι ανακοίνωναν οτι θα αλλάξει η δασική πολιτική στη χώρα. Βέβαια, δεν ακριβολογούσαν, διότι για να αλλάξει κάτι πρέπει πρώτα να υπάρχει, εδώ δεν υπήρχε τίποτα που μπορούσες να επιδείξεις για πολιτική, απλώς κάποια μέτρα ατάκτως ειρημένα.
Οι ανακοινώσεις περιλαμβάνουν 3 άξονες: την απόληψη βιομάζας, τον υπ’αριθμ 1 κίνδυνο πυρκαιών, την θεσμοθέτηση αγοράς διοξειδίου του άνθρακα και την αναβάθμιση υπηρεσιών και διαχειριστικών μελετών. Θεωρούμε οτι αυτά είναι τα πρώτα, ας τα αποκαλέσουμε πυροσβεστικά μέτρα και προφανώς θα υπάρξουν και συμπληρωματικά. Το στίγμα της πολιτικής είναι όμως σαφές: απόλυτος εκσυγχρονισμός της διαχείρισης των δασών με γνώμονα την οικονομική βιωσιμότητα του όλου έργου. Μια δηλαδή αμιγώς νεοφιλελεύθερη άποψη σε ένα θέμα που μοιάζει ποιο πολύ...σοσιαλιστικής υφής, σε ένα δάσος μάλλον φτωχό σε βιομάζα και δύσκολο στη διαχείρισή του..
Είναι λογικό η Κυβέρνηση με νωπή λαική εντολή να θελήσει να εφαρμόσει τη βασική της ιδεολογία στη διαχείριση των δασών. Πιθανότατα καινοτομώντας παγκοσμίως στην επιτυχημένη διαχείριση φυσικών πόρων, τόσο ιδιόρρυθμων αλλά και τόσο πολύτιμων για την ελληνική κοινωνία. Και η καινοτομία στην Ελλάδα, ειδικότερα στο Κράτος δεν είναι πάντοτε καλοδεχούμενη.
Δύο σημεία μας τράβηξαν το ενδιαφέρον από την αρχή. Το πρώτο αφορά την τεράστια στροφή στη λογική της διαχείρισης, από αποκλειστικά δημόσια σε καθαρά ιδιωτική, όταν η οικονομική αποδοτικότητα του όλου εγχειρήματος είναι κατά γενική ομολογία περιορισμένη. Η βιομάζα για να εξαχθεί, χρειάζεται πολύ μεγάλες επενδύσεις και άφθονη και δύσκολη δουλειά. Δεν είναι δουλειά για τον καθένα με λίγα λόγα. Το έργο όμως δεν τελειώνει ούτε στην ανάθεση ούτε στις μελέτες. Για να αξιοποιηθεί και να γίνει χρήμα, δεν αρκεί να βγει η βιομάζα σε κάποιο δρόμο ή ξέφωτο, έργο συχνά επικίνδυνο, χαμηλής παραγωγικότητας και πολύ δύσκολα μετρήσιμο, αφού ενέχει ένα σωρό αβεβαιότητες. Στη συνέχεια, χρειάζεται κάποιας μορφής κατεργασία και μεταφορά στον τόπο αξιοποίησής της. Δεν είναι σαφές οτι όλη αυτή η αλυσίδα παραγωγής αφήνει οικονομικό πλεόνασμα, εκτός από ένα μεροκάματο. Αναφέρεται οτι το έργο αυτό θα επιδοτηθεί αναλόγως του βαθμού δυσκολίας. Εδώ όμως αρχίζουν τα ..δύσκολα. Τι σημαίνει βαθμός δυσκολίας? Κάτι σαν τις άγονες γραμμές των νησιών? Εκεί και να αργήσει το καράβι, θα ανατραπεί σε κάποιο βαθμό η ζωή του νησιού, εδώ εάν δεν γίνει σωστά η όλη δουλειά πάει καήκε το σύμπαν!
Κι ερχόμαστε στο δεύτερο σημείο που χρειάζεται επισήμανσης: από το όλο εγχείρημα λείπει η συμβολή των παραδασόβιων πληθυσμού, όλων αυτών που μένουν και δραστηριοποιούνται στο δάσος, ή με άλλα λόγια όλων αυτών που πρώτοι απ’ όλους ενδιαφέρονται να μη πιάσει φωτιά η περιοχή και καεί όλο τους το βιός. Ολων αυτών που μένουν κάπου εκεί γύρω και αποτελούν εξ’ ορισμού τους θεματοφύλακες του όλου τοπίου. Κακά τα ψέματα, κανείς επαγγελματίας ή εταιρεία όσο και να τη πληρώσεις δεν θα φροντίσει να φτιάξει μια γεφυρούλα τόσο στέρεη που να αντέχει τα χειμωνιάτικα νερά. Διότι απλά το χειμώνα οι εργολάβοι δεν θα δουλεύουν και δεν θα την χρησιμοποιούν, ενώ οι ντόπιοι θα περνάνε από εκεί να πάνε στα πρόβατα και τα γίδια τους, ή στο διπλανό χωριό που τα Σαββατοκύριακα έρχεται ένας γιατρός και τους «ακούει».
Ισως θα πρέπει να εκπονηθεί μια ξεχωριστή πολιτική για την ενίσχυση των παραδασόβιων πληθυσμών. Θα εκπλαγείτε οτι εάν γίνει με βάση τις ανάγκες και επιθυμίες των χωρικών, θα είναι η ποιο φθηνή, καλόβολη και συνάμα αποτελεσματική πολιτική. Οι άνθρωποι αυτοί, δεν χρειάζονται φαραωικές υποδομές και υπερσύγχρονα εργαλεία για την υγεία, την παιδεία, την πρόνοια, τον πολιτισμό. Για να μη φτάσουμε στο άλλο άκρο, όπου με τη σημερινή εγκατάλειψη, λίγο έμπρακτο και κυρίως συνεπές ενδιαφέρον από την πολιτεία, θα ήταν αρκετό για να στρωθούν στη δουλειά και να περιποιηθούν το δάσος υπό τις οδηγίες δημόσιων και ιδιωτικών επιστημόνων.
Τον δρόμο τον δείχνει ο Δήμαρχος Αγράφων, ένας από τους πλέον ορεινούς Δήμους της χώρας. Εχει δική του δημογραφική πολιτική παρακαλώ, δίνοντας 1500 ευρώ σε κάθε γέννα στο Δήμο τους. Ανακοίνωσε λοιπόν, οτι το ποσό αυτό διπλασιάζεται σε 3.000!!! Τη στιγμή που όλοι οι Δήμαρχοι της χώρας είναι με το χέρι προτεταμένο ζητώντας χρήματα και γκρινιάζοντας οτι είμαστε υποχρηματοδοτούμενοι, ο Δήμος Αγράφων, όχι μόνο βρήκε τα χρήματα αλλά και τον τρόπο να τα δώσει στις μανάδες!!!. Είναι απολύτως βέβαιο, οτι δεν θα εξαντλεί το ενδιαφέρον για την μητρότητα στα 3 χιλιαρικάκια, αλλά θα κάνει και άλλες δράσεις ελάφρυνσης του φορτίου της ανατροφής των παιδιών.
Εν κατακλείδει, η Κυβέρνηση έχει κάθε δικαίωμα να καινοτομήσει και να εφαρμόσει τις ιδεολογικές της προτιμήσεις σε ένα τόσο σημαντικό θέμα για ολόκληρη τη κοινωνία. Αυτό σημαίνει οτι τυχόν μερική, τοπική ή ολική αποτυχία, θα έχει διπλό κόστος: πολιτικό και ιδεολογικό. Δεν παύει όμως να εκπλήσσει το γεγονός οτι θα επιδιώξει να στρέψει ένα ολόκληρο σύστημα βασισμένο στις πλέον παραδοσιακές αντιλήψεις, όπως είναι σήμερα όλος ο κόσμος που ασχολείται με το δάσος, προς μια εντελώς μοντέρνα κατεύθυνση και μάλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η έννοια δέσμευση και αντιστάθμιση διοξειδίου του άνθρακα για παράδειγμα, είναι παντελώς άγνωστη σε ολόκληρη την Ελληνική επαρχία, περιλαμβανομένων φυσικά των ασχολούμενων με τη δασοκομία. Πως αυτό θα γίνει ξαφνικά κεντρικό εργαλείο πολιτικής? Και όλα αυτά χωρίς να υπάρξει ξεχωριστή πολιτική για την αναβάθμιση όλου του ανθρώπινου παράγοντα που ασχολείται στο δάσος?
Δύσκολα θέματα εφαρμογής σε ένα πλήρως εγκαταλελειμμένο τοπίο.