Η ανάπτυξη της οικονομίας τα τελευταία έτη έχει συνοδευτεί με μία πολύ σημαντική αποκλιμάκωση της ανεργίας, από άνω του 27% στο αποκορύφωμα της κρίσης χρέους, σε μονοψήφιο ποσοστό (9,4%) το Νοέμβριο του 2023 για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια. Στο 9μηνο Ιαν-Σεπ-23, το ποσοστό ανεργίας περιορίστηκε στο 11,3% κατά μέσο όρο, από 12,6% την ίδια περίοδο του 2022. Το σημαντικό είναι ότι η μείωση του αριθμού των ανέργων (-65,3 χιλ., στους 532,8 χιλ.) προήλθε σε μεγαλύτερο βαθμό από την αύξηση της απασχόλησης (+54,5 χιλ. απασχολούμενοι, στους 4.196,9 χιλ.) και όχι από την έξοδο ανθρώπων από το εργατικό δυναμικό, όπως συνέβαινε τα προηγούμενα χρόνια, όπου πολλοί άνθρωποι απογοητεύονταν από τις προοπτικές εύρεσης κατάλληλης γι’ αυτούς εργασίας και, είτε σταματούσαν να ψάχνουν, είτε έφευγαν στο εξωτερικό.
Ωστόσο, το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα παραμένει το δεύτερο υψηλότερο στην Ευρωζώνη, μετά την Ισπανία (12,2%). Αυτό φαίνεται οξύμωρο για μια χώρα στην οποίαν πολλαπλασιάζονται οι φωνές για ελλείψεις εργατικού δυναμικού σε πολλούς κλάδους της οικονομίας και οι αντίστοιχες εκκλήσεις για μετακλήσεις εργατών από το εξωτερικό. Η απάντηση είναι ότι η ελληνική αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από αναντιστοιχίες μεταξύ των προσφερόμενων και των ζητούμενων εξειδικεύσεων. Πολλοί Έλληνες και Ελληνίδες διαθέτουν υψηλά τυπικά προσόντα και αναζητούν θέσεις υψηλότερης εξειδίκευσης και αμοιβών, τις οποίες όμως η ελληνική οικονομία δεν έχει το βάθος να προσφέρει διότι οι τεχνολογικά προηγμένοι τομείς της είναι σχετικά μικροί σε μέγεθος. Επιπλέον, πολλές φορές, οι γνώσεις και δεξιότητές τους είναι σε αναντιστοιχία με τα τυπικά προσόντα τους. Από την άλλη πλευρά, πολλοί τομείς χρειάζονται ανειδίκευτη εργασία χαμηλών προσόντων και βασικών απολαβών, την οποία οι Έλληνες εργαζόμενοι δεν είναι διατεθειμένοι να προσφέρουν, είτε διότι θεωρούν ότι δεν ταιριάζει στο εργασιακό προφίλ τους, είτε διότι τα κίνητρα τα οποία προκύπτουν από την σύγκριση μεταξύ αμοιβών σε τέτοιες εργασίες και επιδοματικών ενισχύσεων, είναι ασθενή.
Μια προσεκτικότερη ματιά στα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ανεργίας αποκαλύπτει κι άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία. Η ανεργία εξακολουθεί, όπως και τα προηγούμενα χρόνια, να πλήττει κυρίως τις γυναίκες, τα άτομα νεαρής ηλικίας καθώς και αυτά με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης, αν και σε χαμηλότερο βαθμό σε σχέση με πριν. Ως προς το φύλο, το 9μηνο Ιαν-Σεπ-23 το ποσοστό ανεργίας ήταν υψηλότερο στις γυναίκες (14,8%, από 16,7% το 9μηνο Ιαν-Σεπ-22) συγκριτικά με τους άνδρες (8,4% από 9,5%). Σε σχέση με την ηλικία, είναι υψηλότερο στα άτομα 15-19 ετών όπου παρουσίασε όμως την ισχυρότερη μείωση (-17,2 ποσοστιαίες μονάδες, στο 34,5% από 51,8%), ενώ από την άλλη πλευρά το χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας εντοπίζεται στα άτομα άνω των 65 ετών (7,4% από 8,3%). Αυτό το εύρημα σημαίνει ότι η κοινωνία μας εξακολουθεί να επιβραβεύει την εμπειρία και να προστατεύει τη μεγάλη ηλικία, ενώ οι νεότεροι δυσκολεύονται να βρουν την πρώτη τους εργασία που θα τους δώσει την πολυπόθητη προϋπηρεσία. Μία σημείωση όμως σε αυτό το εύρημα: η ανεργία των νέων μετρείται μεταξύ αυτών που δεν σπουδάζουν σε κάποιο ανώτερο ή τεχνολογικό ίδρυμα σε αυτές τις ηλικίες, άρα κατά μέσο όρο αφορά νέους με χαμηλότερες δεξιότητες που ούτως ή άλλως αντιμετωπίζουν μεγαλύτερη δυσκολία να βρουν εργασία. Αυτό πιστοποιείται και από τα στοιχεία της συγκεκριμένης περιόδου Ιαν-Σεπ-23: στα άτομα που παρακολούθησαν μερικές τάξεις του Δημοτικού ή δεν πήγαν καθόλου σχολείο η ανεργία ήταν στο 24,1% (αν και 10,2 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από το 34,3% τον Ιαν-Σεπ-22). Αντίθετα, το χαμηλότερο ποσοστό εντοπίζεται στα άτομα με διδακτορικό ή μεταπτυχιακό τίτλο (4,9% από 5,6%). Και αυτό το εύρημα όμως, αν και σημαντικό, χρειάζεται τη διευκρίνιση ότι πιθανώς η αδήλωτη εργασία είναι μεγαλύτερη στους τομείς χαμηλής εξειδίκευσης.
Ως προς τη διάρκεια της ανεργίας, το ποσοστό της μακροχρόνιας ανεργίας, αν και μειωμένο, παραμένει σε υψηλά επίπεδα, καθώς διαμορφώθηκε στο 57,6%του συνόλου των ανέργων, από 61,4% πέρυσι, ενώ ο αριθμός των μακροχρόνια ανέργων κατήλθε στους 306,6 χιλ. από τους 366,7 χιλ. (-16,4%). Η ελληνική οικονομία είναι ακόμα σε φάση μετάβασης ως προς τις εξειδικεύσεις της και οι άνθρωποι που απασχολούνταν σε τομείς που έφθισαν δυσκολεύονται να αλλάξουν τομέα. Η μετάβαση αυτή είναι εμφανής και στην κλαδική διάρθρωση της ανεργίας: το 9μηνο Ιαν-Σεπ-23, σε 12 κλάδους σημειώθηκε άνοδος της απασχόλησης και σε 9 πτώση της. Η άνοδός της απασχόλησης προήλθε κυρίως από την ενίσχυσή της στους κλάδους Δραστηριοτήτων ανθρώπινης υγείας-Κοινωνικής μέριμνας (+20,9 χιλ. απασχολούμενοι, στους 305,8 χιλ.), Γεωργίας-Δασοκομίας-Αλιείας (+19,7 χιλ., στους 477,3 χιλ.), Μεταφοράς-Αποθήκευσης (+17,6 χιλ., στους 222,4 χιλ.) και Κατασκευών (+13,9 χιλ. απασχολούμενοι, στους 161,7 χιλ.), παρά την πτώση της στο Χονδρικό-Λιανικό εμπόριο (-33,5 χιλ., στους 692,6 χιλ. απασχολούμενους).
Εν κατακλείδι, η μείωση της ανεργίας που προήλθε από κυκλικούς λόγους επιβραδύνεται πλέον καθώς η οικονομία έκλεισε το παραγωγικό της κενό και, για να δούμε περαιτέρω μείωσή της και ποιοτικότερες θέσεις εργασίας, θα χρειαστούμε μείωση της διαρθρωτικής ανεργίας, ήτοι περισσότερες επενδύσεις και καλύτερες εξειδικεύσεις του εργατικού δυναμικού.