Πρόταση δυσπιστίας εναντίον της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη κατέθεσε πριν λίγα λεπτά ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας, μιλώντας από το βήμα του Κοινοβουλίου, καθώς το ζήτημα των παρακολουθήσεων πολιτικών προσώπων, δημοσιογράφων και ανώτατων στρατιωτικών συνεχίζει να ταράζει τα νερά της πολιτικής ζωής, λίγους μήνες πριν τις εκλογές.
Διαβάστε ακόμα: Γεραπετρίτης σε Τσίπρα για πρόταση δυσπιστίας: Σας ευγνωμονούμε
Το αίτημα έγινε δεκτό από την κυβέρνηση, όπως δήλωσε ο υπουργός Επικρατείας, Γιώργος Γεραπετρίτης, με τον πρόεδρο της Βουλής, Κωνσταντίνο Τασούλα, να αναφέρει πως η σχετική διαδικασία θα ξεκινήσει το απόγευμα της Τετάρτης, ενώ ο Κυριάκος Μητσοτάκη όταν πληροφορήθηκε την εξέλιξη από τη Βουλή ανέφερε:
«Καλοδεχούμενη η πρόταση και είναι αλήθεια ότι τον παρακαλούσα πολλούς μήνες να το κάνει» είπε ο κ. Μητσοτάκης που πρόσθεσε ότι είναι «πολύ καλή ευκαιρία για να συγκρίνουμε πεπραγμένα τετραετιών. Επιδιώκω τη σύγκριση, ελάτε να συγκριθούμε» ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Μητσοτάκης ο οποίος πρόσθεσε ότι «εύχομαι οι πολίτες να ξεπεράσουν το νέφος της τοξικότητας και να αντιληφθούν ποιοι μπορούν να τους μιλήσουν για το μέλλον τους».
«Από αύριο θα είμαστε στη Βουλή και την Παρασκευή θα πάρουμε ψήφο εμπιστοσύνης και μέχρι να προκηρύξουμε τις εκλογές θα συνεχίσουμε τη δουλειά μας» κατέληξε ο κ. Μητσοτάκης.
«Επικίνδυνη για τη δημοκρατία, η παραμονή Μητσοτάκη στη διακυβέρνηση της χώρας»
Νωρίτερα, από το βήμα του Κοινοβουλίου, ο Αλέξης Τσίπρας «έδειξε» τον Κυριάκο Μητσοτάκη ως υπαίτιο πίσω από το σκάνδαλο των υποκλοπών και των παρακολουθήσεων, με τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ να μιλά για το «χρονικό μιας προαναγγελθείσας αποστασίας από τις αρχές της δημοκρατίας» με υπεύθυνο τον κ. Μητσοτάκη τον οποίο χαρακτήρισε ως «αρχηγό εγκληματικού δικτύου».
«Ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση στην υπόθεση αυτής της εκτροπής είναι αμετάκλητα ένοχοι. Δεν έχουν μόνο πολιτικές, αλλά και βαρύτατες προσωπικές και νομικές ευθύνες», είπε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, υποστηρίζοντας ότι «η παραμονή στη διακυβέρνηση της χώρας όσων έκαναν ακόμα και την εθνική μας ασφάλεια πεδίο υποκλοπών και εκβιασμών, είναι επικίνδυνη για τη δημοκρατία, την ασφάλεια της χώρας, τα δικαιώματα».
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης τόνισε ότι «μετά από όλα όσα έχουν αποκαλυφθεί, με αποδείξεις πια, επειδή η Ελλάδα θέλουμε να είναι ένα ευρωπαϊκό κράτος δικαίου, η κυβέρνηση αυτή δεν μπορεί να μείνει ούτε στιγμή στη θέση της, ο πρωθυπουργός αυτός δεν μπορεί να παραμείνει ούτε μια μέρα στη θέση του».
Για τους λόγους αυτούς, προσέθεσε, «υποβάλλουμε πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης Μητσοτάκη, ως ένα πρώτο βήμα της πορείας μας στο λαό για την υπεράσπιση της δημοκρατίας, της διαφάνειας και της δικαιοσύνης». Σημείωσε ότι η Βουλή επί τριήμερο θα συζητήσει, «ο κ. Μητσοτάκης θα αναγκαστεί να έρθει εδώ και να δώσει εξηγήσεις, να λογοδοτήσει, να απαντήσει και η Βουλή θα αναγκαστεί να αποφασίσει: Με τη Δημοκρατία ή με την εκτροπή». Τόνισε πως «όποια και αν είναι η απάντηση, είμαι βέβαιος ότι σύντομα την οριστική και την ορθή απάντηση στο ερώτημα θα δώσει ο ελληνικός λαός».
«Η απάντηση που επίσημα έλαβα σε αυτόν τον κλειστό φάκελο, ήταν έξι στα έξι»
Νωρίτερα, ο επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης, μιλώντας για τον φάκελο που εστάλη από την ΑΑΔΕ στους πολιτικούς αρχηγούς την Τρίτη, ανέφερε πως περιέχονται στοιχεία για παρακολούθηση του υπουργού Εργασίας, Κωστή Χατζηδάκη, του αρχηγού ΓΕΕΘΑ, Κωνσταντίνου Φλώρο, του αρχηγού ΓΕΣ, Χ. Λαλούση, τους επικεφαλής των στρατιωτικών εξοπλισμών Θ. Λάγιου και Αρ. Αλεξόπουλου και τον πρώην σύμβουλο του πρωθυπουργού σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, Αλ. Διακόπουλο.
Διαβάστε ακόμα - Βουλή: Η πρόταση δυσπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ - Αναλυτικά το κείμενο
«Σήμερα θα μιλήσουμε στη βάση των αποδείξεων», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Τσίπρας, τονίζοντας πως «στις 28/12 λοιπόν, και ενώ ήταν γνωστό ότι στα αρχεία των παρόχων η Ανεξάρτητη Αρχή είχε ήδη βρει ευρήματα επισυνδέσεων της ΕΥΠ, πέραν του κ. Ανδρουλάκη και κ. Κουκάκη, και για τα τηλέφωνα του ευρωβουλευτή Κύρτσου και του δημοσιογράφου Τέλογλου, ζήτησα επισήμως γραπτώς να διεξαχθεί έλεγχος από την Αρχή, ώστε να διελευκάνει αν ετέθη πράγματι σε επισύνδεση από την ΕΥΠ με διάταξη υπογεγραμμένη από την αρμόδια εισαγγελέα της ΕΥΠ, ο υπουργός Εργασίας κ. Χατζηδάκης, ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ κ. Φλώρος, ο αρχηγός ΓΕΣ κ. Λαλούσης, ο πρώην Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας κ. Διακόπουλος, ο πρώην και ο νυν επικεφαλής της Γενικής Διεύθυνσης εξοπλισμών κ.κ. Λάγιος και Αλεξόπουλος».
«Και η απάντηση που επίσημα έλαβα σε αυτόν τον κλειστό φάκελο, ήταν έξι στα έξι», τόνισε, «για όλους ευρέθησαν επισυνδέσεις της ΕΥΠ του κ. Μητσοτάκη».
«Οι αρχηγοί του στρατεύματος που παρακολουθούσατε 2 χρόνια υπήρχε ζήτημα εθνικής ασφάλειας; Ήταν ύποπτοι για κατασκοπεία; «Ποιος ο λόγος εθνικής ασφαλείας για να παρακολουθείται ο Χατζηδάκης;» διερωτήθηκε μιλώντας προς την κυβέρνηση ο κ. Τσίπρας.
Την Παρασκευή η ψηφοφορία στην Ολομέλεια
Στις 6 το απόγευμα της Τετάρτης ξεκινά η στη Βουλή η συζήτηση για την πρόταση δυσπιστίας εις βάρος της κυβέρνησης.
Όπως είπε ο πρόεδρος της Βουλής. Κωνσταντίνος Τασούλας, η συζήτηση θα ξεκινήσει στις 6 το απόγευμα της Τετάρτης και θα ολοκληρωθεί το βράδυ της Παρασκευής με τη σχετική ψηφοφορία στην Ολομέλεια.
Πρόταση δυσπιστίας: Η διαδικασία
Το καθεστώς που διέπει τη διαδικασία της πρότασης δυσπιστίας περιγράφεται στο άρθρο 84 του Συντάγματος και με πιο αναλυτικό τρόπο στο άρθρο 142 του Κανονισμού της Βουλής.
Βάσει του άρθρου 84, η Bουλή μπορεί με απόφασή της να αποσύρει την εμπιστοσύνη της από την Κυβέρνηση ή από μέλος της. H πρόταση δυσπιστίας πρέπει να είναι υπογραμμένη από το ένα έκτο τουλάχιστον των βουλευτών και να περιλαμβάνει σαφώς τα θέματα για τα οποία θα διεξαχθεί η συζήτηση.
H συζήτηση για την πρόταση εμπιστοσύνης ή δυσπιστίας αρχίζει μετά δύο ημέρες από την υποβολή της σχετικής πρότασης, εκτός αν η Kυβέρνηση, σε περίπτωση πρότασης δυσπιστίας, ζητήσει να αρχίσει αμέσως η συζήτηση, η οποία δεν μπορεί να παραταθεί πέρα από τρεις ημέρες από την έναρξή της.
H ψηφοφορία για την πρόταση εμπιστοσύνης ή δυσπιστίας διεξάγεται αμέσως μόλις τελειώσει η συζήτηση, μπορεί όμως να αναβληθεί για σαράντα οκτώ ώρες, αν το ζητήσει η Kυβέρνηση.
Σε ό,τι αφορά τα χρονικά περιθώρια, ο Κανονισμός της Βουλής επισημαίνει πως η συζήτηση στην Ολομέλεια ολοκληρώνεται το αργότερο τη δωδεκάτη νυκτερινή της τρίτης ημέρας από την έναρξή της με ονομαστική ψηφοφορία.
Προκειμένου να γίνει δεκτή η πρόταση μομφής εναντίον της κυβέρνησης εν συνόλω ή κατά κάποιου μέλους, θα πρέπει να έχει υπερψηφιστεί από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, δηλαδή από 151 βουλευτές.
Σημειώνεται ότι δεν μπορεί να υποβληθεί εκ νέου πρόταση μομφής, εάν δεν έχει συμπληρωθεί χρόνος έξι μηνών, από την απόρριψη προηγούμενης όμοιας πρότασης, εκτός αν υπογράφεται από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών.