Μπορεί η Ρωσία να έχει παρακάμψει τις μέχρι πρότινος δυτικές κυρώσεις στην εξαγωγή του πετρελαίου της μέσω της συνεργασίας με νέες εμπορικές εταιρείες, αλλά η τακτική αυτή οδηγεί έμμεσα στη μείωση των φορολογικών εσόδων για τη Μόσχα. Έτσι, αν και ο Πούτιν έχει αποφύγει -για την ώρα- τα χειρότερα δηλαδή μία πλήρη κατάρρευση των επιχειρηματικών και κρατικών εσόδων της χώρας από την εξαγωγή του πετρελαίου, έχει υποστεί το κράτος του μία ζημιά, η οποία είναι αρκετά αισθητή.
Και αυτό γιατί οι χαμηλότερες τιμές στις οποίες πουλά το πετρέλαιο της η Ρωσία φέρνουν χαμηλότερα έσοδα από τους φόρους (οι οποίοι υπολογίζονται ως ποσοστό αυτών), πλήττοντας τον κρατικό προϋπολογισμό της.
Αυτό αποκαλύπτει ρεπορτάζ της Welt, σχετικά τον τρόπο που έχει επιλέξει η Ρωσία για να αποφύγει τις αρνητικές συνέπειες των κυρώσεων της Δύσης λόγω της εισβολής της Μόσχας στην Ουκρανία. Ο τρόπος αυτός είναι η εξαγωγή του πετρελαίου μέσω νέων εμπορικών επιχειρήσεων.
Μερικές από αυτές τις εταιρείες εμπορίας του ρωσικού πετρελαίου, σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα (καθώς οι προηγούμενες εταιρείες έχουν διακόψει τη συνεργασία με τη Ρωσία λόγω των δυτικών κυρώσεων) είναι οι εξής: Tejarinaft, Nord Axis, Bellatrix Petkim, Elbrus General Trading, Concept Oil Services, QR Trading DMCC, Coral Energy, Litasco και Energopole η οποία ανήκει πλέον εξ ολοκλήρου στην Fossil Trading FZCO.
Η συνεργασία της Μόσχας με τις παραπάνω εταιρείες έλαβε χώρα μετά τη διακοπή των σχέσεων των τεσσάρων μεγάλων διεθνών και ελβετικής έδρας εμπόρων πετρελαίου (Trafigura, Vitol, Glencore, Gunvor).
Οι νέες εταιρείες εμπορίας ρωσικού πετρελαίου είναι κυρίως εγγεγραμμένες στο Ντουμπάι, ορισμένες επίσης στο Χονγκ Κονγκ ή στη Σιγκαπούρη. Ορισμένες είναι στην αγορά εδώ και αρκετό καιρό και τώρα βλέπουν ευκαιρίες για να αναπτυχθούν αποφασιστικά. Κάποιες, από την άλλη μεριά, είναι νεοφυείς επιχειρήσεις και ονομάζονται «pop-ups», επειδή εμφανίστηκαν ξαφνικά χωρίς κανείς να γνωρίζει ακριβώς σε ποιον ανήκουν.
Το γεγονός ότι ένας γηγενής Μαροκινός διευθύνει την επιχείρηση εδώ, ένας Αζέρος ή ένας Λετονός εκεί, δεν σημαίνει τίποτα, σχολιάζει η Welt. «Πίσω από τις περισσότερες εμπορικές εταιρείες βρίσκονται οι ίδιες οι ρωσικές πετρελαϊκές εταιρείες», λέει στη Welt ο γνωστός σύμβουλος ενέργειας της Μόσχας, Mικαίλ Κρουτίσιν.
Οι δυτικές κυρώσεις κατά του ρωσικού πετρελαϊκού τομέα, ιδίως το πλαφόν τιμής 60 δολαρίων ανά βαρέλι για το αργό πετρέλαιο που η Ρωσία φέρνει στην παγκόσμια αγορά με πλοία (το οποίο ισχύει από τις αρχές Δεκεμβρίου του 2022) δεν έχουν θέσει σε κίνδυνο την παγκόσμια προσφορά, απολύτως προς το συμφέρον της Δύσης. Όμως, με βασικό στόχο να πλήξουν οικονομικά τη Ρωσία, προκειμένου να «στεγνώσει» η χρηματοδότηση του επιθετικού πολέμου κατά της Ουκρανίας, έχουν πραγματικά αναστατώσει την πορεία των επιχειρήσεων.
Οι ρωσικές εταιρείες αντέδρασαν γρήγορα, προσαρμόστηκαν και εκμεταλλεύονται την κατάσταση. Το γεγονός ότι η Δύση έχει επιβάλει ανώτατο όριο τιμών δεν τις επηρεάζει τόσο πολύ. Αντιθέτως, έχουν αρκετά καλά κέρδη υπό τις νέες συνθήκες.
Πώς λειτουργεί
Το «σύστημα» αυτό λειτουργεί ως εξής:
- Μία εμπορική εταιρεία παραλαμβάνει το πετρέλαιο από τον Ρώσο προμηθευτή στο λιμάνι Πριμόρσκ της Βαλτικής Θάλασσας ή στο λιμάνι Νοβοροσίσκ της Μαύρης Θάλασσας, σε μια τιμή all-inclusive (τη λεγόμενη τιμή free-on-board), που είναι κάτω από το ανώτατο όριο τιμών των 60 δολαρίων που έχει επιβάλει η Δύση. Αυτό συμμορφώνεται επισήμως με τις κυρώσεις.
- Για την περαιτέρω μεταφορά στους τελικούς αγοραστές, όπως η Ινδία ή η Κίνα, η εμπορική εταιρεία προσθέτει το κόστος μεταφοράς και ασφάλισης. Αλλά δεδομένου ότι οι εμπορικές εταιρείες ανήκουν σε μεγάλο βαθμό στις ρωσικές πετρελαϊκές εταιρείες, μπορούν να χρησιμοποιήσουν έξυπνα αυτό το περιθώριο για κέρδη. Οι πετρελαϊκές εταιρείες θα προσθέσουν υψηλό κόστος μεταφοράς «και έτσι θα δημιουργήσουν πρόσθετα έσοδα, αντισταθμίζοντας το χαμένο εισόδημα λόγω της χαμηλής επίσημης τιμής πώλησης», γράφει ο Σεργκέι Βακουλένκο, σε ανάλυση για το θέμα στο «Eastern Europe Magazine». Είναι πρώην επικεφαλής στρατηγικής της πετρελαϊκής εταιρείας Gazprom Neft και τώρα διεθνής σύμβουλος ενέργειας. «Η μεταφορά του κόστους των ναύλων είναι απλώς μια μετατόπιση από έναν ρωσικό λογαριασμό σε έναν άλλο».
Όμως, εξαφανίζοντας τη χαμηλή τιμή ελεύθερου φορτίου, οι εταιρείες πετυχαίνουν δύο στόχους ταυτόχρονα:
Συμμορφώνονται. μεν, με τις κυρώσεις, αλλά ελαχιστοποιούν τα φορολογικά έσοδα της Ρωσίας.
«Οι χαμηλές επίσημες τιμές πώλησης του πετρελαίου είναι εις βάρος του ρωσικού προϋπολογισμού», τονίζει επίσης ο Βακουλένκο. Και αυτό γιατί στο παρελθόν, οι πετρελαϊκές εταιρείες ενδιαφέρονταν να «καυχιούνται για έσοδα πάνω από την τιμή της αγοράς. Αυτός είναι ένας τρόπος για να εντυπωσιάσουν τους μετόχους και να καθησυχάσουν τους πιστωτές. Σήμερα, κάτι άλλο έχει προτεραιότητα: να δώσουν την εντύπωση ότι πουλάνε φθηνά το πετρέλαιό τους και να μειώσουν έτσι τη φορολογική επιβάρυνση».
Στη νέα κατάσταση, υπάρχει «ένας χαμένος και πολλοί κερδισμένοι». Το αποτέλεσμα για τον χαμένο της υπόθεσης, δηλαδή το ρωσικό κράτος, έχει γίνει πλέον σαφώς ορατό: Το γεγονός ότι τα έσοδα του προϋπολογισμού κατέρρευσαν κατά 21% στα 5,7 τρισεκατομμύρια ρούβλια (71,5 δισεκατομμύρια δολάρια με την τρέχουσα συναλλαγματική ισοτιμία) το πρώτο τρίμηνο οφείλεται όχι μόνο στη μείωση του όγκου των εξαγωγών φυσικού αερίου και στην πτώση των τιμών τους, αλλά κυρίως στις εξαιρετικά μειωμένες ταμειακές ροές από τις εξαγωγές πετρελαίου.
Τα έσοδα από τις εξαγωγές φυσικού αερίου και πετρελαίου, τα οποία είναι τόσο σημαντικά για τη Ρωσία, έπεσαν κατακόρυφα κατά όχι λιγότερο από 45% σε 1,6 τρισεκατομμύρια ρούβλια.
«Το πρώτο τρίμηνο είναι ένα φιάσκο», λέει στη Welt ο Όλεγκ Βιτζούτζιν, σήμερα οικονομικός διευθυντής και πρώην αναπληρωτής επικεφαλής της Ρωσικής Κεντρικής Τράπεζας και μέλος του εποπτικού συμβουλίου της Rosneft, της μεγαλύτερης πετρελαϊκής εταιρείας της χώρας.
Ο Απρίλιος ήταν ακόμη χειρότερος, με τα εν λόγω έσοδα από τις εξαγωγές να κατακρημνίζονται κατά 64% σε σύγκριση με τον ίδιο μήνα του 2022, στα 648 δισεκατομμύρια ρούβλια, σύμφωνα με το Υπουργείο Οικονομικών. Παρ' όλα αυτά, η μέση τιμή του βαρελιού του ρωσικού αργού πετρελαίου Urals αυξήθηκε στα 58,63 δολάρια, από 47,85 δολάρια τον Μάρτιο. Συγκριτικά, η σημαντικότερη ευρωπαϊκή ποιότητα πετρελαίου, η οποία παλαιότερα ήταν εξίσου ακριβή με τα Ουράλια, κοστίζει σήμερα περίπου 75 δολάρια.
Για τις ίδιες τις πετρελαϊκές εταιρείες, οι υπολογισμοί αυτοί είναι δευτερεύοντες. Το πρωτεύον είναι ότι εξάγουν το πετρέλαιο για όσο αξίζει. Είναι αδύνατο να πούμε πόσα εξήγαγαν τον Απρίλιο, γιατί το υπουργείο Ενέργειας απαγόρευσε ξαφνικά τη δημοσίευση στοιχείων. Αλλά το πρώτο τρίμηνο, ο όγκος των εξαγωγών έφτασε σε επίπεδο που είχε παρατηρηθεί για τελευταία φορά πριν από τρία χρόνια. "Οι εταιρείες θέλουν να πλουτίσουν γρήγορα τώρα", λέει ο ειδικός σε θέματα ενέργειας Κρουτίσιν.
Πράγματι, βάζουν αρκετά στην άκρη. Ομολογουμένως, τα ποσά δεν είναι συγκρίσιμα με εκείνα που επιτεύχθηκαν κατά τη διάρκεια της έκρηξης των εμπορευμάτων τη δεκαετία του '80, όταν η τιμή του πετρελαίου αυξήθηκε σε πάνω από 145 δολάρια.
Αλλά όπως εκτιμά το Ινστιτούτο Διεθνούς Χρηματοοικονομικής (IIF), 87 δισεκατομμύρια δολάρια από τα απρόβλεπτα κέρδη που πραγματοποιήθηκαν μόνο πέρυσι παρέμειναν κατατεθειμένα στο εξωτερικό - 58 δισεκατομμύρια δολάρια από αυτά σε αυτό που η Ρωσία αποκαλεί "μη φιλικά κράτη" της Δύσης. Με αυτά τα στοιχεία λειτουργεί και το υπουργείο Οικονομικών, το οποίο λαμβάνει τα 58 δισ. δολάρια ως βάση για περαιτέρω σκέψεις για την αύξηση των φορολογικών εσόδων.
Ήδη από τον Απρίλιο άλλαξε ο τρόπος φορολόγησης. Μια ανάλυση ενός κράτους της G-7, την οποία επικαλούνται αυτές τις ημέρες οι Financial Times, αναφέρει ότι η κίνηση αυτή είναι πιθανό να αποβεί μπούμερανγκ, διότι υπονομεύει τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις στον πετρελαϊκό τομέα: «Είναι σαφώς καταστροφική για τη βιομηχανία τους», δήλωσε στους "FT" εκπρόσωπος της G-7.
Η αλήθεια είναι ότι χρειάζονται απεγνωσμένα επενδύσεις. Πάνω απ' όλα, θα πρέπει να αναπτυχθούν νέα κοιτάσματα, επειδή τα αποθέματα στα υπάρχοντα, παλιά κοιτάσματα στη Δυτική Σιβηρία και στον Βόλγα εξαντλούνται. Μόλις πριν από τέσσερα χρόνια, το υπουργείο Ενέργειας προέβλεψε ότι η ρωσική παραγωγή πετρελαίου θα μειωθεί κατά 40% έως το 2035 χωρίς νέες επενδύσεις.
«Οι εταιρείες τώρα κυριολεκτικά απομυζούν τα υπάρχοντα κοιτάσματα. Διότι χρειάζονται τουλάχιστον 7 χρόνια, και συχνά έως και 15 χρόνια, για να αποδώσουν οι επενδύσεις σε νέα στη Ρωσία», λέει ο ειδικός σε θέματα ενέργειας, Κρουτίσιν: «Καμία εταιρεία δεν είναι διατεθειμένη να κάνει κάτι τέτοιο αυτή τη στιγμή. Διότι εκτός από τον κίνδυνο του διαβόητα ασταθούς φορολογικού συστήματος, υπάρχει και η πολιτική αστάθεια. Και ο φόβος μιας νέας επιστράτευσης και περισσότερου ελέγχου από το κράτος».
Ο πόλεμος και οι συνέπειές του έχουν γίνει απειλή και για τον ρωσικό πετρελαϊκό τομέα στο σύνολό του. Όπως ακριβώς συνέβη και στο παρελθόν στον τομέα του φυσικού αερίου: η εταιρεία φυσικού αερίου Gazprom έχασε μέσα σε λίγους μήνες περισσότερα από τα 2/3 της μέχρι πρότινος σημαντικότερης αγοράς της, της Ευρώπης. Και η παραγωγή φυσικού αερίου της έχει μειωθεί κατά 18% τους πρώτους τέσσερις μήνες του τρέχοντος έτους.