«Απουσία» παίρνει η Ελλάδα από την χαρτογράφηση των προκλήσεων για τη διαχείριση των υδάτων και τις πλημμύρες όπως προκύπτει από την τελευταία έκθεση της Κομισιόν σχετικά με την εφαρμογή των αντίστοιχων οδηγιών (2000/60/ΕΚ) και (2007/60/ΕΚ) αντίστοιχα.
Η έκθεση βασίζεται στα στοιχεία που προσκόμισαν τα κράτη-μέλη μέσω των αναθεωρημένων Σχεδίων Διαχείρισης Κινδύνων Πλημμύρας (ΣΔΚΠ) και των Σχεδίων Διαχείρισης Λεκάνης Απορροής Ποταμού (ΣΔΛΑΠ) αλλά όπως είναι γνωστό η χώρα μας καθυστέρησε να ολοκληρώσει την αναθεώρησή τους μέχρι την προβλεπόμενη προθεσμία στις στο τέλος του 2023.
Αυτός ήταν άλλωστε και ο λόγος που πέρυσι την άνοιξη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να παραπέμψει την Ελλάδα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επειδή δεν ολοκλήρωσε την αναθεώρηση των συγκεκριμένων σχεδίων.
Τελικά, η Ελλάδα κατάφερε να εγκρίνει λίγους μήνες αργότερα τόσο τα αναθεωρημένα ΣΔΚΠ όσο και τα ΣΔΛΑΠ ώστε να αποτελούν νόμο του κράτους και να αποκτήσει έστω στο «και πέντε» τα θεσμικά εργαλεία ώστε να υλοποιήσει μια στρατηγική για την πρόληψη και αντιμετώπιση όχι μόνο μιας ενδεχόμενης πλημμύρας αλλά και της λειψυδρίας και των ακραίων φαινομένων που προκαλεί η κλιματική κρίση (αν και απουσιάζει ένα masterplan με σαφές χρονοδιάγραμμα για τη Θεσσαλία).
Η καθυστέρηση αυτή οφείλεται σε συσσωρευμένες αγκυλώσεις προηγούμενων ετών και παρά τη θετική εξέλιξη, αλλά δεδομένου ότι μέχρι τη στιγμή που η Κομισιόν ολοκλήρωσε την έκθεση για τις δύο οδηγίες δεν είχαν σταλεί στην ΕΕ, λείπουν οι αναλυτικές πληροφορίες για τις προκλήσεις, τα μέτρα και τις επιδόσεις της Ελλάδας στη διαχείριση των υδάτων και των κινδύνων πλημμύρας.
Όπως αναφέρει η έκθεση της Κομισιόν, «μολονότι τα κράτη μέλη όφειλαν να εγκρίνουν τα σχέδιά τους έως τον Μάρτιο του 2022, δυστυχώς πολλά τα ενέκριναν με καθυστέρηση. Ως αποτέλεσμα, η Επιτροπή κίνησε νομικές διαδικασίες εναντίον όλων των κρατών μελών που παραβίασαν τις νομικές απαιτήσεις. Ακόμα και κατά τον χρόνο ολοκλήρωσης της παρούσας αξιολόγησης, δεν είχαν εγκρίνει όλα τα κράτη μέλη τα οικεία ΣΔΛΑΠ και ΣΔΚΠ ούτε τα είχαν υποβάλει στην Επιτροπή (….) Τα 7 κράτη μέλη που δεν περιλαμβάνονται στην τρέχουσα αξιολόγηση ΣΔΛΑΠ είναι η Βουλγαρία, η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Κύπρος, η Μάλτα, η Πορτογαλία και η Σλοβενία, και τα 6 κράτη μέλη που δεν περιλαμβάνονται στην τρέχουσα αξιολόγηση ΣΔΚΠ είναι η Βουλγαρία, η Ελλάδα, η Κύπρος, η Μάλτα, η Πορτογαλία και η Σλοβακία. Τα δεδομένα από τα οικεία ΣΔΛΑΠ και ΣΔΚΠ θα δημοσιευτούν μόλις υποβληθούν ηλεκτρονικά στην πλατφόρμα του συστήματος πληροφοριών σχετικά με τα ύδατα για την Ευρώπη (στο εξής: WISE) του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος».
Ωστόσο, παρά την αδυναμία συμπερίληψης στοιχείων από τα συγκεκριμένα κράτη, η έκθεση παραθέτει στοιχεία κομβικής σημασίας για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα ύδατα τις Ευρώπης και τα ακραία φαινόμενα που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια.
Οι κίνδυνοι για τους υδάτινους πόρους της ΕΕ
Οι υδάτινοι πόροι της ΕΕ εξακολουθούν να υφίστανται σοβαρές πιέσεις λόγω διαρθρωτικής κακοδιαχείρισης, μη βιώσιμης χρήσης της γης, υδρομορφολογικών αλλαγών, ρύπανσης, κλιματικής αλλαγής, αυξημένης ζήτησης για νερό και αστικοποίησης. Όπως περιγράφεται στην ευρωπαϊκή εκτίμηση κλιματικών κινδύνω , η κλιματική αλλαγή επιτείνει αυτές τις πιέσεις και αυξάνει τους κινδύνους που σχετίζονται με το νερό με τη μορφή συχνότερων, παρατεταμένων ξηρασιών και ακραίων βροχοπτώσεων που απειλούν την επισιτιστική ασφάλεια, τη δημόσια υγεία, τα οικοσυστήματα, τις υποδομές και την οικονομία της Ευρώπης.
Μόλις τους τελευταίους μήνες η Ευρώπη βίωσε, για ακόμα μια φορά, τις σημαντικές επιπτώσεις ακραίων συμβάντων που σχετίζονται με το νερό, τα οποία προκάλεσαν τραγικές απώλειες ανθρώπινων ζωών και ζημίες ύψους πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ. Το 2024 σημειώθηκαν παρατεταμένες ξηρασίες σε αρκετές μεσογειακές χώρες, πλήττοντας ιδιαίτερα την κεντρική και νότια Ιταλία, τη βορειοδυτική Ισπανία και την Ελλάδα, και ακολούθησαν σοβαρές πλημμύρες που έπληξαν το μεγαλύτερο μέρος της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης και, αργότερα, επίσης την Ιταλία και την Ισπανία.
Ποια είναι η κατάσταση των υδάτων στην Ευρώπη
Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, με βάση τα στοιχεία κυρίως της περιόδου 2016-2021 που αναφέρθηκαν στα τρίτα ΣΔΛΑΠ για την περίοδο 2022-2027, το 39,5% των συστημάτων επιφανειακών υδάτων στην Ευρώπη φαίνεται να έχουν καλή οικολογική κατάσταση ή καλό οικολογικό δυναμικό.
Όσον αφορά στην επίτευξη καλής χημικής κατάστασης, η οποία αποτελεί δείκτη για τη μετάβαση προς τη μηδενική ρύπανση, το 2021 μόνο το 26,8 % των συστημάτων επιφανειακών υδάτων είχαν καλή χημική κατάσταση, έναντι 33,5 % το 2015, μια εξέλιξη που δείχνει σημαντική επιδείνωση.
Οι σημαντικότερες πιέσεις για τα συστήματα επιφανειακών υδάτων σ’ όλα τα κράτη μέλη που υπέβαλαν εκθέσεις είναι οι εξής: ρύπανση από ατμοσφαιρικές εναποθέσεις (η οποία επηρεάζει το 59% των υδατικών συστημάτων), υδρομορφολογικές αλλαγές (57%) που οφείλονται στην αποστράγγιση και την άρδευση για γεωργικούς σκοπούς, παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας, αντιπλημμυρική προστασία, ναυσιπλοΐα ή παροχή πόσιμου νερού, και ρύπανση από τη γεωργία (32%). Άλλες κύριες πιέσεις ανά την ΕΕ είναι οι απορρίψεις αστικών λυμάτων (14%), οι απορρίψεις που δεν συνδέονται με το σύστημα αποχέτευσης (9 %) και η απόληψη υδάτων (9%) για πολλούς σκοπούς. Άλλες πιέσεις που εντοπίζονται συχνότερα στα ΣΔΛΑΠ είναι η ρύπανση από αστικές απορροές (8%), οι υπερχειλίσεις ομβρίων υδάτων (5%) και οι απορρίψεις από βιομηχανικές εγκαταστάσεις (6%).
Όσον αφορά στα συστήματα υπόγειων υδάτων, το 2021, με βάση τις πληροφορίες που παρασχέθηκαν στα τρίτα ΣΔΛΑΠ, το 86% των συστημάτων υπόγειων υδάτων ήταν σε καλή χημική κατάσταση. Πρόκειται για ελαφρά βελτίωση σε σύγκριση με το ποσοστό 82,2% για το ίδιο υποσύνολο χωρών το 2015. Οι συχνότερα αναφερόμενοι ρύποι που προκαλούν κακή χημική κατάσταση είναι τα νιτρικά άλατα. Αυτά προέρχονται κυρίως από την εντατική γεωργία και κτηνοτροφία μέσω της ακατάλληλης ή υπερβολικής χρήσης λιπασμάτων και υδαρούς/στερεάς κοπριάς, υλικών που όλα περιέχουν άζωτο και φωσφόρο. Αυτό ισχύει για 17 από τα 20 κράτη μέλη.
Επαρκούν τα αποθέματα της Ευρώπης;
Κατά τη σύγκριση της ποσοτικής κατάστασης των υπόγειων υδάτων στο ίδιο σύνολο κρατών μελών, είναι ενθαρρυντικό ότι παρατηρείται μικρή βελτίωση: το 95% των συστημάτων υπόγειων υδάτων αναφέρθηκαν ως συστήματα σε καλή κατάσταση την περίοδο 2016-2021, έναντι 92,4% την περίοδο 2009-2015.
«Τα στοιχεία που υποβλήθηκαν δείχνουν ότι η αναπλήρωση των συστημάτων υπόγειων υδάτων, τα οποία αντιστοιχούν σε μεγάλο μέρος των αποθεμάτων της ΕΕ, φαίνεται να είναι, ως επί το πλείστον, εξασφαλισμένη. Μολονότι αυτό μπορεί να υποδηλώνει ότι η κλιματική αλλαγή δεν έχει επηρεάσει (ακόμη) τα υπόγεια ύδατα της ΕΕ, πρέπει να τονιστεί ότι δεν λαμβάνουν επαρκώς υπόψη όλα τα κράτη μέλη τις ανάγκες των οικοσυστημάτων που εξαρτώνται από τα υπόγεια ύδατα και ότι η εικόνα αυτή που καταγράφηκε το 2021 δεν αποτυπώνει τις επιπτώσεις των επόμενων ετών, τα οποία ήταν τα ξηρότερα έτη αυτού του αιώνα», επισημαίνει η έκθεση. Ως προς τις προοπτικές για το μέλλον, σημειώνει ότι «είναι σημαντικό ότι αρκετά κράτη μέλη αναμένουν επιδείνωση της κατάστασης, καθώς προβλέπουν ότι ο αριθμός των συστημάτων υπόγειων υδάτων που κινδυνεύουν να μην επιτύχουν καλή ποσοτική κατάσταση έως το 2027 θα αυξηθεί σημαντικά σε ορισμένες περιπτώσεις».
Πλημμύρες: Πρόοδος ως προς την επίτευξη κλιματικής ανθεκτικότητας
Οι πλημμύρες αποτελούν τον συνηθέστερο κίνδυνο στις εθνικές εκτιμήσεις κινδύνων των κρατών μελών . Όπως αναφέρεται στην ευρωπαϊκή εκτίμηση κινδύνων πλημμύρας, η Ευρώπη αντιμετωπίζει περισσότερους και εντονότερους κλιματικούς κινδύνους, συμπεριλαμβανομένων των ισχυρών βροχοπτώσεων που προκαλούν πλημμύρες λόγω βροχοπτώσεων και ποτάμιες πλημμύρες, και της ανόδου της στάθμης της θάλασσας που προκαλεί παράκτιες πλημμύρες.
«Μετά τη θέσπιση της οδηγίας για τις πλημμύρες, το 2007, έχει επιτευχθεί αξιοσημείωτη πρόοδος στη διαχείριση των κινδύνων πλημμύρας σ’ ολόκληρη την ΕΕ (…) Σε σύγκριση με τον προηγούμενο κύκλο, η διαχείριση των κινδύνων πλημμύρας έχει βελτιωθεί στα κράτη μέλη που αξιολογήθηκαν. Όλα τα κράτη μέλη έχουν θέσει στόχους για τη διαχείριση των κινδύνων πλημμύρας», επισημαίνει η έκθεση. Ωστόσο, σημειώνει ότι τα σχέδια περιλαμβάνουν την πρόοδο ως προς την εφαρμογή των μέτρων (των οποίων ο αριθμός ποικίλει από 100 έως 10.000) και όχι την πρόοδο ως προς την επίτευξη των ειδικών στόχων που τίθενται μέσω των γενικότερων στόχων μείωσης των κινδύνων πλημμύρας. Ως εκ τούτου, είναι δύσκολο να εξαχθεί συμπέρασμα σχετικά με την αποτελεσματικότητα της διαχείρισης των κινδύνων πλημμύρας ανά την ΕΕ.
Απαραίτητα στοιχεία της διαχείρισης των κινδύνων πλημμύρας είναι τα αξιόπιστα συστήματα πρόβλεψης και έγκαιρης προειδοποίησης για την άμεση ενεργοποίηση μέτρων πολιτικής προστασίας, καθώς και η ισχυρή ικανότητα αντίδρασης κατά τη διάρκεια τέτοιων συμβάντων και μετά από αυτά. Η Επιτροπή στηρίζει τα κράτη μέλη μέσω δράσεων σ’ αυτόν τον τομέα σε επίπεδο ΕΕ, μεταξύ άλλων μέσω του ευρωπαϊκού συστήματος προειδοποίησης για τις πλημμύρες του Copernicus), το οποίο στηρίζει προπαρασκευαστικά μέτρα πριν από και κατά τη διάρκεια μεγάλων πλημμυρών.
Η χρηματοδότηση και οι επενδύσεις για τη διαχείριση των υδάτων
Όσον αφορά στις ανάγκες χρηματοδότησης, παρότι σε πολλά από τα ΣΔΛΑΠ παρέχονται περιορισμένες πληροφορίες, αξίζει να σημειωθεί ότι τα χρηματοδοτικά μέσα της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων της κοινής γεωργικής πολιτικής, της πολιτικής συνοχής και του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη στήριξη της εφαρμογής των μέτρων των ΣΔΛΑΠ και των ΣΔΚΠ σ’ όλα τα κράτη μέλη. Επιπλέον, μέσω του προγράμματος-πλαισίου «Ορίζων Ευρώπη», η Επιτροπή παρέχει στήριξη στην έρευνα για την κάλυψη των κενών γνώσης και την προώθηση της ανάπτυξης καινοτόμων λύσεων, μεταξύ άλλων μέσω της αποστολής για τους ωκεανούς και τα γλυκά ύδατα.
Ωστόσο, από την ανάλυση προκύπτει —για την ΕΕ συνολικά— αδυναμία κάλυψης των ετήσιων επενδυτικών αναγκών, οι οποίες εκτιμώνται σε 77 δισ. ευρώ ετησίως, με χρηματοδοτικό έλλειμμα που, επί του παρόντος, εκτιμάται σε περίπου 25 δισ. ευρώ ετησίως . Το ποσό αυτό βασίζεται, σε μεγάλο βαθμό, στις ανάγκες ύδρευσης και αποχέτευσης, ενώ το κόστος για άλλα μέτρα που σχετίζονται με την εφαρμογή της ΟΠΥ και της οδηγίας για τις πλημμύρες ενδέχεται να μην αντικατοπτρίζεται πλήρως. «Δυστυχώς, τα ΣΔΛΑΠ των περισσότερων κρατών μελών δεν περιλαμβάνουν σαφές επενδυτικό χρονοδιάγραμμα που να λαμβάνει υπόψη μακροπρόθεσμες προβλέψεις για την προσφορά και τη ζήτηση νερού με βάση τα πιο πρόσφατα σενάρια για το κλίμα και τις στρατηγικές προσαρμογής», υπογραμμίζει η Κομισιόν.
Τι πρέπει να κάνουν τα κράτη για την αντιμετώπιση των κινδύνων πλημμύρας
Όσον αφορά την οδηγία για τις πλημμύρες, τα κράτη μέλη έχουν αξιοποιήσει την πείρα τους από τον πρώτο κύκλο και έχουν προβεί σε επαυξητικές αλλαγές στις προσεγγίσεις που εφαρμόζουν για τη διαχείριση των κινδύνων πλημμύρας. Ξεχωρίζουν τρεις εξελίξεις: α) σημαντική αύξηση σε επίπεδο ΕΕ του αριθμού των περιοχών που έχουν χαρακτηριστεί ως περιοχές με δυνητικά σοβαρό κίνδυνο πλημμύρας· β) εφαρμογή, απ’ όλα σχεδόν τα κράτη μέλη, διαδικτυακών προγραμμάτων προβολής βασιζόμενων στο σύστημα γεωγραφικών πληροφοριών για τη δημοσίευση των οικείων χαρτών επικινδυνότητας πλημμύρας και κινδύνων πλημμύρας, με αποτέλεσμα να είναι οι χάρτες πολύ πιο προσβάσιμοι· και γ) βελτίωση του τρόπου με τον οποίο εξετάζεται η κλιματική αλλαγή, π.χ. μέσω μοντελοποίησης και σεναρίων. Για να συνεχιστεί η πρόοδος όσον αφορά τη μείωση των δυνητικών αρνητικών επιπτώσεων των μεγάλων πλημμυρών, τα κράτη μέλη, όπως προτείνει η Επιτροπή, θα πρέπει να συνεχίσουν να βελτιώνουν τους χάρτες επικινδυνότητας πλημμύρας και κινδύνων πλημμύρας, ιδίως με τους εξής τρόπους:
α. συνεπής και σαφής μελέτη των περιοχών απόληψης υδάτων, των υδάτων αναψυχής και των περιοχών Natura 2000·
β. μεγαλύτερη συνεκτίμηση των πλημμυρών λόγω βροχοπτώσεων, δεδομένης της αυξημένης συχνότητας και έντασης των ισχυρών βροχοπτώσεων·
γ. βελτίωση των προγραμμάτων προβολής, βάσει του συστήματος γεωγραφικών πληροφοριών, χαρτών επικινδυνότητας πλημμύρας και κινδύνων πλημμύρας, τα οποία ενσωματώνουν όλες τις σχετικές πληροφορίες και είναι εύχρηστα για το ευρύ κοινό.
Ταυτόχρονα, τα ευρωπαϊκά κράτη θα πρέπει να συνεχίσουν να πραγματοποιούν περαιτέρω προσπάθειες για τη βελτίωση του οικείου σχεδιασμού διαχείρισης των κινδύνων πλημμύρας, και ειδικότερα:
α. τα μελλοντικά ΣΔΚΠ θα πρέπει να παρέχουν λεπτομέρειες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η επιλογή στόχων και μέτρων τεκμηριώθηκε με βάση τους χάρτες επικινδυνότητας πλημμύρας και κινδύνων πλημμύρας·
β. οι στόχοι των ΣΔΚΠ θα πρέπει να είναι συγκεκριμένοι, να έχουν προθεσμία, όπου είναι δυνατόν, και να συνδέονται με ποσοτικούς δείκτες προόδου·
γ. τα ΣΔΚΠ θα πρέπει να περιλαμβάνουν αξιολόγηση της προόδου που έχει σημειωθεί ως προς την επίτευξη των στόχων που είχαν τεθεί στα προηγούμενα ΣΔΚΠ.
Για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των μέτρων που λαμβάνονται, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι υπάρχει σαφής σύνδεση μεταξύ των στόχων κάθε ΣΔΚΠ και των μέτρων του και να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν για την ιεράρχηση των μέτρων.
Όπου είναι δυνατόν, θα πρέπει να διενεργείται ανάλυση κόστους–οφέλους των μέτρων και να συνυπολογίζεται στην ιεράρχησή τους. Επίσης, το ΣΔΚΠ θα πρέπει να παρέχει πληροφορίες σχετικά με το συνολικό κόστος των προγραμματισμένων μέτρων.
Ομοίως, το ΣΔΚΠ θα πρέπει να καθορίζει τις μεθόδους για την παρακολούθηση της προόδου όσον αφορά τη συγκεκριμένη εφαρμογή των μέτρων ενώ θα πρέπει να εξετάζονται μελλοντικά σενάρια για το κλίμα στα οικεία ΣΔΚΠ.
Εκτός από τις επενδύσεις για την πρόληψη των πλημμυρών και την αντιπλημμυρική προστασία, όλα τα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν υπόψη το κόστος των πλημμυρικών φαινομένων στους δημόσιους προϋπολογισμούς· η ασφάλιση θα πρέπει να εξεταστεί ως επιλογή για την προσαρμογή στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.