Στο ρόλο της κλιματικής διπλωματίας εν μέσω της ασφυκτικής πολεμικής πίεσης στην Ουκρανία, των υψηλών τιμών ενέργειας και των προσπαθειών που καταβάλει η διεθνής κοινότητα για τη μετάβαση σε μια ανθρακικά ουδέτερη οικονομία αναφέρεται σε συνέντευξη που παραχωρεί στο Insider.gr η κ. Εμμανουέλα Δούση, Καθηγήτρια στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, διευθύντρια του Εργαστηρίου Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και Πολιτικής και κάτοχος της έδρας UNESCO στην κλιματική διπλωματία. Όπως σημειώνει, «η διπλωματία της κλιματικής αλλαγής δεν αντικαθιστά την παραδοσιακή διπλωματία αλλά τη συμπληρώνει» ενώ αναφέρεται στο ρόλο της Ελλάδας στη διεθνή σκακιέρα στον τομέα αυτό επισημαίνοντας ότι η χώρα μας έχει συμβάλει λίγο στην πρόκληση της κλιματικής αλλαγής και συνεπώς «έχουμε κάθε συμφέρον να διεκδικούμε αυστηρά μέτρα και να στηρίζουμε διεθνείς πρωτοβουλίες». Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα και αναλύοντας τις πρωτοβουλίες που έχουν δρομολογηθεί, η κ. Δούση εκτιμά ότι αυτές πρέπει να ενισχθούν περαιτέρω. «Η υφιστάμενη κατάσταση με τον πόλεμο που μαίνεται στην Ουκρανία σε συνδυασμό με την ραγδαία αύξηση των τιμών φυσικού αερίου θέτουν πλέον επιτακτικά το κρίσιμο ζήτημα της διασφάλισης ενεργειακής αυτονομίας όχι μόνο βραχυπρόθεσμα αλλά και μακροπρόθεσμα. Η Ελλάδα έχει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα, καθώς διαθέτει άφθονο ήλιο και αέρα όλες τις εποχές του χρόνου, δηλαδή εναλλακτικές πηγές ενέργειας, καθαρές και εγχώριες, τις οποίες μπορεί να αξιοποιήσει. Ήρθε η ώρα να επανεξετάσουμε τη δέσμευση πόρων σε επενδύσεις που μακροπρόθεσμα θα αχρηστευθούν όπως εκείνες που σχετίζονται με τις εξορύξεις υδρογονανθράκων, δηλαδή ορυκτών καυσίμων, τα οποία ευθύνονται για την κλιματική κρίση», επισημαίνει σχετικά η κ. Δούση.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης που παραχώρησε η κ. Δούση στο Insider.gr.
Κάποιοι διεθνείς παράγοντες υποστηρίζουν ότι η Διπλωματία της Κλιματικής Αλλαγής τείνει να αντικαταστήσει την παραδοσιακή διπλωματία. Πόσο ώριμες είναι οι συνθήκες για να καταστεί αυτό εφικτό; Ποιος θεωρείτε ότι είναι ο ρόλος της Ελλάδας;
Η κλιματική διπλωματία είναι ένας νέος όρος στο λεξιλόγιο της πολιτικής και της διπλωματίας που συνδέεται με την προώθηση των πολιτικών αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής και την ενίσχυση του διαλόγου σε διεθνές, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. Η κλιματική αλλαγή είναι μια απειλή που αφορά όλα τα κράτη του κόσμου, με διαφορετική όμως ένταση. Ορισμένα πλήττονται συχνότερα από αιφνίδια και ακραία καιρικά φαινόμενα, ενώ άλλα δοκιμάζονται από πιο αργές διαδικασίες περιβαλλοντικής υποβάθμισης όπως η άνοδος της στάθμης της θάλασσας, η ξηρασία κ.ά. Επιπλέον, η κλιματική αλλαγή μπορεί να καταστεί πολλαπλασιαστής απειλών, ενισχύοντας υφιστάμενες κρίσεις και προβλήματα, όπως η μετανάστευση, ο έλεγχος υδάτινων πόρων, η ενεργειακή φτώχεια, η επισιτιστική ασφάλεια.
Αυτά είναι προβλήματα που τα κράτη δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν μόνα τους. Απαιτούν διεθνή συνεργασία και συντονισμό. Η μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, όπως και η καλύτερη προετοιμασία των κρατών για να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της κλιματικής κρίσης είναι ζητήματα που δεν πρέπει να απασχολούν μόνο τα Υπουργεία Περιβάλλοντος/Κλιματικής Αλλαγής. Είναι απαραίτητο να ενσωματωθούν στην ατζέντα της εξωτερικής πολιτικής και της διπλωματίας. Η διπλωματία μπορεί να βοηθήσει στην κατανόηση των προκλήσεων και των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής, την αντιμετώπιση ακραίων καιρικών φαινομένων, την αναγκαστική μετακίνηση πληθυσμών, την αντιμετώπιση των πλημμυρών και των πυρκαγιών, την προστασία και βιώσιμη διαχείριση των φυσικών πόρων. Μπορεί να βοηθήσει στη διαμόρφωση καλύτερων συμφωνιών στον εμπορικό τομέα και τον τομέα των επενδύσεων που να ενσωματώνουν τη διάσταση της κλιματικής αλλαγής. Η διπλωματία της κλιματικής αλλαγής δεν αντικαθιστά την παραδοσιακή διπλωματία αλλά τη συμπληρώνει.
Λίγες χώρες έχουν μέχρι σήμερα επενδύσει σε αυτό το πεδίο, ορίζοντας ειδικούς εντεταλμένους διπλωμάτες. Η Ευρώπη έχει επίγνωση της κατάστασης και για την ΕΕ η κλιματική διπλωματία αποτελεί πλέον βασικό άξονα των πολιτικών της. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι η αρχική κρατοκεντρική προσέγγιση της ευρωπαϊκής κλιματικής διπλωματίας έχει διευρυνθεί για να συμπεριλάβει το ρόλο μη κρατικών δρώντων και δικτύων μεταξύ και εντός των χωρών για την αύξηση της κλιματικής φιλοδοξίας.
Η Ελλάδα είναι μια χώρα που έχει συμβάλει λίγο στην πρόκληση του φαινομένου, αλλά επηρεάζεται άμεσα από τις συνέπειες, όπως άλλωστε ολόκληρη η περιοχή της Μεσογείου η οποία έχει χαρακτηρισθεί θερμό σημείο της κλιματικής κρίσης. Δεν είμαστε δηλαδή σημαντικοί παραγωγοί, αλλά κυρίως αποδέκτες του προβλήματος. Συνεπώς έχουμε κάθε συμφέρον να διεκδικούμε αυστηρά μέτρα και να στηρίζουμε διεθνείς πρωτοβουλίες. Τώρα καλούμαστε να ευθυγραμμίσουμε την αναπτυξιακή πολιτική με τις επιταγές της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας που είναι ο οδικός χάρτης για τη βιωσιμότητα στην Ευρώπη και την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050.
Έχουν ήδη δρομολογηθεί σημαντικές πρωτοβουλίες, οι οποίες θα πρέπει να ενισχυθούν περαιτέρω. Η υφιστάμενη κατάσταση με τον πόλεμο που μαίνεται στην Ουκρανία σε συνδυασμό με την ραγδαία αύξηση των τιμών φυσικού αερίου θέτουν πλέον επιτακτικά το κρίσιμο ζήτημα της διασφάλισης ενεργειακής αυτονομίας όχι μόνο βραχυπρόθεσμα αλλά και μακροπρόθεσμα. Η Ελλάδα έχει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα, καθώς διαθέτει άφθονο ήλιο και αέρα όλες τις εποχές του χρόνου, δηλαδή εναλλακτικές πηγές ενέργειας, καθαρές και εγχώριες, τις οποίες μπορεί να αξιοποιήσει. Ήρθε η ώρα να επανεξετάσουμε τη δέσμευση πόρων σε επενδύσεις που μακροπρόθεσμα θα αχρηστευθούν όπως εκείνες που σχετίζονται με τις εξορύξεις υδρογονανθράκων, δηλαδή ορυκτών καυσίμων, τα οποία ευθύνονται για την κλιματική κρίση. Ενώ τα υλικά οφέλη από ενδεχόμενες εξορύξεις παραμένουν εξαιρετικά αβέβαια, το βαρύ περιβαλλοντικό τους αποτύπωμα δεν μπορεί πλέον να αγνοηθεί σαν να μην σημαίνει τίποτα για εμάς και τις επόμενες γενιές. Στη θέση των προγραμματισμένων εξορύξεων θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να αναπτυχθούν υπεράκτια αιολικά πάρκα. Οι θάλασσες μας διαθέτουν μεγάλο ανεκμετάλλευτο δυναμικό, το οποίο μπορεί να συνεισφέρει σε μεγάλο βαθμό στην επίτευξη του ευρωπαϊκού στόχου για το 2050. Επιπλέον, τέτοιου είδους επενδύσεις θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην εδραίωση και ενίσχυση των δεσμών με γειτονικές χώρες, μέσω εξαγωγών ενέργειας.
Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής; Πώς αξιολογείτε τα βήματα που έχουν συντελεστεί μέχρι στιγμής σε επίπεδο διακρατικής συνεργασίας;
Το πρόβλημα είναι παγκόσμιο και η διαχείρισή του προϋποθέτει τη συνεργασία κρατών με πολύ διαφορετικά συμφέροντα, προτεραιότητες, επίπεδα ανάπτυξης όπως και επίπεδα εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου. Αυτό είναι ένα πρώτο κρατούμενο που θα πρέπει να λάβουμε υπόψη.
Ένα δεύτερο κρατούμενο είναι ότι η προστασία από την κλιματική αλλαγή συνδέεται με ένα δημόσιο αγαθό. Το πιο δύσκολο όταν έχουμε να κάνουμε με δημόσια αγαθά είναι πως θα εξασφαλίσουμε τη συμμετοχή όλων σε αυτή την προσπάθεια, ιδίως εκείνων που ευθύνονται περισσότερο/συμβάλλουν περισσότερο στην πρόκληση του προβλήματος. Χρειάζεται δηλαδή ένας κοινός βηματισμός, ένας διεθνής συντονισμός.
Υπήρξαν ωστόσο μεγάλες καθυστερήσεις στη διεθνή συνεργασία παρόλο που η πρώτη διεθνής συμφωνία για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής (UNFCCC) του 1992 συγκέντρωσε πολύ μεγάλη αποδοχή καθώς την υπέγραψαν σχεδόν όλα τα κράτη του κόσμου. Το κείμενο αυτό αναγνώρισε τη σημασία του προβλήματος, την ανθρωπογενή προέλευσή του και την ανάγκη να ληφθούν μέτρα, αφήνοντας όμως τις λεπτομέρειες εφαρμογής να ρυθμιστούν αργότερα μέσα από διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο ενός μηχανισμού που το ίδιο κείμενο δημιούργησε. Έτσι, χάθηκε πολύτιμος χρόνος. Αν τα κράτη είχαν αρχίσει να μειώνουν τις εκπομπές τους από τη στιγμή που τεκμηριώθηκε η επιστημονική συμφωνία για την κλιματική αλλαγή, δεν θα είχαμε οδηγηθεί στη σημερινή κατάσταση.
Το πρώτο βήμα έγινε το 2015, μετά από μαραθώνιες διαπραγματεύσεις, με την επιστημονική κοινότητα να απευθύνει συνεχείς εκκλήσεις, όπου βρέθηκε μια κοινή συνισταμένη που αποτυπώθηκε στη Συμφωνία των Παρισίων. Η συμφωνία αυτή τροποποιεί την αρχική ιδέα της θέσπισης στόχων σε διεθνές επίπεδο και καλεί τα ίδια τα κράτη να διαμορφώσουν εθνικά σχέδια μείωσης των επιβλαβών εκπομπών και προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή και να τα αναθεωρούν σε τακτικά διαστήματα υπό διεθνή εποπτεία. Αυτός είναι με δυο λόγια ο θεσμικός πυρήνας της Συμφωνίας, η οποία βάζει όλα τα κράτη σε ένα κοινό μονοπάτι για τη σταδιακή αποδέσμευση των εθνικών οικονομιών από τα ορυκτά καύσιμα.
Πάνω από 100 χώρες έχουν ανακοινώσει μέχρι στιγμής φιλόδοξες δεσμεύσεις για τις επόμενες δεκαετίες. Στις χώρες αυτές περιλαμβάνονται οι σημαντικότεροι ρυπαντές. Οι ΗΠΑ υποσχέθηκαν ότι θα είναι κλιματικά ουδέτερες, δηλαδή θα έχουν μηδενικές εκπομπές άνθρακα, έως το 2050. Η Κίνα δεσμεύτηκε ότι θα το πράξει πριν το 2060. Η ΕΕ έχει ένα πολύ φιλόδοξο σχέδιο που αποτυπώνεται στην Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, το νέο οδικό χάρτη για τη βιωσιμότητα στην Ευρώπη τα επόμενα τριάντα χρόνια. Όλες αυτές οι δεσμεύσεις στέλνουν ένα μήνυμα προς τους επενδυτές, τους παραγωγούς και τους καταναλωτές ότι η πορεία προς την καθαρή ενέργεια είναι πλέον μονόδρομος.
Είστε η επιστημονική υπεύθυνη (από την πλευρά του ΕΛΙΑΜΕΠ) του έργου ARSINOE το οποίο προωθεί την εφαρμογή καινοτόμων μέτρων και λύσεων προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας μέσα από την εκπαίδευση, τη συμμετοχή όλων των εμπλεκόμενων φορέων και την κατάρτιση πράσινων συμφωνιών. Σε ποιους άξονες θα κινηθεί το έργο και ποιος είναι ο τελικός στόχος;
Το πρόγραμμα ARSINOE επιδιώκει, μεταξύ άλλων, να φέρει πιο κοντά την επιστημονική γνώση στην κοινωνία, να ενθαρρύνει την εμπλοκή ενδιαφερομένων φορέων και πολιτών στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας απέναντι στην κλιματική αλλαγή μέσα από ολιστικές προσεγγίσεις και την προώθηση καινοτομιών. Στο πρόγραμμα συμμετέχουν 41 εταίροι από 15 διαφορετικές χώρες με συντονιστή το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.
Το ΕΛΙΑΜΕΠ, ως συνεργαζόμενος εταίρος, έχει αναλάβει να οργανώσει ειδικά σεμινάρια training for trainers για εκπαιδευτικούς, καθώς και συνελεύσεις νέων για την κλιματική αλλαγή με τη συμμετοχή φοιτητών και μαθητών. Οι δραστηριότητες αυτές έχουν διττό στόχο: αφενός την κατανόηση των προκλήσεων που θέτει η κλιματική αλλαγή όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά ειδικότερα για την Αθήνα και την ευρύτερη περιφέρειά της. Η κλιματική αλλαγή επηρεάζει με διάφορους τρόπους την καθημερινότητα στις πόλεις, οι οποίες συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Τα επιστημονικά δεδομένα είναι αρκετά ανησυχητικά και θα πρέπει να τρέξουμε για να υλοποιήσουμε το συντομότερο τα μέτρα και τις πολιτικές που έχουν δρομολογηθεί σε διεθνές, ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο αφενός για να μειώσουμε τις εκπομπές των επιβλαβών αερίων του θερμοκηπίου και αφετέρου να προσαρμοστούμε στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, να θωρακιστούμε καλύτερα και να ενισχύσουμε την ανθεκτικότητα της κοινωνίας απέναντι σε ακραία καιρικά φαινόμενα και καταστροφές που δεν μπορούμε να αποτρέψουμε.
Ο δεύτερος στόχος είναι να μεταφέρουμε την εμπειρία μας από το πανεπιστήμιο για εναλλακτικές μεθόδους διδασκαλίας και βιωματικές δράσεις στο σχολείο, ειδικότερα στο λύκειο. Δράσεις που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για να εμπλέξουμε περισσότερο τους μαθητές στην υπόθεση της κλιματικής αλλαγής, να τους ευαισθητοποιήσουμε και εν τέλει να τους εμπνεύσουμε μέσα από το διάλογο και τη συμμετοχή τους στη συνδιαμόρφωση λύσεων για ένα καλύτερο και περισσότερο βιώσιμο μέλλον, το δικό τους μέλλον. Οι προτεινόμενες βιωματικές δράσεις επιδιώκουν όχι μόνο να διευκολύνουν την κατανόηση των προκλήσεων που θέτει η κλιματική αλλαγή και οι επιπτώσεις της, αλλά να καταστήσουν τους μαθητές κοινωνούς του προβλήματος και να τους μυήσουν στην αναζήτηση και διαμόρφωση λύσεων σε σύνθετα προβλήματα.
Η 26η Διεθνής Διάσκεψη για το Κλίμα ολοκληρώθηκε αφήνοντας εκκρεμότητες και μεταθέτοντας πολλά σοβαρά ζητήματα για του χρόνου. Ποιες θεωρείτε ότι είναι οι σημαντικότερες εκκρεμότητες και ποια θεωρείτε ότι είναι τα θετικά βήματα που έχουν γίνει μέχρι στιγμής. Πώς αξιολογείτε τις δεσμεύσεις της Ελλάδας;
Η 26η Διεθνής Διάσκεψη για το Κλίμα που πραγματοποιήθηκε στη Γλασκώβη ήταν πολύ κρίσιμη για να δούμε που βρισκόμαστε σε σχέση με το στόχο της συγκράτηση της υπερθέρμανσης της Γης σε ανεκτά όρια. Μέχρι στιγμής τα εθνικά σχέδια για τη μείωση των εκπομπών που έχουν κατατεθεί στα Ηνωμένα Έθνη κι εκείνα που ανακοινώθηκαν στη Γλασκώβη δεν επαρκούν για τη συγκράτηση της θερμοκρασίας στον 1,5 βαθμό γι’αυτό και δόθηκε ένας χρόνος ακόμα στα συμβαλλόμενα μέρη της Συμφωνίας του Παρισιού να αναθεωρήσουν τα εθνικά τους σχέδια ως την επόμενη διάσκεψη.
Το αποτέλεσμα της διάσκεψης αποτυπώθηκε στο Σύμφωνο της Γλασκώβης που υιοθετήθηκε με συναίνεση 197 κρατών. Κανένας συμβιβασμός δεν είναι τέλειος. Σε κάθε περίπτωση, το κείμενο αυτό περιλαμβάνει ορισμένα θετικά βήματα.
Το πρώτο είναι η εμπιστοσύνη στην επιστήμη. Η συγκράτηση της μέσης θερμοκρασίας της Γης στον 1,5 βαθμό και όχι στους 2 βαθμούς που πρότασσε η Συμφωνία του Παρισιού, είναι πλέον ο κανόνας και η επίτευξή του απαιτεί άμεση λήψη δραστικών μέτρων για τη μείωση των εκπομπών αυτή τη δεκαετία. Το κείμενο καλεί τα κράτη που δεν κατέθεσαν νέα ή αναθεωρημένα σχέδια να το πράξουν μέχρι την επόμενη διάσκεψη το 2022, πολύ πριν το 2025 που είχε αρχικά προβλέψει η Συμφωνία του Παρισιού. Ευθυγραμμίζεται έτσι με την τελευταία έκθεση της IPCC που δημοσιεύθηκε τον Αύγουστο, η οποία προειδοποιεί για τους κινδύνους της ανεπαρκούς προετοιμασίας. Συνεπώς, η μεγαλύτερη πρόκληση για τη νέα χρονιά είναι να πεισθούν οι βραδυπορούντες να αναθεωρήσουν τα εθνικά τους σχέδια ώστε να μειωθεί το χάσμα των παγκόσμιων εκπομπών σε ένα επίπεδο συμβατό με τον στόχο.
Ένα άλλο θετικό βήμα είναι η αναφορά για πρώτη φορά στην σταδιακή απανθρακοποίηση και την κατάργηση των επιδοτήσεων στα ορυκτά καύσιμα. Επιπλέον συμπληρώθηκαν οι κανόνες εφαρμογής της Συμφωνίας του Παρισιού, ρυθμίζοντας μια σειρά από τεχνικά ζητήματα που αφορούν μεταξύ άλλων στην λειτουργία των αγορών άνθρακα.
Στην Γλασκώβη προχώρησε επίσης η συζήτηση για άλλα ζητήματα, καταλήγοντας σε ειδικές συμφωνίες, όπως για τη μείωση των εκπομπών μεθανίου, του δεύτερου πιο σημαντικού αερίου μετά το διοξείδιο του άνθρακα. Μια άλλη συμφωνία που συγκέντρωσε τα φώτα της δημοσιότητας είναι η κοινή διακήρυξη ΗΠΑ-Κίνας για την ενίσχυση της κλιματικής δράσης. Παρότι οι πρακτικές συνέπειες δεν έχουν ακόμα διευκρινιστεί, είναι ένα σημαντικό πολιτικό κείμενο αν λάβουμε υπόψη τις ψυχρές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών και το γεγονός ότι και οι δύο μαζί συμβάλλουν κατά περίπου 40% στις παγκόσμιες εκπομπές.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, που έχει την τρίτη θέση στον κατάλογο των παγκόσμιων εκπομπών μετά την Κίνα και τις ΗΠΑ, πήγε στην Γλασκώβη με ένα φιλόδοξο σχέδιο, την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, την οποία άρχισε να υλοποιεί μέσα στο 2021. Έθεσε νέο στόχο μείωσης των εκπομπών κατά 55% σε σχέση με τα επίπεδα του 1990 έως το 2030 και θέσπισε τον «ευρωπαϊκό κλιματικό νόμο» ο οποίος μετατρέπει τον στόχο σε νομική υποχρέωση και ρυθμίζει τα αναγκαία βήματα για τη μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα έως το 2050. Επιπλέον, αναμένονται νέες νομοθετικές ρυθμίσεις για την εναρμόνιση των ευρωπαϊκών πολιτικών με το νέο στόχο μείωσης των εκπομπών.
Βεβαίως από την εξαγγελία ως την υλοποίηση υπάρχει ακόμα μεγάλη απόσταση και η επιτυχία εξαρτάται από τη βούληση των κρατών μελών να ακολουθήσουν το μονοπάτι και να ξαναδούν συνολικά τα αναπτυξιακά τους σχέδια και τις ενεργειακές τους υποδομές. Τα σημεία αφετηρίας είναι διαφορετικά και το καθένα χωριστά θα πρέπει να λάβει σημαντικές αποφάσεις για το πως θα πετύχει το συλλογικό ευρωπαϊκό στόχο.
Η Ελλάδα κινείται ήδη προς τη σωστή κατεύθυνση. Η απολιγνιτοποίηση, το σχέδιο δίκαιης αναπτυξιακής μετάβασης για τις λιγνιτικές περιοχές, η καλή πορεία των ΑΠΕ, αποτελούν θετικές εξελίξεις. Το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης από την πανδημία σηματοδοτεί μια στροφή στη βιωσιμότητα, καθώς περιλαμβάνει σημαντικές επενδύσεις στην πράσινη τεχνολογία, την βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας, την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των πόλεων και γενναία ενίσχυση της πολιτικής προστασίας για τη διαχείριση κρίσεων. Βεβαίως, θα πρέπει να εξασφαλιστεί ότι οι πόροι θα διοχετευθούν προς τη σωστή κατεύθυνση. Επιπλέον θα πρέπει να αποφύγουμε λανθασμένες επιλογές όπως συνέβη την προηγούμενη δεκαετία με τον λιγνίτη, οι οποίες θα μας κοστίσουν ακριβά. Η επικείμενη αναθεώρηση του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) είναι μια πρώτης τάξης ευκαιρία για να αποσαφηνιστούν τα σχέδια της κυβέρνησης με χρονικό ορίζοντα το 2030.
Σύντομα θα τεθεί στην κρίση του Κοινοβουλίου ένα σχέδιο «εθνικού νόμου για το κλίμα», το οποίο επιδιώκει να οργανώσει τη μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα θέτοντας ενδιάμεσους στόχους και εστιάζοντας στους τομείς εκείνους που απαιτούν μεγαλύτερο συντονισμό. Παράλληλα, επιχειρεί να ρυθμίσει την προετοιμασία για την προσαρμογή στις συνέπειες της κλιματικής απορρύθμισης και την παρακολούθηση της προόδου εφαρμογής. Πρόκειται για ένα πρωτοποριακό για τα ευρωπαϊκά δεδομένα κείμενο, το οποίο όμως σιωπά ως προς το πρόγραμμα εξόρυξης υδρογονανθράκων που δεν συνάδει με τον στόχο της κλιματικής ουδετερότητας.
Η φετινή χρονιά ήταν γεμάτη ενδείξεις της κλιματικής κρίσης. Οι παρατεταμένοι καύσωνες, οι καταστροφικές πυρκαγιές, οι έντονες βροχοπτώσεις ήταν ένα μικρό δείγμα για το μέλλον που μας περιμένει. Πολλά από αυτά τα φαινόμενα μπορούν να αντιμετωπιστούν με σωστή πρόληψη και προετοιμασία, η οποία προϋποθέτει τη συνεργασία όχι μόνο των κυβερνητικών αρχών και της τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά όλων των φορέων και των πολιτών. Η αδράνεια θα μας κοστίσει πολύ περισσότερο από την πρόληψη και αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να το λάβουμε σοβαρά υπόψη.
Το τελευταίο σας βιβλίο με τίτλο «Διεθνές Δίκαιο και Διπλωματία της Κλιματικής Αλλαγής» αφορά στο ρόλο του Διεθνούς Δικαίου στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Θα μας πείτε λίγα λόγια για τις βασικές θεματικές του βιβλίου;
Το κεντρικό θέμα του βιβλίου είναι η κριτική ανάγνωση του διεθνούς συστήματος για την αντιμετώπιση ενός παγκόσμιου προβλήματος και της αλληλεπίδρασής του με άλλες ρυθμίσεις του διεθνούς δικαίου. Περιλαμβάνει στοιχεία, ιδέες και σκέψεις που έχουν παρουσιαστεί και δοκιμαστεί σε μια σειρά από διαλέξεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Μέσα από το παράδειγμα της κλιματικής αλλαγής αναζητεί το ρόλο του διεθνούς δικαίου στη διαχείριση αυτής της παγκόσμιας απειλής και αναδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνονται και εξελίσσονται οι διεθνείς ρυθμίσεις μέσα από τη διεθνή διπλωματία.
Το βασικό επιχείρημα είναι ότι η έλλειψη ουσιαστικής προόδου στην αναχαίτιση της κλιματικής κρίσης δεν οφείλεται τόσο στην απουσία διεθνών ρυθμίσεων, όσο στην προσέγγιση της κλιματικής αλλαγής ως αμιγώς περιβαλλοντικού προβλήματος. Στην πραγματικότητα διαφέρει σημαντικά από άλλα περιβαλλοντικά προβλήματα διότι τα αίτια πρόκλησης του φαινομένου συνδέονται με ένα ευρύτατο φάσμα δραστηριοτήτων, ενώ οι δυσμενείς επιπτώσεις του εκτείνονται όχι μόνο στο περιβάλλον, αλλά και στην οικονομία και την κοινωνία. Τα ακραία καιρικά φαινόμενα ή η άνοδος της στάθμης της θάλασσας έχουν άμεσες συνέπειες όχι μόνο στα οικοσυστήματα αλλά και στην ανθρώπινη υγεία και ευημερία, ενώ απειλούν ακόμα και την ύπαρξη πόλεων αλλά και ορισμένων κρατών. Ως εκ τούτου, η κλιματική αλλαγή διασταυρώνεται με διάφορους τρόπους με το δίκαιο προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της μετανάστευσης, το δίκαιο της θάλασσας, το δίκαιο διεθνούς εμπορίου και επενδύσεων. Το βιβλίο επιχειρεί να χαρτογραφήσει την επίδραση που ασκεί η κλιματική αλλαγή στο διεθνές δίκαιο αλλά και τον τρόπο με τον οποίο οι διεθνείς ρυθμίσεις προσφέρουν ερείσματα και μηχανισμούς για την αντιμετώπιση των προκλήσεων που θέτει η κλιματική αλλαγή.
Λίγα λόγια για την κ. Εμμανουέλα Δούση
Η Εμμανουέλα Δούση είναι Καθηγήτρια στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, διευθύντρια του Εργαστηρίου Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και Πολιτικής και κάτοχος της έδρας UNESCO στην κλιματική διπλωματία.
Σπούδασε πολιτικές επιστήμες και νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στη Σορβόννη στο Παρίσι (Paris I). Είναι κάτοχος δύο μεταπτυχιακών διπλωμάτων (δημόσιο διεθνές δίκαιο και δίκαιο περιβάλλοντος) και διδακτορικού στο διεθνές δίκαιο. Έχει διδάξει ως επισκέπτρια καθηγήτρια σε πολλά πανεπιστήμια στη Γαλλία και έχει διατελέσει επισκέπτρια ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης και στο European University Institute. Είναι μέλος της IUCN World Commission on Environmental Law, της Επιτροπής της International Law Association για το ρόλο του διεθνούς δικαίου στη βιώσιμη διαχείριση των φυσικών πόρων και μέλος του Εθνικού Συμβουλίου για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή. Προσφάτως της απονεμήθηκε το διεθνές βραβείο CISDL - Natural Resources Legal Specialist Award 2021 για το έργο της σχετικά με τη βιώσιμη διαχείριση των φυσικών πόρων.
Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα εστιάζουν στη διεθνή κι ευρωπαϊκή περιβαλλοντική πολιτική, το ρόλο των διεθνών θεσμών στην προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης, την κλιματική διπλωματία, την επίλυση διεθνών διαφορών. Έχει δημοσιεύσει πλήθος άρθρων και έχει συγγράψει, μόνη της ή σε συνεργασία με άλλους συγγραφείς, δέκα βιβλία. Το πιο πρόσφατο βιβλίο της αφορά το ρόλο του διεθνούς δικαίου στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης (Διεθνές Δίκαιο και Διπλωματία της Κλιματικής Αλλαγής, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 2020).