Αν και το Greenwashing, αποτελεί μία παλιά συνταγή για αρκετές πολυεθνικές εταιρείες που παρουσιάζουν ψευδώς ως πράσινες κάποιες δραστηριότητες και τακτικές οι οποίες στην πραγματικότητα δεν συγκεντρώνουν τέτοια χαρακτηριστικά, το τελευταίο διάστημα το φαινόμενο έχει ενταθεί λόγω της σύνδεσης των επιχειρηματικών στόχων με τη βιώσιμη ανάπτυξη και το ESG.
Η έννοια της βιωσιμότητας είναι πλέον «πανταχού παρούσα». Το 17% των προϊόντων στα ράφια των καταστημάτων στις ΗΠΑ διατυπώνουν τουλάχιστον έναν ισχυρισμό βιωσιμότητας στη συσκευασία τους. Από την άλλη, μόνο τους τελευταίους έξι μήνες, οι ρυθμιστικές αρχές στις ΗΠΑ, την Βρετανία, την Νορβηγία και την Ολλανδία έχουν εισπράξει εκατομμύρια δολάρια από εταιρείες που αποδείχθηκε ότι προβαίνουν σε ψευδείς περιβαλλοντικούς ισχυρισμούς, το λεγόμενο greenwashing.
Οι ευρωπαϊκές και εθνικές αρμόδιες αρχές προέβησαν σε σαρωτικούς ελέγχους σε επιχειρήσεις που διέθεταν προϊόντα με περιβαλλοντικούς ισχυρισμούς στην αγορά. Από τους 344 ισχυρισμούς σε προϊόντα που ελέγχθηκαν, βρέθηκε ότι στο 59% των περιπτώσεων, οι επιχειρήσεις δεν διέθεταν δεδομένα άμεσα διαθέσιμα για την πληροφόρηση των καταναλωτών, στο 37% των περιπτώσεων, οι ισχυρισμοί ήταν υπερβολικά γενικοί και ασαφείς και στο 50% των περιπτώσεων, οι ισχυρισμοί δεν συνοδεύονταν από επαρκή δεδομένα για την υποστήριξη των αυτών των ισχυρισμών.
Και εν μέρει, η διατύπωση παραπλανητικών «πράσινων» ισχυρισμών έχει καταστεί κοινός τόπος επειδή υπάρχουν λίγα πρότυπα για τον προσδιορισμό των στοιχείων που πρέπει να εμπεριέχει η χρήση του όρου βιωσιμόατητα στις συσκευασίες και τις προωθητικές ενέργειες.
Για την καταπολέμηση των παραπάνω στις 30 Μαρτίου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε ανακοινώσει ότι έχει δρομολογήσει σειρά αναθεωρήσεων στην υφιστάμενη Οδηγία για τις Αθέμιτες Εμπορικές Πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές (Unfair Commercial Practice Directive – UCPD). Μεταξύ άλλων, στη λίστα των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών τείνουν να ενταχθούν η μη πληροφόρηση των καταναλωτών σχετικά με λειτουργίες που ενδέχεται να περιορίζουν τη διάρκεια ζωής ενός προϊόντος, οι ασαφείς περιβαλλοντικοί ισχυρισμοί όπως «φιλικό προς το περιβάλλον», «eco», «πράσινο», «green», οι οποίοι παραπλανούν τον καταναλωτή δίνοντας εντύπωση εξαιρετικών περιβαλλοντικών επιδόσεων, η χρήση ισχυρισμών για όλο το προϊόν, όταν στην πραγματικότητα αυτοί αφορούν μόνο ένα μέρος του, η χρήση ισχυρισμών και σημάτων εθελοντικών σχημάτων αειφορίας/βιωσιμότητας, που δεν βασίζονται σε επαλήθευση από τρίτους ή από εθνικές αρμόδιες αρχές και η μη πληροφόρηση ότι ένα προϊόν έχει περιορισμένη λειτουργικότητα όταν χρησιμοποιεί αναλώσιμα, ανταλλακτικά ή αξεσουάρ που δεν παρέχονται από τον αρχικό παραγωγό.
Στο πλαίσιο αυτό θεσπίζεται μια νέα σειρά νόμων στην Ευρώπη, η οποία στοχεύει να κάνει αλλαγές και να θέσει υψηλότερα πρότυπα για τις εταιρείες που προβαίνουν σε δηλώσεις για πράσινες πρακτικές.
Δύο νόμοι στοχεύουν συγκεκριμένα στην αποτροπή του Greenwashing: ο γαλλικός νόμος για το κλίμα και την ανθεκτικότητα, που θα τεθεί σε ισχύ το 2023, και η προτεινόμενη οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, η οποία έχει προγραμματιστεί για το 2024-25. Συνολικά, το νομικό πλαίσιο δίνει μια πολύ σαφέστερη εικόνα των διαδικασιών που θα πρέπει να υιοθετήσουν οι εταιρείες προκειμένου να προβάλουν οποιονδήποτε περιβαλλοντικό ισχυρισμό χωρίς τον κίνδυνο του Greenwashing.
Όπως προβλέπει το νομικό πλαίσιο, οι εταιρείες, οι οποίες εδώ και πολύ καιρό βασίζονταν σε δεδομένα του μέσου όρου του κλάδου για να εκτιμήσουν τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των προϊόντων, θα πρέπει να συλλέγουν και να δημοσιεύουν σχετικά στοιχεία. Και αυτό, επειδή οι μέσοι όροι ενός κλάδου είναι πολύ ανακριβείς και δεν μπορούν να βοηθήσουν τους καταναλωτές να κάνουν μια επιλογή μεταξύ των προϊόντων μιας μάρκας και των προϊόντων μιας άλλης. Οι νέοι κανονισμοί κατά του Greenwashing απαιτούν από τις εταιρείες να συλλέγουν τα δικά τους δεδομένα για να υποστηρίξουν τυχόν περιβαλλοντικούς ισχυρισμούς και τα στοιχεία αυτά να είναι σαφή, αντικειμενικά και επαληθεύσιμα. Αυτό σημαίνει ότι οι εταιρείες θα πρέπει να συλλέγουν αποδεικτικά στοιχεία για κάθε κιλό/λίτρο άνθρακα, αποβλήτων, νερού ή ενέργειας που αποτελεί μέρος των ισχυρισμών περιβαλλοντικής εμπορίας ενός προϊόντος. Τα αποδεικτικά στοιχεία μπορούν να λάβουν πολλές μορφές: λογαριασμοί καυσίμων και υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, αποδείξεις για πρώτες ύλες, αρχεία αποστολής και ακόμη και συμβάσεις διάθεσης απορριμμάτων.
Ακόμη, πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν ότι μερικές φορές το περιβαλλοντικό όφελος σε μια φάση της ζωής ενός προϊόντος - για παράδειγμα, η χρήση ενός ανακυκλώσιμου υλικού όπως το γυαλί - μπορεί να έχει μεγαλύτερο κόστος σε μια άλλη φάση, για παράδειγμα, όταν απαιτείται περισσότερη ενέργεια για την κατασκευή αυτού του γυαλιού. Οι εταιρείες θα μπορούν να ισχυριστούν ότι ένα προϊόν είναι βιώσιμο μόνο εάν αποκαλύπτουν τον αντίκτυπο καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής του προϊόντος, από την πρώτη ύλη μέχρι το τέλος της ζωής του. Αυτό σημαίνει ότι συχνά θα πρέπει να συλλέγονται στοιχεία από προμηθευτές σε κάθε στάδιο της ζωής ενός προϊόντος, συμπεριλαμβανομένων των εταιρειών που παρέχουν υπηρεσίες ανακύκλωσης.